Όταν ο πεζογράφος –Mark Twain, Εγώ– δίνει συνέντευξη στο δημοσιογράφο – Samuel Clemens, ο Άλλος:
S.C. Έχετε αδέλφια;
M.T. Έχω έναν αδελφό. Τον Bill. Ο καημένος ο Bill!
S.C. Έχει πεθάνει;
M.T. Αυτό δεν μπορέσαμε ποτέ να το εξακριβώσουμε. Βλέπετε ο Bill κι εγώ ήμασταν δίδυμοι. Μια μέρα, ενώ η τροφός μάς έπλενε και τους δύο μαζί στην ίδια μπανιέρα, ο ένας πνίγηκε. Καθώς μοιάζαμε σαν δυο σταγόνες νερό, δεν μπόρεσε ποτέ να διαπιστωθεί η ταυτότητά του.
Η ομιλία –η επικοινωνία-παρουσία– καταπιέζει το δέκτη του μηνύματος, του επιβάλλει μια συγκεκριμένη «ανάγνωση», θα σχολίαζε ο Derrida. Αυτός που θέτει τα ερωτήματα σε συνέντευξη είναι ο ισχυρός. Ωστόσο, εδώ, μια περιπαικτική φωνή τον εκθρονίζει. Το υποκείμενο του διαλόγου αλλάζει ρόλο. Διασπάται. Υποδύεται τον άγνωστο Άλλο, απόντα από το διάλογο, και το ακόμη πιο άγνωστο Εγώ, κυρίαρχο του διαλόγου.
Η τέλεια ομοιότητα με τον Άλλο οδηγεί α) στην απέλαση του Υποκειμένου (το υπό-κείμενο εγκαταλείπει τα σύνορα του σώματός του) και β) στην απ-αλλοτρίωσή του (την ακούσια εκδίωξη από τα κτήματά του). Το υποκείμενο ρωτά: «Είμαι ο Bill;» «Είμαι εγώ;» Στη διαδικασία της μεταμόρφωσης του εγώ σε εσύ, χάνεται η ταυτότητα του υπό-κειμένου.
Η γλώσσα είναι ο Άλλος που καταλαμβάνει το σώμα μας. Η γλώσσα όμως είναι μια άβυσσος. Παράδειγμα αυτό το κείμενο: έχω, ο αδελφός ζει και είναι ο ίδιος ο ομιλών. Ίδια μπανιέρα: δύο διαφορετικές μπανιέρες-σώματα θα έδιναν την απάντηση στο «ποιος είμαι;» Από τη στιγμή που θέτεις αυτό το ερώτημα κολυμπάς μέσα στο πέλαγο-άβυσσος.
Όταν ο Άλλος «πνίγεται», η ταυτότητα του υπό-κειμένου αμφισβητείται από όλους γύρω του. Το υποκείμενο εκτοπίζει το δημοσιογράφο, ο Άλλος-γλώσσα εκτοπίζει το υποκείμενο. Το ερώτημα παραμένει: Ποιος μπορεί να βοηθήσει τη γλώσσα να δώσει ταυτότητα στο υποκείμενο;