Η βόλτα σχεδιαζόταν πολύ καιρό. Τους είχαν μιλήσει για το ορεινό χωριό με την εκπληκτική θέα στο Αιγαίο, με το δρυόδασος να το περιβάλλει, με τα αγριογουρουνάκια να διασχίζουν τον δρόμο μπροστά στα αυτοκίνητα, τέτοια φυσιολατρικά και κινησιουργά.
Πήγαν λοιπόν. Φθινοπωρινή μέρα, συννεφιασμένη και στεγνή, ανέβηκαν με χαρά ψηλά στο βουνό, όπου τουλάχιστον οι δροσερές καστανιές και μηλιές τους έκαναν να ξεχάσουν (έστω πρόσκαιρα) τη θλιβερή ξεραΐλα που έφερε η αναβροχιά τόσων μηνών στον κάμπο.
Άδειο το χωριό. Ωραία, μεγάλα σπίτια έρημα. Και άλλα σαρίσματα, ρημαγμένα, ακατοίκητα αυτά όλες τις εποχές. Φρούτα πεσμένα στο καλντερίμι από τους δροσερούς, περίκλειστους κήπους. Μοσχοβολούσαν οι γαρυφαλλιές που κρέμονταν στις μάντρες και κατακοκκίνιζαν οι μπουκαμβίλιες.
Είχαν σκεφτεί ότι θα μπορούσαν να φάνε στην πλατεία, το χωριό φημίζεται για τα ωραία κατσικίσια κρέατα που προσφέρει στους πεινασμένους του καλοκαιριού, αλλά τώρα οι ταβέρνες ήταν θεόκλειστες. Ένα καφεμπάρ μόνο ανοιχτό, όπου δυο παππούδες κάθονταν σε δυο τραπέζια και η σερβιτόρα-αφεντικό καθοδηγούσε ένα τρίχρονο να ζωγραφίζει λουλουδάκια στο μπλοκ του.
Έκαναν μια βόλτα ως την κλειστή ωραία εκκλησιά (έτος ιδρίσεως 1787), έφεραν και μια γύρα στο χωριό, βρήκαν δυο μπακαλικάκια ανοιχτά και είδαν στρωσίδια να αερίζονται σε κάποια μπαλκόνια, άρα κάποιοι μένουν και μόνιμα εδώ, ή τουλάχιστον ως τον Νοέμβριο, απ’ ό,τι φαίνεται.
Σε ένα άδειο οικόπεδο, σκουπιδότοπο δηλαδή, με πεταμένα παλιοπράγματα και σωριασμένα κλαδούρια, κάπως ψηλότερα από το επίπεδο του καλντεριμιού, κατηφόρα γαρ, είχε φυτρώσει μια τεράστια κολοκυθιά και λίγο πιο κει μια ντοματιά. Η κολοκυθιά δροσερή δροσερή άπλωνε τους κλώνους της ως τον δρόμο. Άπλωσε κι αυτή το χέρι της κι έκοψε ένα από τα κολοκυθάκια, με το λουλούδι του ακόμα, ένα περίεργο κολοκύθι, μακρύ κι αλλιώτικο από αυτά που η ίδια έχει δοκιμάσει κατά καιρούς να καλλιεργήσει.
Και τότε άκουσε τη φωνή
«Είναι σωστό αυτό, να κλέβεις τα ξένα πράγματα;»
Μια γυναίκα, ηλικίας, τι ηλικίας; Σίγουρα για τέταρτο εμβόλιο πάντως, άπλωνε μπουγάδα σε μπαλκόνι απέναντι, στον δεύτερο όροφο.
Όχι, παραδέχτηκε, δεν είναι σωστό, εξάλλου δεν το έκλεψε, το πήρε έτσι να το δει, δεν φαντάστηκε ότι ανήκει σε κάποιον.
Η γυναίκα την κοίταξε καλά καλά:
«Α, δεν είσαι από δω! Δικά μας είναι, βάνουμε κολοκυθιές χειμωνιάτικες και δεν μπορούμε να φάμε τίποτα, που αν τα αφήσεις θα γίνουν μεγάλες κίτρινες μακριές κολοκύθες. Μας τα ρημάζουν».
Άφησε ντροπιασμένη το κολοκυθάκι κάτω από το κρεμασμένο κλαδί της κολοκυθιάς, αλλά δεν μπόρεσε να μη διατυπώσει την απορία της, γιατί δε βάζουν έναν φραχτάκο; Δεν ήθελε να πει γιατί το έχουν σκουπιδαριό.
Η γυναίκα όμως φαινόταν να έχει διάθεση για κουβέντα και γενικά μαλακωμένη έκφραση, σχεδόν φιλική. Να τη ρωτάει από πού ήρθε, και πώς της φάνηκε το χωριό, και να της εξηγεί πως οι κίτρινες μακριές κολοκύθες γίνονται και πίττα και τηγανίζονται κιόλας άμα θέλεις, και να επιμένει, να επιμένει, «σε παρακαλώ», να πάρει το κολοκυθάκι, γιατί αυτή δεν κατάλαβε ότι είναι ξένη, αν όμως ήταν ντόπια θα κατέβαινε να την ξεμαλλιάσει. Παναγιά μου, γινάτι για ένα κολοκύθι!
Με τα πολλά χαιρέτισε, ζήτησε πάλι συγγνώμη («τίποτα, τίποτα») κι έφυγε. Ο άντρας της είχε ήδη πάει στο αυτοκίνητο, ούτε που πήρε χαμπάρι τι περιεχόμενο είχε η συνομιλία που άκουγε καθώς απομακρυνόταν. Την είδε με το κολοκυθάκι στο χέρι, «τι το θέλεις τώρα αυτό;» απόρησε.
Δεν ήξερε τι να του πει, αισθανόταν κλέφτρα και τυχερή κιόλας που δεν ήταν ντόπια να είναι ήδη ξεμαλλιασμένη! Και μάλιστα κλέφτρα τζάμπα, τι να το κάνει το κολοκύθι; Κατέβηκαν στο παραλιακό χωριό να φάνε και το έριξε σε κάτι κατσίκες σε ένα περιφραγμένο κηπάκι.
Ο ταβερνιάρης τους είπε ότι στο ορεινό χωριό το καλοκαίρι έχει κόσμο πολύ, κάποιοι έφτιαξαν τα πατρικά τους σπίτια, άλλοι αγόρασαν οικόπεδα κι έφτιαξαν καινούργια, αλλά το χειμώνα μένουν τρεις κι κούκος.
Και τον λυπήθηκε τον κούκο (ή τον έναν από τους τρεις… ) που μάλλον θα ήθελε να πει μια κουβέντα, ήθελε επαφή στη μοναξιά της και διεκδίκησε, για την τιμή της αφήγησης ή για αφορμή για καυγά, την κατοχή του ξέφραγου σκουπιδότοπου και του κλεμμένου κολοκυθακιού.
Της ερχόταν να γυρίσει πίσω, να χτυπήσει την πόρτα και να καθίσει όλο το απόγευμα να ακούει τις ιστορίες μιας γυναίκας, ενός ανθρώπου που κάθεται στη μοναξιά του τις φθινοπωρινές μέρες που όλο και μικραίνουν και, αναδιφώντας ποιος ξέρει σε τι παμπάλαιες έχθρες και χαζοπαρεξηγήσεις, ετοιμάζεται να ξεμαλλιάσει τους άλλους δυο και τον κούκο της χειμωνιάτικης συνύπαρξης…
Δεν το έκανε. Είχε θυμώσει κι επιπλέον θα ήταν παράλογο, δεν θα ήταν;