Μὲ τὸ βιβλίο Ὁ ποιητὴς Γιῶργος Γεωργούσης ἐπιτυγχάνεται ἡ συνάντηση δύο σπουδαίων λογοτεχνικῶν ἀναστημάτων: τοῦ πληθωρικοῦ δημιουργοῦ Γιώργου Γεωργούση καὶ τοῦ χαλκέντερου κριτικοῦ καὶ ἐμβριθοῦς μελετητῆ τῆς νεοελληνικῆς λογοτεχνίας Θεοδόση Πυλαρινοῦ.
Ὁ Θεοδόσης Πυλαρινὸς εἶναι ἕνας διακεκριμένος πλέον ἰχνευτὴς τῆς λογοτεχνίας μας μὲ πολλὲς διακρίσεις στὴ συγγραφὴ ἐπιστημονικῶν μελετῶν τοῦ κλάδου τῆς φιλολογίας καὶ τῆς εὐρύτερης λογοτεχνίας. Μὲ τὶς ἐργασίες του αὐτὲς ἐπιτυγχάνει τὴν διάσωση καὶ τὴν προβολὴ ἔργων ζωῆς πολλῶν νεοελλήνων συγγραφέων. Πάμπολλες εἶναι ἀκόμα οἱ συνθέσεις του κριτικῶν μονογραφιῶν γιὰ νεότερους σύγχρονους ποιητές. Στὴν προκειμένη περίπτωση ἀναλαμβάνει νὰ ρίξει τὸ βλέμμα του ἐφ᾽ ὅλου τοῦ ἔργου τοῦ σπουδαίου ποιητῆ Γιώργου Γεωργούση, λίαν ἀγαπητοῦ φίλου ἐν ζωῇ καὶ κατορθωμένου πιὰ ὑψηλοῦ ἀναστήματος στὴν ἱστορία τῆς γραμματείας μας. Πρόκειται γιὰ μιὰ ἐργασία ἀπαιτητικὴ καὶ κοπιώδης στὸν πλέον ὕψιστο βαθμό, τὴν ὁποία ὅμως φέρει σὲ πέρας κατὰ τρόπο ἄριστο.
Ἐξ αἰτίας τῆς ἀνάγκης νὰ μιλήσουμε γιὰ τὸ βιβλίο αὐτό, θὰ ἀναφερθοῦμε σὲ μερικὰ γενικὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ θέματος, δηλαδὴ γιὰ τὸ ποιὸς εἶναι ὁ ποιητὴς Γιῶργος Γεωργούσης καὶ πῶς τὸν βλέπει μὲ τὸ ἔγκριτο κριτικό του μάτι ὁ φιλόλογος μελετητής.
Ὁ Γιῶργος Γεωργούσης γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα τὸ 1940 καὶ πέθανε στὴν ἴδια πόλη τὸν Μάρτιο τοῦ 2017. Τὸ πατρικὸ χωριό του ἦταν τὸ Πολύδροσο ἤ Σουβάλα Παρνασσίδος, ἕνας τόπος ἰδιαίτερα ἀγαπητὸς καὶ στὸν ὁποῖο κατέφευγε συχνὰ γιὰ νὰ τονώσει τὸν ὀργανικό του δεσμὸ μὲ τὸ παρελθὸν καὶ τοὺς προγόνους. Σπούδασε γιατρὸς στὴν Γαλλία καὶ τὸ Λονδίνο καὶ ἐργάσθηκε ὡς καρδιολόγος στὸ Σισμανόγλειο Νοσοκομεῖο Ἀττικῆς. Εὐγενὴς καὶ προσηνὴς στὸν χαρακτήρα του, τιμοῦσε πλουσιοπάροχα καὶ ποικιλότροπα τὴν φιλία καὶ εἶχε ὑψηλὴ αἰσθητικὴ ἄποψη ἐπὶ λογοτεχνικῶν καὶ εἰκαστικῶν θεμάτων. Ξεχωριστὴ ἦταν ἡ ἀγάπη του γιὰ τὴ γλώσσα καὶ τὰ λειτουργικὰ προβλήματά της στὴν λογοτεχνία, ὅπως ἐπίσης καὶ ἡ προσήλωσή του στὴν καλλιτεχνικὴ τυπογραφία. Μὲ τὸν Γιῶργο Γεωργούση γνωριστήκαμε τὸ 1985, ὅταν κυκλοφόρησε ἡ τρίτη του ποιητικὴ συλλογὴ μὲ τὸν τίτλο Ξερολιθιές, γιὰ τὴν ὁποία καὶ εἶχα γράψει τότε ἕνα μικρὸ κείμενο στὸ περιοδικὸ Νέες Τομές. Θυμᾶμαι ὅτι μὲ κάλεσε στὸ σπίτι του τῆς ὁδοῦ Μαυρομματαίων γιὰ νὰ γνωρισθοῦμε ἀπὸ κοντὰ καὶ στὴ συνέχεια μοῦ προσέφερε δεῖπνο σὲ παρακείμενο ταβερνεῖο, ὅπου οἱ σερβιτόροι ἦταν ἰδιαίτερα περιποιητικοὶ μαζί του, φτάνοντας μέχρι τοῦ σημείου μάλιστα νὰ τοῦ δίνουν καὶ ἰατρικὲς συμβουλές. Ὅταν δηλαδὴ ἐκεῖνος παράγγελνε κάτι παραπάνω γιὰ νὰ μ᾽ εὐχαριστήσει, ἐπεμβαίναν ἀμέσως καί παραινετικά: ὄχι, ὄχι ἄλλο γιατρέ, εἶναι βράδυ… τοῦ λέγανε σκύβοντας στὸ αὐτί του. Καί, ὅταν ἀργότερα, εἶχα ἀρχίσει νὰ τοῦ ἐξομολογοῦμαι γιὰ τὰ δικά μου καρδιολογικὰ προβλήματα, ἐκεῖνος γιὰ νὰ μ᾽ ἐγκαρδιώσει μοῦ ἔδειχνε τὰ ἄφιλτρα κάμελ του καὶ μοῦ ἔλεγε χαμογελώντας: νά, ἔτσι ἐγὼ ἀντιμετωπίζω τὴ δική μου καρδιά.
Ὡστόσο, ὅσο πληθωρικὴ συναισθηματικότητα εἶχε κι ἐπιδείκνυε στὴν φιλικὴ συντροφιά, ἄλλο τόσο τὴν ἀφαιροῦσε ἀπὸ τὴν λογοτεχνικὴ δημιουργία του. Αὐτὴ ἦταν ἡ πρώτη μου ἐντύπωση, ὅταν τὸν πρωτοδιάβασα τὶς συλλογὲς Ἐπιστροφὲς καὶ Ξερολιθιές. Μιὰ γλώσσα τόσο στεγνὴ ἀπὸ συναισθηματικὴ πλησμονή, τόσο καθαρή, τόσο αὐστηρὴ κι ἐπίσημη. Ὅ,τι ἔλεγε ἀκριβῶς καὶ ὁ τίτλος: ξερολιθιές. Ξηρότητα μέχρι τοῦ σημείου τῆς ἐνδελεχοῦς ἀποκάθαρσης κάθε ὑποψίας ὑγρασίας. Γραμματολογικὰ ἀνῆκε στὴν β´ μεταπολεμικὴ γενιά, στὴν ὁποία περιλαμβάνονται οἱ ποιητὲς ποὺ γεννήθηκαν ἀπὸ τὸ 1929 μέχρι τὸ 1942, σύμφωνα μὲ τὴν χρονολογικὴ κατάταξη ποὺ υἱοθέτησε ὁ Ἀλέξανδρος Ἀργυρίου. Στὰ χρόνια ὅμως τῆς μαζικῆς λογοτεχνικῆς παραγωγῆς τῆς γενιᾶς του ὁ Γιῶργος Γεωργούσης ἦταν ἀπὼν μὲ ἀποτέλεσμα νὰ εἶναι ἄγνωστος στὸ πλατὺ ποιητικὸ κοινὸ καὶ μόνο μέσα στὰ χρόνια ποὺ εἶχε ἐπικρατήσει δημιουργικὰ ἡ γενιὰ τοῦ ᾽70 ἔδωσε κι ἐκεῖνος τὸ δημιουργικὸ παρὸν του μὲ μιὰ ἐκδοτικὴ πλημμυρίδα, μ᾽ ἕναν ἀκράτητο χείμαρρο συγγραφῆς ποιημάτων.
Ποιὰ ἦταν αὐτὴ ἡ ἐκδοτικὴ τερες﷽﷽﷽﷽﷽κδπλημμυρίδα; Μά, τὸ ἐν συνόλῳ ἔργο του, ἀποτελούμενο αἰσίως ἀπὸ 33 ποιητικὲς συλλογές, οἱ περισσότερες ἤ σχεδὸν ὅλες πλὴν τῆς πρώτης, τῆς Νυκτιλύκης ποὺ ἐκδόθηκε τὸ 1966, ἐκδόθηκαν ἀπὸ τὸ 1984 καὶ μετά, σχεδὸν κάθε ένα ἤ δύο χρόνια καὶ μία συλλογή, πλὴν ἑνὸς κενοῦ δέκα χρόνων ἀπὸ τὸ 1989 ἕως τὸ 1999, διάστημα κατὰ τὸ ὁποῖο δοκιμαζόταν στὴν μεταφραστικὴ διαδικασία ἤ ἄλλα ποιητικὰ σχήματα, χωρὶς νὰ ἔχει καταλήξει σὲ μιὰ βέβαιη ἐκδοτικὴ ἀποκρυστάλλωση. Σὲ λίγο καιρὸ ἀργότερα εἶδε τὸ φῶς τὸ Μοιρολόι γιὰ τὸ Ἰγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας τοῦ Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα (2002), ποὺ ἔμεινε καὶ ἡ μόνη μεταφραστική του ἀπόπειρα ἀπὸ ξένη γλώσσα καὶ ἦταν προϊὸν τῆς φανατικῆς του προσήλωσης στὸν κόσμο τῶν ταυρομαχιῶν καὶ τοῦ θαυμασμοῦ του γιὰ τὴν ἐντὸς καὶ ἐκτὸς ἀρένας φανταχτερὴ σύναξη τοῦ κόσμου.
Οἱ 33 ποιητικὲς συλλογὲς τοῦ Γιώργου Γεωργούση συνιστοῦν πάντοτε ἕνα σημαντικὸ γεγονὸς καὶ μποροῦν πλέον νὰ θεωρηθοῦν ὡς ἕνα ὁλοκληρωμένο καὶ περαιωμένο «ὅλον», ἂν μπορεῖ νὰ εἰπωθεῖ βέβαια ὅτι ὑπάρχει ἕνα πέρας στὴν ποίηση. Βρισκόμαστε δηλαδὴ τώρα μπροστὰ ὄχι μόνο στὴν ἀναγκαία, ἀλλὰ καὶ στὴν ἰδανικὴ συνθήκη γιὰ νὰ κοιτάξουμε ἀναδρομικὰ καὶ κάτω ἀπὸ τὸ βλέμμα μιᾶς διηθημένης συγκίνησης τὸ συσσωρευμένο ποιητικό του ἀποτέλεσμα.
Τὰ ὁλοστρόγγυλα 50 χρόνια δημιουργικῆς πορείας τοῦ ποιητῆ ἀπὸ τὸ 1966 τῆς Νυκτιλύκης μέχρι καὶ τὸ 2016 τῶν τεσσάρων μαζὶ συλλογῶν Πλευρικοὶ φανοί. 66 ἑλληνικὰ χάικου, Τὰ νέα Παλατινὰ ἐπιγράμματα Μνησίφιλου τοῦ γραμματικοῦ, Τὰ ποτάμια, καὶ Τὰ τετράστιχα τοῦ ξενώνα δείχνουν τὸ βάρος καὶ τὴ σημασία ἑνὸς ἔργου πολυπροσεγμένου, τὸ ὁποῖο διαπνέεται ἀπὸ ἕνα ἐνιαῖο ὕφος ἐκφορᾶς τοῦ λόγου μὲ αὐστηρότατη καὶ λιτότατη ὑφή. Σὲ ἕνα παλιότερο κείμενό μου μὲ τὸν τίτλο «Στὶς πηγὲς τῆς ποίησης τοῦ Γιώργου Γεωργούση» σημείωνα ὅτι στὰ ποιήματά του ἀναφαίνεται ὡς κύριο γνώρισμα «ἡ συνεχὴς προσπάθεια ἀποφυγῆς κάθε, ἀσύνειδης ἤ ὠθημένης ἐκ τῶν πραγμάτων, ἀπελευθέρωσης τῆς συγκίνησης. Ἡ τελευταία δὲν πρέπει ποτὲ νὰ γίνει πλεονασμὸς, οὔτε ἐξωτερικὸ δεδηλωμένο. Τὰ πάντα ὑπαινίσσονται ἀκροθιγῶς ἤ τεκμαίρονται μέσα ἀπὸ τὶς ραγισματιὲς τοῦ λόγου, συγκροτώντας μιὰ ἀκραιφνῶς ἐσωτερικὴ ὑπόθεση τοῦ ποιήματος, ἕνα ἐκ τῶν ἔνδον ἀπαύγασμα τοῦ ὑπὸ συντεταγμένη μορφὴν τιθασευμένου λόγου.»
Συμπληρωματικὰ γιὰ τὴν προσοχὴ ποὺ ἔδινε στὴν φόρμα καὶ τὴν γλώσσα τῶν ποιημάτων του, θὰ πρέπει νὰ τονίσουμε καί, ὅπως ἤδη προείπαμε, τὴν προσοχή του στὴν ἐκτυπωτικὴ διαδικασία. Ὅλα τὰ βιβλία του συνοδεύονται ἀπὸ τὴ μέγιστη δυνατὴ τυπογραφικὴ ἐπιμέλεια. Ἡ ποιότητα τοῦ χαρτιοῦ, ἡ διάταξη τῆς ὕλης, οἱ ξεχωριστὲς βινιέτες, ἡ ἄψογη βιβλιοδεσία σφραγίζονταν ὅλα καὶ μὲ τὸ δικό του προσωπικὸ ex libris, πλάι στὰ ὀνόματα τῶν ὀλίγων ἐκδοτῶν ποὺ πασχίζουν ἀκόμα γιὰ τὴν ἀρτιότητα καὶ τὴν ἐν γένει αἰσθητικὴ τοῦ βιβλίου. Ὅλα τὰ ποιητικά του τομίδια, λοιπόν, εἶναι προσηκόντως καλαίσθητες ἐκδόσεις, ποὺ θέλγουν μὲ τὴν εὐγένεια τῆς γραμμῆς των καὶ ὑποψιάζουν ὁμόλογα τὸν ἀναγνώστη.
Ἐντυπωσιακό γνώρισμα μέσα στὸ ἔργο τοῦ Γιώργου Γεωργούση εἶναι ἡ γλωσσικὴ εὐρωστία του, ποὺ εὐνοεῖ τὴν ἀκουστικὴ τῶν ἐσωτερικῶν δονήσεων. Ἔτσι μᾶς προσφέρει τὴ δυνατότητα νὰ ἐξετάσουμε ἐπανειλημμένως τὰ πλησιόχωρα καὶ ἀναπόσπαστα μὲ τὴν καθημερινότητά μας πράγματα μέσα ἀπό μακρινὲς διαδρομές.
Ἀνατρέχοντας στὶς πηγὲς τῆς ποίησής του σταματοῦσα παλιότερα σὲ δύο ἐνδιαφέρουσες καὶ ἀνυποχώρητα ἐπιμένουσες συνιστῶσες: Τὴν τοποθέτηση τῆς ὑπαρξιακῆς περιπέτειας τοῦ ἀνθρώπου μέσα στὴ φύση καὶ τὸν ἀνοιχτὸ ὁρίζοντα, καθὼς καὶ τὴν ἐγγενῆ εὐγένεια ποὺ δεοντολογικὰ ἐπικαλεῖται ἐμμέσως ἀπὸ τὸν δημιουργὸ γιὰ νὰ εἶναι ὁ εὐκταῖος κανόνας τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων. Σήμερα σταματάω καὶ σὲ μιὰ τρίτη: τὴν ἱστορία. Οἱ ἱστορικὲς γνώσεις τοῦ ποιητῆ ὑπεισέρχονται μέσα στὴν ποίησή του εἴτε ἄμεσα εἴτε ἔμμεσα γιὰ νὰ καταδείξουν τὸ μάταιο, ἀλλὰ καὶ τὸ προδιαγεγραμμένο ὑπὸ τῶν ἐγγενῶν παθῶν διάγραμμα τῆς ἀνθρώπινης πορείας.
Κατὰ τὸν ποιητὴ ἡ θέση τῆς ἀνθρώπινης ὀντότητας ταιριάζει στοὺς βιολογικοὺς ἁρμοὺς τοῦ ἁγνοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος, ὅπου ἑδράζεται ἡ ἔννοια τῆς πλατιᾶς ἐλευθερίας καὶ ἀναπτύσσονται οἱ σύμφυτοι δεσμοί μἐ τὸν ὀργανικὸ καὶ ἀνόργανο κόσμο. Γι’ αὐτὸ καὶ περιγράφει μὲ συναισθηματικὴ οἰκειότητα, ἀλλά καὶ προσεγμένες, ὡς πρὸς τὴ λεπτότητά τους, λυρικὲς ἐξάρσεις, τοὺς θρυλικοὺς αὐτοὺς τόπους τῆς φυσικῆς ἐγκαταβίωσης. Τὰ χρώματα ποὺ κυριαρχοῦν εἶναι συνήθως ἡ ὤχρα μὲ ξαφνικὲς διεμβολήσεις μιᾶς λευκῆς στιλπνότητας, ὥστε νὰ ἐνσαρκώνονται τὰ φευγαλέα ὄνειρα καὶ νὰ συσσαρκώνονται οἱ ἄπιαστες ὀνειροπολήσεις.
Οἱ φιλολογικὲς γνώσεις τοῦ Γιώργου Ἐ. Γεωργούση ἀναδεικνύονται πλούσιες, διαρκεῖς καὶ σταθεροὶ τροφοδότες μέσα στὴν ὅλη δημιουργική του πορεία. Παρεπόμενο τοῦ γεγονότος αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ τεκμήριο ἀξιοποίησής των εἶναι τὰ πολλαπλά του παιχνιδίσματα καὶ οἱ δεξιοτεχνίες στὴ σύνθεση τῶν ποιημάτων. Θαυμάσια ἔτσι ἀποδεικνύεται ἡ στροφή του κάποιες στιγμὲς πρὸς τὸν δεκαπεντασύλλαβο μὲ τὴν ἀνάμνηση ρυθμῶν καὶ τρόπων τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ, ἀλλά καὶ ἡ μεγάλη του εὐκολία νὰ συνοδοιπορήσει μὲ τὸν Ἀντρέα Κάλβο, πρὸς τιμὴν τοῦ ὁποίου διατηρεῖ καὶ τὴν ἰδιότυπη ὀρθογραφία ἤ νὰ ἐπανέλθει προσεκτικά στὸν πειρασμὸ τῶν χάικου, μὲ ὅλη τὴν ἄπω-ανατολίτικη χάρη ἤ καὶ τὴ χωνεμένη σοφία τοῦ ἀρχαιοελληνικοῦ ἐπιγράμματος. Ἡ πλατιὰ κοίτη τοῦ ποταμοῦ, ὅμως, τὸ ποίημα καὶ ἡ ποιητικὴ, περνᾶνε μέσα ἀπὸ τὴν σταθερὴ παράδοση τοῦ νεορεαλισμοῦ, μὲ τὴν ὑφὴ καὶ τὴν πνοὴ μιᾶς ἄφευκτης φιλοσοφικῆς ἐπεξεργασίας.
Αὐτὸς ἦταν καὶ εἶναι μὲσα σὲ λίγες γραμμὲς ὁ ποιητὴς Γιῶργος Γεωργούσης, ὅπως τὸν ἀντιλήφθηκα ἐγὼ μέσα στὶς τελευταῖες δεκαετίες τοῦ κοινοῦ μας βίου ἤ τουλάχιστον ἕνα μέρος τοῦ ἑαυτοῦ του, ὅπως ἐγὼ τὸν γνώρισα καλύτερα μέσα στὶς ὁμόλογες στιγμές μας. Μὲ τὸ ἀνὰ χείρας βιβλίο ποὺ τιμοῦμαι σήμερα εὐτύχησε νὰ ἔχει τὴν καλύτερη μεταχείριση ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπο καταρτισμένο ἄριστα τόσο ἐπιστημονικά, ὅσο καὶ συναισθηματικά. Ἕναν φιλόλογο συγγραφέα, δηλαδή τὸν Θεοδόση Πυλαρινό, ποὺ ἔχει ὅλες τὶς ἀπαραίτητες γνώσεις γιὰ τὴν ἀντιμετὠπιση τοῦ θέματος, ἀλλὰ καὶ τὴν πρακτικὴ ἐμπειρία νὰ τὸν διεξέλθει λεπτομερώς καὶ μὲ ὅλη τὴν οφειλόμενη πιστότητα. Ἕναν ἄνθρωπο ποὺ ξέρει νὰ τὸν διαβάσει καὶ νὰ μᾶς τὸν μεταδώσει χωρὶς καμία ἀπομείωση τῆς σημασίας του.
Πράγματι ὁ Θεοδόσης Πυλαρινός, δοκιμασμένος πλέον ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια στὴν συγγραφὴ μελετῶν αὐτοῦ τοῦ εἴδους, ἔσκυψε μὲ ὅλη τὴ δέουσα προσοχὴ πάνω στὸ ἔργο του, τὸ μελέτησε ἐξονυχιστικὰ ἀπὸ τὴν πρώτη μέχρι καὶ τὴν τελευταία συλλογή, τὸ συμπλήρωσε μὲ γενικὴ εἰσαγωγή, μὲ κατάλογο ἐργογραφίας καὶ βιβλιογραφίας καὶ ἀποτίμησε μὲ τὸν πλέον θετικὸ τρόπο τὴν διακριτική του διαδρομή. Εὔστοχος στὶς παρατηρήσεις του ἔδωσε τοὺς πλέον πρωτότυπους χαρακτηρισμούς, ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ τὴν ποιητικὴ ὕλη τοῦ ποιητῆ τῆς Ὀθόνης ὑγρῶν κρυστάλλων (γιὰ νὰ θυμηθοῦμε ἕναν διακριτὸ τίτλο ποιητικῆς συλλογῆς), δύο ἀπὸ τοὺς ὁποίους κρατῶ στὴ μνήμη μου. Δηλαδὴ ὅτι ὁ Γιῶργος Γεωργούσης πού, ἐνῶ φαίνεται ἀρχικὰ λόγῳ ἔργου καὶ ἐπιρροῶν ὡς ὄψιμος ἐκπρόσωπος τῆς πρῶτης μεταπολεμικῆς γενιᾶς, χωρὶς τελικὰ νὰ εἶναι, ἐνῶ ἀνήκει ὀργανικὰ στὴν δεύτερη μεταπολεμικὴ γενιά, χωρὶς ὅμως νὰ συμπαράγει μαζὶ μὲ τοὺς ποιητές της καί, ἐνῶ παράγει ὅλο σχεδὸν τὸ ἔργο του μαζὶ μὲ τὴ γενιὰ τοῦ ᾽70, τῆς ὁποίας εἶναι ξένος συνεπιβάτης καὶ δὲν συμμερίζεται τὸν μύθο τῆς ἀμφισβήτησης, μὲ τὸν τρόπο τουλάχιστον ποὺ οἱ ποιητὲς τῆς γενιᾶς αὐτῆς τὸν διακόνησαν, τελικὰ εἶναι ἕνας ποιητὴς ὑπερχρονικὰ ἐντεταγμένος, ἀνήκοντας στὴν πορεία τῶν μοναχικῶν ὁδοιπόρων, ὅπως ὁ Καβάφης καὶ ὁ Σεφέρης.
Ἡ ἄλλη του παρατήρηση, ποὺ κρατῶ, ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸν χαρακτηρισμὸ τοῦ ποιητικοῦ ἔργου τοῦ Γεωργούση ὡς μιᾶς ἀρραγοῦς ἑνότητας, ποὺ συνεχίζεται ὁμοιότροπα ἀπὸ συλλογὴ σὲ συλλογή, μὲ μοναδικὸ στόχο τὴν ἐπίλυση τοῦ ποιητικοῦ αἰνίγματος. Κρατώντας λοιπὸν στὰ χέρια μας τὸ βιβλίο Ὁ ποιητὴς Γιῶργος Γεωργούσης συμπεραίνουμε μὲ ὅλα αὐτὰ τὰ στοιχεῖα ποὺ ἐν ὀλίγοις ἀναφέραμε, ἀλλὰ καὶ τὰ ἄλλα ποὺ περιλαμβάνονται στὶς διακόσιες περίπου σελίδες τοῦ βιβλίου, ὅτι πρόκειται γιὰ ἕνα χρηστικότατο ἐργαλεῖο, ποὺ βοηθᾶ τὰ μέγιστα τὸν σημερινὸ καὶ αὐριανὸ μελετητὴ τῆς ποίησης τοῦ Γεωργούση, ἀλλὰ καὶ τὸν κάθε ἁπλὸ ἀναγνώστη στὴν προσέγγιση τῆς φυσιογνωμίας τοῦ ποιητῆ καὶ στὴν εὐκολότερη παρακολούθηση καὶ κατανόηση τοῦ ἔργου του.
Ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ ὁ πειρασμὸς τῆς ὑπενθύμισης τῆς ποιητικῆς φωνῆς τοῦ τιμώμενου μὲ δυὸ ποιήματά του, ποὺ τὸν καθρεφτίζουν δραματικά:
Φθινοπώριασε πιά.
Σουρουπώνει νωρὶς στὶς λέξεις
ποὺ κάποτε τὶς φώτιζα.
Σὰν καὶ τοὺς φίλους,
Μιὰ-μιὰ λιγοστεύουν οἱ λέξεις μου
-σώθηκε τὸ λαδάκι τους·
κι οὔτε νὰ θυμηθῶ, οὔτε ν’ ἀποστηθίσω
μὴ καὶ μὲ μαρτυρήσουν.
Οἱ λέξεις, ὅταν σωπαίνουν εἶναι προσευχή,
Κι ὅταν μιλήσουν, ἄρνηση.
Γρηγορεῖτε, οἱ ἀθωωμένοι σωσίες.
Γιὰ ἕνα φιλότιμο κι ὁ θάνατος παλεύει. […]
(«Ὀθόνη ὑγρῶν κρυστάλλων»/Τὰ Χρησιδάνεια)
Καὶ τὸ ἄλλο:
Ὅ,τι ἔβλεπε ὁ κῆπος, τὸ ’δειχνε τῆς πηγῆς·
ὅ,τι ἄγγιζε ἡ πηγὴ, τὸ ’δινε τῶν πουλιῶν·
ὅ,τι ἔπαιρναν τὰ πουλιὰ, τὸ ’λεγαν τοῦ ἀνέμου.
Κι ἔτσι γραμμὴ ὡς πέρα·
ὥσπου νὰ φυσήξει πάλι ὁ ἄνεμος,
διπλασιάζοντας τὴν ἠχὼ
ἀπὸ ἄλλα πουλιὰ, ἀπὸ ἄλλες πηγὲς.
Καὶ νὰ ’σουν, λέει, ἐσὺ
ὁ κῆπος ἀξεδίψαστος κι ὁ κῆπος διψασμένος.
Ὦ ἀλληγορίες τῶν ποιητῶν
ποὺ κλείνετε γυρνώντας στὸ ἴδιο σημεῖο,
κι ὧ ποίηση, δὲν εἶναι τόσο μὲ τὴν ἐλπίδα
ποὺ μὲ νανουρίζεις, ὅσο μὲ τὴν συχώρεση.
(«Ἀσκήσεις Τοπογραφίας»/Ars Poetica)