Όχι, βέβαια, ότι ο ποιητής Δ. Π. Παπαδίτσας λείπει από το σήμερα. Πάντα οι επαρκείς αναγνώστες της ποίησης πορεύονται με τη συχνή παρουσία του μέσα στις ανοιχτές σελίδες των βιβλίων του. Αλλά, όμως, ας φωτίσουμε και πάλι το δημιουργικό του πνεύμα με τη δική μας επαναλαμβανόμενη οπτική, για να δούμε τι καινούριες αλλαγές στη θέασή του ή τι καινούργιες ομορφιές μπορεί να προκύψουν και να αναδυθούν από το έργο του.
Όταν τον διάβασα για πρώτη φορά εδώ και τέσσερις περίπου δεκαετίες, είχα αποφανθεί ότι είναι ο μόνος ποιητής στον οποίο θα μπορούσες να του προσδώσεις τον τίτλο «εκρηκτικός», αφού το κάθε του ποίημα δείχνει ότι εν εκρήξει δημιουργήθηκε και εν εκρήξει συνομιλεί με τον κάθε αναγνώστη του. Ο στίχος του
«Σε ουράνιες χύτρες έλιωνε το άλγος»
μαρτυρεί αυτή τη συνεχή αναμονή της έκρηξης, ενώ ο βαθύς ερωτικός λόγος του, όπως και σε κάθε ποιητή άλλωστε, διερευνά πιθανότητες και πραγματώσεις μιας εσαεί αναμενόμενης συνάντησης:
«Από πού θα ’ρθεις; Οι βυθοί σε σφάζουν από κάτω».
Και βέβαια εκεί κάτω στους σκοτεινούς βυθούς συμβαίνουν για τον Παπαδίτσα τα μεγάλα μυστήρια. Εκεί ανιχνεύεται η προέλευση του όντος και του ποιήματος που το συνοδεύει και που είναι πάντα:
«η κρυφή ομιλία βυθισμένη στο χώμα».
Ο ποιητής αναζητεί πολλές από τις ιδέες του μέσα στην προσωκρατική φιλοσοφία, η οποία μεταγγίζεται και διακλαδίζεται αριστοτεχνικά μέσα στην ποίησή του με αποκορύφωμα τον οντολογικό του προσανατολισμό. Ο πολυπροσεγμένος και πολυδιαβασμένος στίχος του
«δεν έμαθα τίποτα, πηγαίνω χιλιοτρυπημένος απ’ τον αέρα, αιώνιος κι αγαπημένος του όντος»
αποβαίνει μια ερεθιστική μαρτυρία για την ορθή ανάγνωση του έργου του.
Καθώς διακόνησε διά βίου την ιατρική επιστήμη κατείχε άριστα την ανθρώπινη φυσιολογία και ψυχολογία. Διέγνωσε έτσι άριστα τον υπαρκτικό καημό, τόσο κοιτάζοντας μέσα στον δικό του προσωπικό καθρέφτη όσο και στα μάτια των, ασθενών ή μη, συνανθρώπων του και αυτή η λαχτάρα για τη διαιώνιση της ύπαρξης, που διαψεύδεται αδιαλείπτως και ανά πάσα στιγμή, τον οδήγησε στην τραγική διατύπωση του στίχου:
«τη λίγη πιθανότητα (έστω κι αδυναμία) να προφέρω το πρώτο γράμμα κάθε πράγματος το θήτα».
Ναι, γιατί όχι το πιο πιθανό, αλλά αυτό το πλέον βέβαιο που πρόκειται να μας συμβεί, δεν θέλουμε να το σκεφτόμαστε και αποφεύγουμε ακόμα και να το ονομάζουμε, κρυπτόμενοι πίσω από πιο ανώδυνα και πιο ήπια συνώνυμά του.
Όλοι οι προβληματισμοί του ποιητή εκδηλώνονται εντός του φυσικού κόσμου, εντός του περιβάλλοντος που ξεδιπλώνεται γύρω μας και μας συνέχει, γι’ αυτό και ο ποιητής έχει όχι μόνο την ευκαιρία, αλλά και τη διάθεση να παρατηρεί, να συνδυάζει και να εντάσσει την κάθε σκέψη του σαν αφορισμό και σαν αξίωμα εντός της φύσεως:
«η απερίγραπτη θήκη του καθενός μας εκεί».
Αναγνωρίζεται ως τέλειος ανατόμος της ενστικτώδους κατεύθυνσής μας προς το όνειρο και το απίθανο, αλλά και προσγειωμένος φυσιολάτρης που λατρεύει τα μέσω του λόγου ρυθμικά φυσικά αναπηδήματα. Η ποίησή του περνά συχνά μέσα
«από τα χειμέρια κρύσταλλα του φεγγαριού»,
ξεδιπλώνεται μέσα στον δίχως αρχή και τέλος κόσμο για να αποφανθεί ότι είναι
«φυγάς η απεραντοσύνη»
κι όταν όλα συνωθούνται μέσα του για να επεξεργαστούν να φωνάξει: «εντός του εγκεφάλου προσαράζουν τα λεπτότατα μυστήρια».
Η χειμαρρώδης ενέργεια του γλωσσικού του κώδικα συμπαρασύρει το ποίημά του σε σκοτεινές εσοχές, όπου το πολιορκούμενο ερέθισμα του παραδίδεται άνευ όρων. Οι ανασύρσεις λέξεων από αρχαίες δεξαμενές του λόγου, η μουσικότητα που εκδηλώνεται με συστοιχίες ήχων σαν από συμπαντική καθοδήγηση έρχονται να επισφραγίσουν τη σύμπραξη εμπειρικού και φαντασιακού λόγου και να ανοίξουν τις διόδους προς το συνεχές και αδιάλειπτο όνειρο, που είναι η ποιητική τροφή της καθημερινότητας:
«απ’ τις χρυσές περιπαθείς διώρυγες τραβάει προς τις αέρινες τροφές το άλλο σώμα»,
ποιο άλλο σώμα; και πώς να το ονομάσεις χωρίς ν’ αποτύχεις; Επειδή πάντα
«μια λέξη σ’ εξατμίζει επεκτεινόμενη».
Ο Δ. Π. Παπαδίτσας αντιλαμβάνεται την κάθε λέξη ως μέρος ενός ζωοποιού λόγου με εμφανείς συνδέσεις του εδώ και του επέκεινα. Ταυτοχρόνως προικίζει την κάθε λέξη με ιστορικότητα και πνοή μέλλοντος. Ξεκινώντας από τα ανιχνευόμενα μυστήρια του ανθρώπινου εγκεφάλου, κατορθώνει να μην είναι εγκεφαλικός αλλά ένας πανέξυπνος αντιγραφέας των φόβων που καλλιεργούνται εκεί μέσα και προσπαθεί να τους ημερέψει, καθυποτάσσοντάς τους εντός του ποιήματος. Λέει:
«από τον νου του καθενός πηγάζουν μαύρα υγρά»
και πριν πνιγεί μέσα στο μαύρο ποτάμι των συλλογισμών πετιέται έξω στη νύχτα, προσφέροντας τη ζωή του στην ευρύχωρη διάρκειά της:
«με ανιχνεύει με ανιχνεύει ένα φύλλο της νύχτας».
Όμως μαζί με το φύλλο της νύχτας τον ανιχνεύει και η ιστορία της επίμονης επιστημονικής και αισθητικής έρευνας. Στις καταβάσεις αυτές συναντάμε απτές αποδείξεις που αναδεικνύουν τη διαρκή σύμπλευση και σύμπραξή του με την παρουσία και την εξέλιξη του όντος. Ο ποιητής μαγεύεται από
«το ηλεκτρόνιο που παίζει στα βουνά ολομόναχο»,
αποζητά να εμβαπτιστεί
«στη λιακάδα μιας παρούσας μέρας που μέθυσε τον Παρμενίδη»
και να μας πει:
«Ω ν’ ακούγατε τον Παρμενίδη στην ερημιά»,
κι εκεί να δούμε πως
«μέσα στη γαλακτώδη ορμή της μέρας ουρανός ο Ξενοφάνης»
και αν, ακόμα, τον ρωτούσαμε το τι γύρευε εκείνος να θηρεύσει σ’ αυτούς τους λειμώνες που φωτίζονται από τις εκλάμψεις της εν γένει και αιώνιας σκέψης, μας προκαταλαμβάνει με την έτοιμη απάντησή του:
«το τι ζητούσα ήταν ένα γονίδιο στη δομή της αλήθειας»
Ο Δ. Π. Παπαδίτσας είναι ένας ποιητής που φλέγεται από επίμονα λαξευμένες λέξεις και μέσα στις μεγάλες αντινομίες που βλέπει στην ύπαρξη θέτει τον μηχανισμό του ποιήματος για να αντλήσει τη δημιουργική θλίψη και να υπερκεράσει την απογοήτευση. Βλέπει ότι η ανθρώπινη πορεία είναι μονοσήμαντη:
«από το λίκνο στο μνήμα»,
βλέπει τη φθορά να μας τραυματίζει καθημερινά:
«στο σώμα πάντα είναι ανοιγμένες δολοφόνες τρύπες»
και αντιδιαστέλλει τις ταπεινές χαρές προς τα μεγαλεπήβολα κι επηρμένα οράματα:
«κομματάκια χαρές που ταπεινώνουν τα μεγάλα οράματα».
Ο ποιητής συνομιλώντας με τον εαυτό του και την αόριστη γενική μοίρα του ανθρώπου μας διδάσκει ταυτόχρονα τη συνετή χρήση της καθημερινότητας, μέσα στην οποία επιτρέπει καλόγνωμα τον πλούτο των ονείρων. Όπως εκεί, στην κορυφαία στιγμή, όταν ανακαλύπτει και μας προτρέπει να μεταβούμε στα τοπία της ευφάνταστης πραγματικότητας για να μαγευτούμε με
«μυστηριώδη βατράχια μέσα στα καλάμια που ανάβουν οργασμούς κάτω από ψιχάλες και αδράχτια αστροφεγγιάς».
Ή, πάλι, ν’ ακούσουμε το ερωτικό του σπάραγμα, που όμοιό του δεν συναντάμε εύκολα σε άλλον ποιητή. Επειδή ο συναισθηματικός του πόνος κορυφώνεται με την αποτρόπαια σκέψη:
«θα πεθάνω αν από μέσα μου λείψει η άγρια μέθη σου»
και ξεκαθαρίζει απλούστερα με την αδιαμφισβήτητη προαίσθηση:
«Θα λείπεις και φυσάει απ’ τη μεριά που λιγοστεύω».
Ο ποιητής των δεκαπέντε εν συνόλω συλλογών, ανάμεσα στις οποίες κάποιες, όπως η «Ασώματη», ο «Δυοειδής λόγος», το «Προεόρτιον» κλπ, λάμπουν εκτυφλωτικά, δεν κατατάσσεται εύκολα ούτε στον ρεαλισμό, ούτε στον υπερρεαλισμό ή μεταϋπεριαλισμό, επειδή όλα τα περιέχει και ταυτόχρονα τα ξεπερνάει. Ο Παπαδίτσας μέχρι στιγμής είναι ανεκτίμητος, δηλαδή δεν έχει εκτιμηθεί με ανάλογο κριτικό λόγο το ύψος της ποίησής του και η σημαντικότητα του περάσματός του από τα Ελληνικά γράμματα.
Μέλιγος 2-9-2022