Όπως όλοι οι σπουδαίοι στοχαστές, ο Βάλτερ Πούχνερ, στη νέα του ποιητική σύνθεση Υπνογραφίες, αποδεσμεύεται από προκατασκευασμένα ποιητικά μέτρα ή εξωτερικούς ρυθμούς και γράφει φιλοσοφική ποίηση, που προκαλεί πνευματικές αναταράξεις. Μας προσκαλεί να βλέπουμε τον ουρανό πάνω στα κύματα της θάλασσας, πάνω στις πλαγιές των βουνών, ανάμεσα στα δένδρα του δάσους. Να βλέπουμε τον άνθρωπο σε όλο του το μεγαλείο και όλη του την απάθεια. Ανθρωπισμός είναι η έγνοια για τον άνθρωπο και τη φύση, είπε oΠούχνερ στην αντιφώνησή του, όταν τιμήθηκε με το Βραβείο Ανθρωπισμού 2021 από το Σύνδεσμο Πολιτισμού Ελλάδας Κύπρου.
Συχνά, με πολύ μικρές προτάσεις, ακόμη και μονολεκτικές, παράγει ένα τέμπο που τον εμποδίζει να τρέξει, που αντιστέκεται στη βιασύνη του να φτάσει πρώτος στην πηγή της γνώσης, να κοιμηθεί κάτω από το δένδρο της ζωής, να ξαναγεννηθεί. Λέξεις σηματοδοτούν το χώρο, το χρόνο και το είναι, όπως «Σκέφτομαι», «Πήγαινε», «Αθώος», «Ναι», «Κάτω», «Πίσω», «Πριν»… (σ. 14, 22, 30-32). Μόνη η καθεμία σε πρόταση, και μοναδική, στην αρχή παραγράφων, αποκτά αίγλη κωδικού που (από)καλύπτει τα μυστικά του ποιήματος.
«Προνομιακή στιγμή ο ύπνος», γράφω σε μελέτη μου για την ποίηση του Βάλτερ Πούχνερ (υπό δημοσίευση στα Θέματα Λογοτεχνίας). Στην καίρια ποιητική παρατήρησή του, «Ήξερα μέσα στον ύπνο μου πως είδα το δέντρο της ζωής» (σ. 36 «Γνώση»), απαντούμε με δική του ερώτηση: «Πώς ξέρουμε ότι αυτό είναι ζωή;» (σ. 60 «Αρκτικός κύκλος. Χειμώνας»). Αναμφιβόλως, σκέφτομαι, σε ένα επόμενο βιβλίο θα μας αποκριθεί.
Σκέφτομαι. Μερικές φορές σκέφτομαι, σκέφτομαι στα σοβαρά πώς εκεί που κείτομαι αναίσθητος, δίχως σώμα, χωρίς συνείδηση, δίχως αντίληψη, με τα μάτια κλειστά, με τους αυτοματισμούς να λειτουργούν ερήμην μου, με τη βούληση στο ναδίρ, σκέφτομαι μήπως αυτός ο λήθαργος, η νυχτιάτικη νάρκη, η ημερήσια, η άφευκτη, είναι το πιο σημαντικό μέρος της ζωής μου. Της πραγματικής μου ζωής. Αυτής που δεν έζησα, αλλά με ζει.
(σ. 12 «Σκέφτομαι»)
Με τη διαπίστωση, στην αρχή και το τέλος ποιήματος, ότι «Όσες φορές έρχεται η ώρα να ξαπλώσω και να κοιμηθώ, είναι πάντα ώρα χαράς» (σ. 9 & 11 «Όσες φορές»), παραπέμπει στο άνοιγμα του μεγαλειώδους έργου του MarcelProust, À larecherchedutempsperdu(Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο): «Longtemps, jemesuiscouché debonneheure» («Πολύ καιρό πήγαινα για ύπνο νωρίς»). Βέβαια, στο παράδοξο του ύπνου και της γραφής φαίνεται να εστιάζει ο Πούχνερ, καθώς «Το άγραφο χαρτί μένει άγραφο» (σ. 9). Το αδιάφορο μέλλον και ο ανηλεής χρόνος τον στοιχειώνουν όσο και αν αντιστέκεται: «Τι με νοιάζει το μέλλον; Ο χρόνος είναι σκλαβιά ξεπερασμένη» (σ. 42 «Υπνομανία»).
Τον φιλοσοφικό στοχασμό αντικαθιστά η λαϊκή ψυχή, καθώς και η λαϊκή ερμηνεία του ονειροκρίτη. Αν δεις ψάρια στον ύπνο σου, είναι μια προειδοποίηση για επικείμενη λαχτάρα: «Φοβισμένα ψάρια, ψάρια έρχονται, να κρυφτούν στον ύπνο μου» (σ. 54 «Άσυλο»), να προβλέψουν το δυσάρεστο μέλλον, και ας μη μας «νοιάζει», εφόσον δεν το ζούμε.
Στην εισαγωγή του, ο Μάνος Στεφανίδης μάς πληροφορεί ότι, κατά τη γνώμη του, αυτό το βιβλίο είναι το καλύτερο του συγγραφέα, με τον εύστοχο χαρακτηρισμό «η σπουδή του θανάτου σαν έρωτας» (σ. 7). Αν και για τον τίτλο τού καλύτερου δεν θα ήξερα ποιο βιβλίο του Βάλτερ Πούχνερ να διαλέξω, ένα είναι βέβαιο. Βρισκόμαστε μπροστά σε στοχαστική ποίηση και σε ένα βιβλίο που είναι αλλιώς. Σαν να βρήκε ο ποιητής μας το δρόμο του, σαν να έψαχνε άλλο δρόμο και τον βρήκε. «Να πάρω έπρεπε άλλο δρόμο. Ετούτος κρύβει το φεγγάρι». Αν όντως είναι το καλύτερο, τι θα πρέπει να περιμένουμε στο μέλλον; Στις Υπνογραφίες η σκέψη επαναστατεί. Ανατρέπει τις γλωσσολογικές θεωρίες. Γεννά τις λέξεις, όσο γεννιέται από αυτές. «Η ίριδα της πολυσημίας κάνει ποίηση την κοιμισμένη σκέψη» (σ. 15 «Εκεί»). Ένα δρόμο που δεν κρύβει το φεγγάρι, για να παραφράσω τον Σαχτούρη. Εκεί που ο ύπνος είναι ιαματικός, όταν οδηγεί στο θάνατο από καρδιακή ανακοπή (σ. 62 «Ύπνος ιαματικός»).
«Η σπουδή του θανάτου σαν έρωτας» (σ. 7), λοιπόν. Έρως-Θάνατος, σκοπός και τέλος της ζωής μας. «Κι εμείς, μέσα στον ύπνο μας, είμαστε τα όνειρα των θεών» (σ. 56 «Μπορεί»).