Τα μάτια του είναι καρφωμένα στο ταβάνι και μένουν απλανή. Λεπτομέρειες του τοίχου εγγράφονται χωρίς καμία σημασία σε κάποιο απροσδιόριστο σημείο του εγκεφάλου του. Η κάψα του αυγουστιάτικου μεσημεριού καίει τα σεντόνια και τα σίδερα του κρεβατιού. Ανοίγει και κλείνει τα πόδια του ασυναίσθητα, μαζεύει και τεντώνει τα γόνατά του. Γυρίζει, στριφογυρίζει, απλώνεται όσο πιο ανάλαφρα μπορεί. Ο ανεμιστήρας μουγκρίζει σαν έλικας αεροπλάνου.
Εκείνη έχει γυρίσει προς το μέρος του δικού της τοίχου με διπλωμένη την εφημερίδα στα χέρια της και διαβάζει ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται ότι κάνει. Ακούγεται ανεπαίσθητα η χαμηλή αναπνοή της. Από την πλάτη της προβάλλει γυμνός ο αριστερός της ώμος. Η λευκότητά του φωτίζει το μόλις σκιερό δωμάτιο. Τα μάτια του επικεντρώνονται σθεναρά στο αλατόμητο μάρμαρο της ωμοπλάτης της. Θαυμάζει τις λείες γραμμές με τις αισθητές κατωφέρειες. Στήνει το αυτί του πιο προσεκτικά: αναπνέει ήσυχα. Τάχα κοιμήθηκε; Διαβάζει ακόμα;
Τα χέρια του τεντώνονται, προσπαθώντας να πιάσει κάτι αόρατο ή ίσως αδιαμόρφωτο ακόμα σε ύλη. Η ιδέα της φλόγας μπαινοβγαίνει στο μυαλό του. Φλόγα σαν καλοκαιρινή θέρμη και φλόγα σαν ερωτική δίψα. Οι δύο εκδοχές αντιπαλεύουν η μια την άλλη μέσα του. Θέλει να την αγγίξει. Διστάζει, ενώ διεγείρεται. Το δεξί του χέρι αιωρείται για λίγο πάνω από το περίγραμμα του κορμιού της. Χαϊδεύει την αθέατη αύρα της με τον τρόπο που μόνο αυτός ξέρει και μπορεί να την βρει. Ύστερα χωρίς να το καταλάβει το χέρι του κατεβαίνει σιγά σιγά προς την κοιλιά του για να ανεβεί ξανά και να ξανακατεβεί. Είναι ένα απείθαρχο και αυτόνομο χέρι που πιθανόν υπακούει σε άλλα κέντρα εκπόρευσης εντολών. Οι καρποί του ιδρώνουν. Τρίβεται αμήχανα. Συμμαζεύεται. Θέλει να περάσει από την άλλη άκρη του κρεβατιού και να τη δει από μπροστά. Να κρεμαστεί στα μάτια της. Διστάζει. Ο φόβος να μην την ανησυχήσει και να μην την ξυπνήσει, εάν τυχόν κοιμάται, του το αποτρέπει. Χώνεται πιο βαθιά στη δική του λακκούβα του στρώματος.Του έρχεται στο μυαλό ο παράξενος και μακρύς τίτλος ενός παλιού μυθιστορήματος πού λέει «Στη μέση του κρεβατιού το ποτάμι είναι βαθύ». Ποιος να το είχε γράψει; Θα πρέπει να προστρέξει στο διαδίκτυο, αναλογίζεται αόριστα, παρά να ψάξει και να βρει το ίδιο το βιβλίο στη βιβλιοθήκη του.
Γυρίζει ολόκληρος στο δεξιό του πλευρό. Ο ώμος της λαμποκοπάει τρελά. Το αριστερό του χέρι διπλώνεται ανάμεσα στα πόδια του. Μα τι τον εμποδίζει επιτέλους; Το ακατάλληλον της στιγμής; Και πότε οι στιγμές είναι κατάλληλες ή ακατάλληλες; Οι φλόγες μέσα του μεγαλώνουν. Ο αριστερός της ώμος γίνεται ένας αποτρελαμένος φώσφορος. Μάζεψε όλο το κουράγιο από μέσα του και αναστέναξε με την ηχητική εκδοχή του πάθους. Ακούστηκε; Καμία αντίδραση. Και τότε αποφάσισε να την καλέσει όχι με το συμβατικό της όνομα, αλλά με το ιδιαίτερο που ξέραν μόνον αυτοί οι δύο, εκείνο που χρησιμοποιούσε στις πιο βαθιές ερωτικές τους συναπαντήσεις, όταν την καλούσε περιπαθώς κι εκείνη με τον ίδιο μυστικό και μυστικιστικό της τρόπο ανταποκρινόταν.
Καθάρισε τη φωνή του από τυχόν άμουσες χασμωδίες και βραχνάδες και ψιθύρισε όσο πιο τρυφερά μπορούσε:
«Τελέσιλλα!»
Αντί για απάντηση πήρε ένα ανερμήνευτο κούνημα του κεφαλιού της. Τι να εννοούσε; Μήπως «εδώ είμαι» ή «μη μ᾽ ενοχλείς»; Άπλωσε θαρρετά το χέρι του πάνω της και αυτή τη φορά την ακούμπησε μ᾽ ένα τρεμάμενο διστακτικό χάδι.
«Τελέσιλλα!»
Η αντίδρασή της ήταν αποκαρδιωτική. Συμμαζεύτηκε κι άλλο στο πλευρό της και ξεφώνισε με αληθινή απόγνωση:
«Πω, πω, καις.»
Έμεινε ακούνητος και εμβρόντητος. Ποιανού το δίκιο, σκέφθηκε, ήταν ισχυρότερο; Ή, μάλλον, όχι ισχυρότερο, ηθικότερο; Πήρε ξαφνικά θάρρος και, ξαναγυρίζοντας προς το μέρος της, την έψαυσε απαλά με τ᾽ ακροδάχτυλά του.
«Τελέσιλλα! Έλα να καούμε μαζί. Σε θέλω κι έλα να νικήσουμε το καυτό μεσημέρι με τη δική μας μεγαλύτερη κάψα.»
Η φωνή της ξαναβγήκε αδύναμη και παρακαλεστική:
«Νυστάζω, νυστάζω σε παρακαλώ, το βράδυ…»
Μαζεύτηκε χωρίς να πει τίποτα και προσπάθησε να μην κάνει περιττή φασαρία. Ανασηκώθηκε από το κρεβάτι και κοίταξε έξω από το παράθυρο, ανασηκώνοντας την κουρτίνα. Ο κόσμος εξουθενωμένος από το πυρωμένο μεσημέρι απλωνόταν σαν ένα σώμα ανυπόληπτου νεκρού. Σηκώθηκε τελικά με ένα χλωμό ίχνος θυμού μέσα του και κατευθύνθηκε προς τον ανεμιστήρα. Έδινε την εντύπωση πως πήγαινε καρφί για να τον γρονθοκοπήσει. Λίγο πριν φτάσει,όμως,άλλαξε κατεύθυνση. Έστριψε το βλέμμα προς το γραφείο του, όπου πήγε και άνοιξε τον υπολογιστή του. Μόλις εμφανίστηκε η σελίδα Google έγραψε στην αναζήτηση: «Στην μέση του κρεβατιού το ποτάμι είναι βαθύ». Στο δευτερόλεπτο η απορία, που είχε δημιουργηθεί από την εξασθένιση της μνήμης του, είχε λυθεί. Για την ολοκλήρωση του βιβλίου είχαν συνδράμει δύο συγγραφείς, η Evelyne και ο Claude Gutman. Πού να τους θυμόταν ύστερα από την πάροδο είκοσι ετών, από την θαυμαστή στιγμή που τους είχε πρωτοδιαβάσει; Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Τώρα του μπήκε στο μυαλό ότι μαζί με την φυσιολογική φθορά της μνήμης θα πρέπει να μάθει επιπροσθέτως να ξεχνάει και πολλά άλλα πράγματα. Επειδή το γήρας, όταν ξεκινάει μακρόθεν για να έλθει, στέλνει ως προπομπούς τις πολλές παραιτήσεις, με τις οποίες πρέπει να συμφιλιωθείς.