Ένας λόγος για την Ελένη Λαδιά είναι πάντα μια δύσκολη υπόθεση, επειδή πρώτα απ’ όλα δεν ξέρεις τι να πρωτοπείς. Η γνωριμία και εν συνεχεία η φιλία μου μαζί της ανάγεται σε πολλά χρόνια πριν και είχε εμπεδωθεί τον καιρό που είχα ασχοληθεί με το βιβλίο της «Η Βιρβιρίτσα», που ήταν μια επιτυχημένη προσπάθεια επαναφοράς στο προσκήνιο του πεζογράφου Γιώργου Βαλταδώρου.
Ακολουθώντας την Ελένη μέσα στους δρόμους που χάραζε η ίδια με τα βιβλία της, αποκόμιζα κάθε φορά όχι μόνο γνώσεις από διάφορες επιστήμες και κυρίως μαθήματα από τη συγγραφική τέχνη, αλλά και βλέμματα με τα οποία μπορούσα να δω διαφορετικά τον κόσμο.
Οι διαχρονικοί δάσκαλοί της με τους οποίους συμπορευόταν και συμπορεύεται πνευματικά στον βίο και τη γραφή, ήταν οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς, ο Ντοστογιέφσκι, ο Νίτσε, ο Ιωάννης της Κλίμακος, οι μεγάλοι μας ποιητές και κυρίως ο Δ. Π. Παπαδίτσας, για να αναφέρω ενδεικτικά μερικά ονόματα, οι οποίοι όμως μετουσιώνονταν μέσα στο έργο της ως ένας βαθιά βιωμένος λόγος.
Η ευρεία θεματική της στο πεζογραφικό και δοκιμιακό της έργο συμπυκνώνεται σε κάποιες αθέατες, αλλά τόσο αμετακίνητες και ανεξάντλητες εκκινήσεις: Στη συνεχή, κατά πρώτο λόγο, ανέλκυση και φανέρωση των θησαυρών της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας και κατά δεύτερο λόγο στην αντιμετώπιση της Θεότητας, άλλοτε ως φίλου και άλλοτε ως αντιπάλου, με γνώμονα την κατανόηση της φαινομενολογίας της. Προσθέτω επίσης τη συγκίνησή της που απορρέει από τα έργα και τον βίο των ανθρώπων της Εκκλησίας και για τον λόγο αυτό υπάρχουν οι μεταφράσεις της ομόλογων κειμένων θρησκειολογικής υπερβατικότητας ή το προσωπικό της ενδιαφέρον για τα θέματα των αιρέσεων, όπου ο επί ματαίω πόνος για τη διόρθωση της δογματικής παραδοξολογίας την προσείλκυσε στη θεολογική επιστήμη.
Περισσότερο απ’ όλα, όμως, κι ακριβώς αυτό είναι που εμένα προσωπικά με συγκινεί, είναι το γεγονός ότι η Ελένη αισθάνεται ως ταγμένη στην υπεράσπιση της Δήμητρας και της Κόρης της, μια σύγχρονη ιέρεια που λατρεύει τη θεά των οργωμένων πεδιάδων, μοιράζεται και διαιωνίζει το μαρτύριο της Περσεφόνης, την περίοδο που στερείται τη μάνα της.
Η Ελένη μοιάζει να παίζει διαρκώς τον ρόλο της Ιάμβης, που κατάφερε να απαλύνει τον πόνο της μεγάλης Θεάς στην Ελευσίνα, προκαλώντας της ένα βραχύχρονο μειδίαμα, αλλά όχι πια με κωμικά φερσίματα. Το κάνει μέσα από την περιγραφή και υπενθύμιση του διαρκούς σπαραγμού της.
Η Δήμητρα λοιπόν και η Περσεφόνη συνιστούν μια ειδική θεματική που διακλαδίζεται ορατώς και αοράτως μέσα στα περισσότερα έργα της.
Επικεντρώνοντας την προσοχή μας τώρα στο πρόσφατο βιβλίο, στο οποίο κάτω από τον ίδιο τίτλο ΑΡΧΗ στεγάζονται δύο ισοβαρείς νουβέλες, αποκομίζουμε την εντύπωση ότι η συγγραφέας αισθάνεται ότι ένας μεγάλος κύκλος του έργου της έχει κλείσει επιτυχώς κι επομένως ό,τι ακολουθεί από εδώ και πέρα συνιστά μια καινούρια αρχή.
Άλλωστε η έννοια της αρχής εκλαμβάνεται και ως κορυφαίο φιλοσοφικό πιστεύω: ποτέ δεν σταματάμε και πάντα ξεκινάμε εκ νέου, διευρύνοντας τα όρια των προσπαθειών μας. Είτε πρόκειται για την Αρχή των Προσωκρατικών, είτε για την Ορφική και Ησιόδεια που βλέπουν τον κόσμο να ξεκινά από το Χάος, η συγγραφέας εδώ αποδέχεται και προτείνει το αξίωμα ότι υπάρχουν χιλιάδες αρχές σε κάθε τόπο και χρόνο, σε κάθε νου και συναίσθημα, από τα οποία ξεκινάς και διαμορφώνεις το κενό που τυχαίνει κάθε φορά μπροστά σου.
Η συγγραφέας ξεχωρίζει από αυτό το, καταγραμμένο σε όλα τα βιβλία της, διπλό βλέμμα: να βλέπει ταυτόχρονα παρελθόν και μέλλον, μακρόκοσμο και μικρόκοσμο, το εδώ και το πέρα.
Στις δύο νουβέλες του βιβλίου συναντάμε πολλούς καθρέφτες, μέσα στους οποίους βλέπουμε πότε πρόσωπα και στοιχεία από την ιδιωτική ζωή της συγγραφέως, πότε πρόσωπα του οικείου μας περιβάλλοντος και πότε, ακόμα, στιγμές και εικόνες από τη δράση του δικού μας εαυτού. Διαπιστώνουμε έτσι πως παρ’ όλο που η συγγραφέας είναι υποχείρια της ουράνιας έμπνευσης και παρ’ όλο που για να αφηγηθεί κάτι το σημερινό, ξεκινάει από τις ομίχλες του Κάτω Κόσμου, από τα ορφικά σκοτάδια ή τις αχνές απαρχές των μυθικών Κιμμερίων και φτάνει μέχρι τις απόμακρες μαύρες τρύπες του σύμπαντος, δεν παύει ποτέ να είναι προσγειωμένη στην πραγματικότητα της καθημερινής ζωής.
Γι’ αυτό και μέσα στις αφηγηματικές πλοκές της ενυπάρχουν και περιγράφονται αδρά η φθορά του βίου, το άγχος της καθημερινότητας, ο μάταιος ενθουσιασμός, η οδυνηρή απογοήτευση και η βαθύτατη απελπισία του όντος.
Κυρίως όμως καταγράφει τον θάνατο, ξεκινώντας από το απτό γεγονός και φτάνοντας στην ευρέως διάχυτη έννοιά του με όλες τις μυθολογικές διακλαδώσεις, που προσβλέπουν μεν, αλλά δεν φέρνουν ποτέ παρηγοριά.
Αυτά τα πάθη, οι φυσικές αγωνίες και οι υπερφυσικοί φόβοι λαξεύονται διεξοδικά μέχρι να φανεί η ψίχα της αρχής τους και να προβληθεί ως μία κανονιστική συνθήκη της ανθρώπινης περιπέτειας.
Η ενδελεχής ψυχογράφηση των ηρώων εισχωρεί μέσα στο οπτικό πεδίο του αναγνώστη σαν μια γνώριμη αλήθεια με το κύρος της αδιάψευστης νομοτέλειας. Η σύνδεση της δράσης με αρχαία μυθολογικά μοτίβα μαγνητίζει και αυξάνει την προσήλωση στην πλοκή.
Ωστόσο δεν πρέπει να αποκαλύψουμε εδώ με λεπτομέρειες την εξέλιξη της αφήγησης, επειδή αυτό είναι μοναδικό προνόμιο του κάθε αναγνώστη. Ο καθένας μας ανακαλύπτει με το δικό του τρόπο το κάθε βιβλίο. Θα τελειώσω με μια γενίκευση, λέγοντας ότι οι δύο δίδυμες νουβέλες που υιοθετούν ταυτόχρονα τον κοινό τίτλο ΑΡΧΗ, λαξεύουν από τη μια μεριά το μυστήριο του ανεκπλήρωτου έρωτα, μέσα από την οπτική μιας συνεχούς καταστροφής, και από την άλλη αναδεικνύουν τη δύναμη μιας συνειδητοποιημένης στο έπακρο αγάπης, που μόνο ο θάνατος μπορεί να τη διακόψει.