Είχα φιλίες σχεδόν με τους περισσότερους ποιητές της γενιάς του ’70 και με πολλούς άλλους από τις προηγούμενες και τις επόμενες γενιές. Με κάποιους από αυτούς η φιλία μας είχε επεκταθεί και σε στενή οικογενειακή σχέση. Σ’ αυτήν τη δεύτερη περίπτωση θα επικεντρωθώ εδώ. Η λογοτεχνική μου ζωή ξεκινάει πάντοτε με τη φιλία του ποιητή Γιώργου Μαρκόπουλου.
Έχω δώσει συγκεκριμένα στοιχεία για τη σχέση μας αυτή σε πολλά άλλα κείμενα κι εδώ δεν έχω να προσθέσω κάτι περισσότερο, παρά να υπογραμμίσω ίσως κάποιες ιδιαίτερες πτυχές. Με τον Γιώργο, που εργασθήκαμε μαζί σε μια βιομηχανική εταιρεία και βγαίναμε οι δυο μας για εξωτερικές δουλειές σε Τράπεζες και πελάτες, πάντα βρίσκαμε χρόνο για να περνάμε από γραφεία εκδοτικών οίκων, βιβλιοπωλεία και άλλα στέκια, όπου σύχναζαν λογοτέχνες και άλλοι αξιόλογοι άνθρωποι των τεχνών. Έτσι γνώρισα τον Γιάννη Κοντό στον «Κέδρο», τον Δημήτρη Δούκαρη στις «Τομές», τον Μιχάλη Γκανά στη «Δωδώνη», τον Μανόλη Πρατικάκη στον «Άκμονα», τον Δημήτρη Παπαχρήστο στην Τράπεζα της Ελλάδος κλπ. Επίσης στις νυχτερινές εξορμήσεις μας στα μπαρ «Decadence», «Au revoir» και «Intime» με πλήθος γνωριμιών, πρόσκαιρων και διαχρονικών. Ωστόσο τον Γιώργο τον θυμάμαι περισσότερο για τις ιδιαίτερες κι εξομολογητικές συζητήσεις μας στο γραφείο της εργασίας μας ή στα σπίτια μας το απόγευμα, πίνοντας πάντα διπλούς ελληνικούς καφέδες. Μαζί του ξεκίνησα και τη γνωριμία με ζωγράφους, αρχίζοντας από τον Γιώργο Πανουτσόπουλο της οδού Γκιλφόρδου. Ο γενναιόδωρος Πανουτσό (πάντα κουτσουρεμένο τ’ όνομά του στις συζητήσεις μας) μου χάρισε δύο εξώφυλλα βιβλίων για την πρώτη και δεύτερη έκδοση της συλλογής «Μεταλλαγή στο απροσδόκητο» (1982,1984) και αμέτρητους άλλους πίνακες, από μεταξοτυπίες μέχρι ακουαρέλες και λάδια. Ήταν υπερήφανος για τις ακουαρέλες του και δεν μπορούσα να τον φρενάρω όταν έλεγε: «Ο Μπαχαριάν κι εγώ, δεν υπάρχει άλλος στην Ελλάδα στο υδρόχρωμα».
Ο Γιώργος Μαρκόπουλος πολύ συχνά μου έφερνε νέα στο γραφείο: «Τα «τραμάκια» κυκλοφορούν μία ωραία μεταξοτυπία του Σικελιώτη με 500 δραχμές. Θα πάρω. Θέλεις να σου φέρω κι εσένα μία;» Μου έφερνε και μάλιστα προσαρμοσμένη σε ευρύχωρο πασπαρτού κι έτοιμη για κορνίζωμα. Άλλη μέρα: «Στη γκαλερί (ξέχασα το όνομά της πια) είδα μια μεγάλη ζωγραφιά του Φασιανού με δύο ποδηλάτες να συναντιούνται και να δίνουν τα χέρια πάνω στα ποδήλατά τους. Σε λίγα αριθμημένα αντίτυπα. Θα πάρω. Θέλεις;» Ήθελα. Ο Πανουτσό, όταν έβλεπε τον Γιώργο να κυκλοφορεί με ρολά πασπαρτού στη μασχάλη του, φώναζε: «Κοιτάχτε τον Γιώργο. Πάλι φτιάχνει πίνακες για τον Ηλία». Κάποια πρωινά κουτσοπίναμε στο ποτοποιείο του Φινόπουλου, στην οδό Αθηνάς. Όταν ο Γιώργος έφτιαχνε «κεφάλι» μ’ έσπρωχνε να φύγουμε. «Πάμε να κλέψουμε κανένα βιβλίο τώρα». Και πηγαίναμε. Πρώτα στον Κοντό, όπου ο Γιώργος παρακαλούσε: «Δώσε μου ένα βιβλίο, ρε». «Δεν έχω», απαντούσε ο Κοντός, «δεν μπορώ, θα με κατσαδιάσουν». Ο Γιώργος επέμενε: «Δώσε, δώσε, δεν φεύγω».
Κι ο Κοντός του έδινε για να τον ξεφορτωθεί εκείνο που κρατούσε στα χέρια του και διάβαζε. Στη συνέχεια πηγαίναμε στις εκδόσεις «Αιγόκερως» του Γιάννη Σολδάτου. Ο Γιάννης ήταν απλόχερος. Έδινε και στους δυο μας. Πολλές φορές έλεγε: «πάτε στον πάγκο και πάρτε όσα σας αρέσουν». Γεμίζαμε τα σακίδιά μας. Μια μέρα ο Γιάννης μου τηλεφώνησε στο σπίτι για να μου πει το κωμικό: «Αν εκεί που παίρνατε βιβλία, πήρατε και τον τηλεφωνικό κατάλογο, θέλω να μου τον φέρετε πίσω. Είναι εργαλείο». Τι μέρες.
Πηγαίνοντας με τον Γιώργο Μαρκόπουλο στα γραφεία του περιοδικού «Τομές» γνώρισα τον ποιητή Δημήτρη Δούκαρη, εκδότη και διευθυντή του περιοδικού. Ήταν ένας ευχάριστος άνθρωπος, που άλλοτε σου ανοιγόταν με τρανταχτά γέλια και άλλοτε ξαφνικά κλεινόταν μέσα σε μυστηριώδεις σιωπές. Στην αρχή της γνωριμίας μας ήμουνα πολύ προσεχτικός στις επισκέψεις μου, για να μη φανώ ενοχλητικός. Σιγά σιγά έσπασε ο πάγος και η αμηχανία και η φιλία μας ζεστάθηκε φανερά.
Ο Δούκαρης άρχισε να μου διηγείται πολλά επώδυνα περιστατικά από τη ζωή του. Οι περιπέτειες του βίου του άρχιζαν από τη γέννηση και την άνδρωσή του στη Νέα Ιωνία, περνούσαν έπειτα στην ποιητική του ανέλιξη και την ιδεολογική του πάλη με το Κόμμα και την εξουσία της εποχής ή στο ποιητικό του σπάραγμα με την υπόθεση Πλουμπίδη, τις φυλακίσεις και τα ξερονήσια και, τέλος, έφταναν στον μεγάλο μαραθώνιο της φυγής του στην Αφρική, εκεί όπου τα κράτη το ένα μετά το άλλο αρνούνταν να τον δεχθούν με σκληρή και ακατανόητη απαίτηση της Ελλάδας. Τι άνθρωποι είναι αυτοί που φοβούνται έναν ποιητή; Τι μπορεί να τους κάνει; Ή απλώς τον εκδικούνται γι’ αυτά που πιστεύει;
Ο Δούκαρης μου γνώρισε τους περισσότερους λογοτέχνες που ζούσαν και δημιουργούσαν στη δεκαετία του ’80. Ήμασταν ένα καλό δίδυμο, κάποτε και τρίδυμο, όταν μας ακολουθούσε και ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, κι επισκεπτόμασταν πολλά σπίτια λογοτεχνών στην Αθήνα. Λίγες φορές πήγαμε μεσημέρι στο μπαρ intime της πλατείας Βικτωρίας, όπου ο ποιητής του «Πέτρινου Προσώπου» και των «Αποδημιών» προτιμούσε να πίνει μόνο λικέρ κι ύστερα να πηγαίνουμε μαζί στο σπίτι του για να «συμφάγουμε», όπως έλεγε, τη φτιαγμένη από τα χέρια του μακαρονάδα. Ένα πιάτο έμενε στην άκρη και περίμενε την κυρία Νομική, τη σύζυγο του Δούκαρη, που ερχόταν πάντα κάπως αργά από το Υπουργείο Γεωργίας.
Η καθημερινή ζωή του Δημήτρη Δούκαρη ήταν χαμένη μέσα στο άγχος. Το περιοδικό μετά το 1978-9 φυτοζωούσε. Δεν μπορούσε να πληρώσει εύκολα τα τιμολόγια του χαρτιού και της εκτύπωσης κι έπρεπε να κοπιάζει πολύ γι’ αυτό. Πολλά βιβλιοπωλεία, αν και πωλούσαν κάποια τεύχη, δεν τον πλήρωναν. Το ξέρω, επειδή συχνά πήγαινα ο ίδιος για να εισπράξω τις οφειλές. Αναγκάστηκε να κάνει υποχωρήσεις στην ποιότητα κάποιων συνεργατών για τη διάσωση του περιοδικού. Τέτοιες υποχωρήσεις όμως δεν είχε κάνει ποτέ στην ποίησή του, που τη διαφύλαξε σαν κόρη οφθαλμού. Εξέδιδε μόνος του τα βιβλία του. Σ’ αυτή την προσπάθεια ενέταξε κι εμένα, στεγάζοντας την πρώτη συλλογή μου «Τα μαστίγια» (1980) στις «Εκδόσεις Τομές». Αλλά δεν σταμάτησε εκεί. Δεν ήθελε να με βλέπει μόνο ως ποιητή. Μου ανέθεσε το βαρύ έργο της κριτικής βιβλίου. Δίσταζα. Είχα ένα σωρό ενδοιασμούς. «Μα, λέτε, ότι θα τα καταφέρω;» ρωτούσα. «Θα φανεί», ήταν η απάντησή του. Και μάλλον φάνηκε, έπειτα από λίγο καιρό. Για κάποια κριτικά μου κείμενα, που έγραψα στη συνέχεια, είμαι και σήμερα πολύ ικανοποιημένος. Ωστόσο αυτό δεν αναιρεί την πεποίθησή μου ότι εν τέλει είμαι μόνο ποιητής. Θυμάμαι ότι όταν κάποιος αναρωτήθηκε για μένα, λέγοντάς του «μα ποιος είναι αυτός ο άγνωστος που γράφει κριτικές», εκείνος δεν δίστασε να με προβάλει στην ειδική στήλη του περιοδικού με τίτλο «Πρόσωπα και Κείμενα», λέγοντας πικαρισμένος «έτσι, για να σε μάθουν όσοι δεν σε ξέρουν».
Ήλθε όμως ένα πικρό πρωινό στις αρχές Απριλίου του 1982, όταν ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου μου τηλεφώνησε για να μου πει το ξαφνικό: «Ηλία πέθανε ο Δούκαρης τη νύχτα από ανακοπή. Η κ. Νομική θέλει να πάμε σπίτι». Έφυγα από τη δουλειά μου και προσέτρεξα με τον Βαγγέλη στο σπίτι του. Πως να παρηγορήσεις μια θλιμμένη γυναίκα, όταν εσύ ο ίδιος δεν μπορείς να παρηγορήσεις τον εαυτό σου για την απροσδόκητη απώλεια; Πίνοντας καφέ στον γραφείο του Δούκαρη, πήγα και κάθισα στην καρέκλα του. Ξεφύλλισα το επιτραπέζιο ημερολόγιό του και στο φύλλο της ημέρας διάβασα γραμμένη μια υπενθύμισή του: «Να τηλεφωνήσω στον Βαρβέρη». Το είπα αμέσως στον Γιάννη. «Είσαι ο τελευταίος μάλλον που είχε στο μυαλό του ο αποθανών ποιητής». Ο Γιάννης συγκινήθηκε. «Αν καταφέρω να το γράψω ποίημα», μου είπε, θα είναι θαυμάσιο». Μάλλον δεν το έγραψε.
Στην κηδεία θυμάμαι τον ευεργετημένο από τον Δούκαρη ποιητή Τάκη Αντωνίου (του είχε γράψει ολόκληρο ποίημα με ονομαστικές αναφορές σ’ αυτόν μέσα στους στίχους του) ζήτησε ενώπιόν μας από το γραφείο κηδειών να γίνει μια ευπρόσωπη κηδεία.
Η Νομική φοβήθηκε τα τυχόν υψηλά έξοδα και θέλησε να συγκρατηθεί: Ο Αντωνίου, όμως, έβγαλε την κάρτα του και την έδωσε στον αρμόδιο του γραφείου, αναλαμβάνοντας την τακτοποίηση του όλου ζητήματος. Στο νεκροταφείο, την ώρα της ταφής, μείναμε τελευταίοι πάνω από τον ανοιχτό τάφο οι Βαγγέλης Κάσσος, Κώστας Μαυρουδής, Γιάννης Βαρβέρης κι εγώ. Ο νεκροθάφτης που τακτοποιούσε το φέρετρο μέσα στον τάφο, γύρισε τα μάτια του επάνω μας και ρώτησε: «Ζωγράφος είναι ο κύριος;» Κι ο Βαρβέρης: «Τώρα είναι ό,τι θέλεις, εκτός από κύριος».
Από τον κύκλο του Δούκαρη γνώρισα τον Βαγγέλη Κάσσο, νέο ποιητή τότε, με την πρώτη του συλλογή «Μικρές δορκάδες» (1979), στεγασμένη κι αυτή στις «Τομές». Θεσσαλός συμπατριώτης κι αυτός, γεννημένος στην Καρδίτσα, έμελλε να γίνει ένας ακριβός και αδιαχώριστος φίλος, καθώς μαζί συμβαδίσαμε για πολλά χρόνια με λογοτεχνικές συνεργασίες και αδιάκοπη καθημερινή επικοινωνία. Ήταν σαν δίδυμος αδελφός μου και όλοι οι φίλοι στη λογοτεχνία δεν μπορούσαν να διανοηθούν τον έναν χωρίς την ταυτόχρονη παρουσία του άλλου. Όποιος μ’ έβλεπε στον δρόμο, ρωτούσε ασυναίσθητα: «πού είναι ο Βαγγέλης;» Η καθημερινή μας συντροφιά και συνεργασία έφτανε μέχρι τις κοινές διακοπές και τις εκδρομές στο βουνό και τη θάλασσα ή τις περιηγήσεις σε αρχαιολογικούς χώρους. Μαζί σκεφτήκαμε και αναπτύξαμε τη «θεωρία» του ιδιωτικού οράματος στην ποίηση, επικεντρωμένη στη «γενιά» του ’80. Δεν ήταν τίποτε παραπάνω παρά εφαρμογές ιστορικής και λογοτεχνικής παιδείας και, περισσότερο, παιχνίδια με τις λέξεις και τις ιδέες για χάρη και διάδοση της ποίησης.
Ο Κάσσος είναι μια σοβαρή περίπτωση στη σύγχρονη γραμματεία μας. Μετά την απομάκρυνσή μου από την Αθήνα και την αναπόφευκτα αραιότερη επικοινωνία μας τον παρακολουθώ από μακριά και μ’ ένα πολύ διακριτικό τρόπο. Ο ποιητής της «πείρας του θανάτου» είναι πλέον ένας έγκλειστος διανοούμενος και η εργασία που επιτελεί στον ποιητικό στίβο, στο δοκίμιο, τη μετάφραση ή τις πολιτικές και κοινωνιολογικές αναλύσεις του αναδεικνύει το υψηλό επίπεδο του μορφωτικού του επιπέδου, των διαλογισμών και των εμπνεύσεών του. Επέλεξε συνειδητά να είναι στο παρασκήνιο και όχι στο προσκήνιο κι αυτό το συμπεραίνω από τον μεγάλο αριθμό των κοινών φίλων που με ρωτούν αγωνιωδώς για το «τι κάνει ο Βαγγέλης και γιατί δεν φαίνεται πουθενά». Ωστόσο ο καθένας πορεύεται τον δρόμο του και κανείς δεν μπορεί, όσο κι αν συμπορεύεται κι αυτός σε διπλανό παράδρομο, να αντιληφθεί τα σκοτάδια που διασχίζει ο κάθε άνθρωπος και με ποιον τρόπο κτίζει την παρουσία του στον βίο.
Κάθε φορά, τόσα χρόνια τώρα, όταν φοράω το πρωί το ρολόι μου θυμάμαι και μονολογώ την αρχή του καταπληκτικού ποιήματός του για το ρολόι: «Από το χέρι του νεκρού / πρέπει να βγαίνει το ρολόι…» Αλλά και όλη η ποίηση του Κάσσου είναι μια περιπλάνηση διαρκής αρχίζοντας μέσα από τα τοπία της ακμάζουσας ζωής και φθάνοντας στα στατικά τοπία του θανάτου. Οι θεματικοί του άξονες περιτρέχουν την αρχαιοελληνική γραμματεία και την ευρωπαϊκή φιλοσοφία, αγγίζοντας τη σύγχρονη πολιτική επιστήμη και την ανθρώπινη ψυχολογία. Αναβιώσεις παραμυθιών, παρεμβολές παραβολών και διαδοχικές απελπισίες που επιπολάζουν στον ανθρώπινο βίο σε οδηγούν μέσω της ποίησης του Κάσσου στη διαρκή υγρασία της περιπλάνησης μέσα στις ανώσεις των βουρκωμένων χωμάτων, με τα οποία συνδέεται αμιγώς η αγροτική και η αστική ζωή. Με τον Βαγγέλη αγγίξαμε μάλλον την κορύφωση της πραγματικής φιλίας, υποστηρίζοντας ο ένας τον άλλον αδιαλείπτως και πάντα με αυτό το υψηλό προνόμιο της τιμητικής συνύπαρξης. Θέλω να πω απλώς ότι η φιλία και η συνεργασία μας τελούσαν πάντα εν μέσω απαράγραπτων ποιοτικών επιπέδων, χωρίς τον κίνδυνο να προδοθεί η λογοτεχνική ταυτότητα του καθενός από τον άλλον. Θυμάμαι μια φορά που μας είχε καλέσει ο Φίλιππος Βλάχος στο σπίτι του στην Πλάκα για να μαγνητοφωνήσει κάποιες απαγγελίες μας για τη λογοτεχνική εκπομπή που είχε στο ραδιόφωνο.
Προηγήθηκα εγώ, διαβάζοντας καμιά δεκαπενταριά ποιήματά μου για μία εκπομπή. Όταν ακολούθησε ο Βαγγέλης με τη βαριά, μπάσα και αράγιστη φωνή του ο Φίλιππος εκστασιάστηκε. Τον παρακάλεσε να διαβάζει συνεχώς από όλα τα βιβλία του, ώστε να έχει υλικό για 3-4 εκπομπές.
Βγαίνοντας τα βράδια με τον Βαγγέλη Κάσσο και τον Γιώργο Μαρκόπουλο γνώρισα στο μπαρ «Intime» τον ποιητή, κριτικό και μεταφραστή Γιώργο Καραβασίλη. Ο Καραβασίλης είχε μια παιδική ψυχή. Αν και ποικιλότροπος εμψυχωτής του άστεως, η ποίησή του ταξίδευε στα πληθωρικά τοπία του ανοιχτού ορίζοντα και υμνούσε τα γυμνόποδα κορίτσια των αγρών. Θιασώτης του ωραίου φύλλου και του καλού ποτού, απρόβλεπτος συχνά στη συμπεριφορά του, ευγενής εκ πεποιθήσεως και οικογενειακής αγωγής, ευμετάβολος και, ωστόσο, πάντα ξεχώριζε ως φανατικός υπηρέτης της ποιητικής μούσας. «Την ποίηση δεν πρέπει ποτέ να την εγκαταλείπεις, ούτε για να πας στην τουαλέτα», έλεγε.
Ερχόταν συχνά στο σπίτι μου, πότε μόνος του και πότε με τη γυναίκα του Μαρία και δεν έφευγε ποτέ, αν δεν τελείωνε πρώτα το μπουκάλι με το ουίσκι. Ωστόσο οι πιο συχνές συναντήσεις μας ελάμβαναν χώρα στα μπαρ, όπου έστεκε πάντα όρθιος με το ποτήρι στο χέρι και σιγοπερπατούσε ανάμεσα από τον πάγκο του μπάρμαν και την πόρτα. Μίλαγε με όλον τον κόσμο καλοδιάθετα. Όταν υπέκυπτε στην προοδευτική επήρεια του ποτού, τότε έπρεπε να του κάνουμε όλοι τα χατίρια του. Θυμάμαι μια φορά που στο μπαρ έπαιζε στο πικάπ ένας δίσκος των Κορώνη-Φίλανδρου και τον είχαμε βαρεθεί όλοι, περιμένοντας να τελειώσει και να απαλλαγούμε από αυτόν. Όταν τέλειωσε η μία πλευρά του δίσκου ο Καραβασίλης ξεπετάχθηκε αίφνης μέσα από το βύθος των φαντασιακών περιπλανήσεών του, ξαναμπήκε στην πραγματικότητα και απαίτησε εμφατικά: «Μήτσο, βάλε τον δίσκο τούμπα». Δεν τόλμησε κανένας να του εναντιωθεί.
Μια άλλη φορά, σε μια χειμωνιάτικη λογοτεχνική σύναξη στο σπίτι μου, όπου είχαμε μαζευτεί περισσότερα από τριάντα άτομα και γινόταν μεγάλη οχλαγωγία με τα πολλά πηγαδάκια και τις ιδιαίτερες συνομιλίες κάθε ομάδας, ο Γιώργος σηκώθηκε πάλι από την ανυπαρξία και, τρίβοντας τα χέρια του φώναξε με τη βροντερή φωνή του: «Αχ, αχ, πότε θα έλθει η μέρα που θα ανοίξω το στόμα μου και θα τα πω όλα». Επικράτησε αμέσως απόλυτη σιωπή και όλοι τον κοίταξαν. Ο Γιώργος συνέχισε: «Και γιατί να μην τα πω τώρα; Τώρα θα τα πω όλα κι όποιον πάρει ο Χάρος». Νεκρική σιγή, ακινησία και αδημονία. Κουνιούνταν μόνο οι καπνοί των τσιγάρων. Ο Γιώργος έμεινε λίγο σιωπηλός, κοίταξε την ομήγυρη κι έδωσε τέλος στο συμβάν: «Αλλά, άσε, μιαν άλλη φορά» και κάθισε πάλι αφοσιωμένος στο ποτήρι του.
Ήταν συνεργάτης πολλών εφημερίδων, όπου δημοσίευε κριτικές βιβλίων. Όλες οι σχέσεις αυτές όμως ήταν βραχύβιες. Ο ίδιος έλεγε: «Σε όποια εφημερίδα πάω, μετά από λίγο κλείνει». Ο Γιώργος έσβησε άδοξα τον Απρίλιο του 2004 στην ακμάζουσα ηλικία των 55 χρονών.
Στον Δούκαρη γνώρισα για πρώτη φορά τον ποιητή Χρίστο Ρουμελιωτάκη, που μου ήταν ήδη γνωστός από την αφιέρωση σ’ αυτόν του περίφημου ποιήματος του Μιχάλη Κατσαρού «Μπαλάντα στους ποιητές που πέθαναν νέοι» στο περιοδικό «Αθηναϊκά Γράμματα» (1958), όταν ήταν 18χρονος και είχε δημοσιεύσει τα πρώτα του ποιήματα. Έμελλε να γίνουμε γρήγορα πολύ στενοί φίλοι, να περνάμε πολλά απογεύματα και βράδια μαζί με επισκέψεις στο σπίτι μου στα Άνω Πατήσια ή στο δικό του στο Νέο Ηράκλειο. «Σπίτι μου, σπίτι μου να ρθείς, έχω και κήπο» ήταν η χιουμοριστική επωδός του για κάθε προγραμματισμό που κάναμε για την επόμενη συνάντησή μας. Ζούσε από τη δικηγορία του, αλλά όμως από το μυαλό του δεν έβγαινε ποτέ η ποίηση. Επειδή το γραφείο του ήταν δίπλα από το πρώτο γραφείο του Δούκαρη στην οδό Πανεπιστημίου, πήγαινα πολύ συχνά και τον ενοχλούσα με την παρουσία μου.
Ο Χρίστος ήταν μια κινητή βιβλιοθήκη ποιητικών γνώσεων και κυρίως αναμνήσεων από τα χρόνια του εμφυλίου και τις συναναστροφές του με διανοούμενους της αριστεράς κατά τις διάφορες φυλακίσεις του. Πράος και στωικός και πάντα καλοδιάθετος ζούσε την καθημερινότητά του μέσα σε μια άνευρη χαλαρότητα και δεν τον ένοιαζε ποτέ το τι θα φέρει η επόμενη μέρα. Το γραφείο του ήταν ένα εντευκτήριο ποίησης. Μια μέρα που βρέθηκα εκεί έπεσα πάνω σ’ ένα «καυγά» με έναν ασκούμενό του, ο οποίος διαμαρτυρόταν γενικώς, τα έβαζε με τον εαυτό του και ο Χρίστος τον άκουγε απαθής. Όταν ρώτησα τι συμβαίνει, ο νεαρός δικηγόρος μου άνοιξε την καρδιά του: «Εγώ κύριε Ηλία ήλθα εδώ για να μάθω δικηγορία. Αντί για τη νομική επιστήμη και τα τερτίπια της όμως έμαθα να γράφω ποιήματα. Θα πεινάσω, καταλαβαίνετε;» Βεβαίως και καταλάβαινα.
Μια άλλη χειμωνιάτικη μέρα που ψιλοχιόνιζε ακόμα και στο κέντρο της Αθήνας κι ενώ κατέβαινα την Πανεπιστημίου σκέφτηκα να ανεβώ μέχρι το γραφείο του για να ζεσταθώ. Ανέβηκα και τι να δω. Ο Χρίστος με μια νεαρή βοηθό του είχαν ανοίξει ένα μπουκάλι κονιάκ και το απολάμβαναν με αγκαλιάσματα και ασπασμούς αλληλοεκτίμησης. Ο Χρίστος μου βρήκε αμέσως ποτήρι λέγοντας: «Δεν πάμε σήμερα στο δικαστήριο, οι καιρικές συνθήκες απαιτούν να κάνουμε αυτό που κάνουμε». Τότε διαπίστωσα ότι υπάρχουν και δικηγόροι τρισευτυχισμένοι. Αρκεί βέβαια να χτυπάει μέσα τους η φλέβα της ποίησης. Να καίει κάτω από την ψυχή τους το φως της ποίησης και να θερμαίνει.
Πολλές φορές γυρίζοντας από το γραφείο του σταματούσε στο σπίτι μου για έναν απογευματινό καφέ και ύστερα με έπαιρνε μαζί του στο σπίτι του για δείπνο. Η σύντροφός του Ρούλα μας άνοιγε και πριν πει οτιδήποτε, ο Χρίστος την προλάβαινε: «πες μου γρήγορα πόσες και ποιες με ζήτησαν, όσο έλειπα». «Όλες», απαντούσε η Ρούλα. Κι αργότερα, όταν κουδούνιζε το τηλέφωνο, ο Χρίστος φώναζε: «Τρέξε γρήγορα να δεις ποια με θέλει». Και η Ρούλα, εκδικούμενη: «Τσακίσου κι έλα, ο δήμαρχος».
Ο Χρίστος ανακατεύτηκε με τα κοινά στον Δήμο Νέας Ιωνίας, όπου ήταν το πατρικό του σπίτι, υπήρξε μέλος πολλών δημοτικών συμβουλίων, γνώριζε όλους τους δημάρχους και συμβούλους συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης, έμπαινε σε όλα τα σπίτια ανεξαιρέτως και έπιανε φιλίες με όλους. Όταν ήλθε η ώρα να βάλει ο ίδιος υποψηφιότητα ως δήμαρχος έχασε, επειδή το ΚΚΕ τον καταπολέμησε. Την επόμενη φορά και με τις ίδιες υποψηφιότητες, αλλά απόντα τον Χρίστο, ο συνδυασμός του πέτυχε και ο πρώην βοηθός του εξελέγη δήμαρχος. Ο ποιητής ήταν απαρηγόρητος. Επήλθε οριστική ρήξη στις σχέσεις του με το Κόμμα. Όταν πέθανε ο αγωνιστής και συγγραφέας πατέρας του, ο «Ριζοσπάστης» δεν αφιέρωσε ούτε δυο αράδες για να αναγγείλει την κηδεία του, όπως το έκανε για όλους τους αριστερούς ανεξαιρέτως.
Στα ποιήματα του Χρίστου Ρουμελιωτάκη υπάρχει διάχυτη αυτή η κατάλοιπη πίκρα της αριστεράς και παράλληλα ένας βυζαντινισμός, ένας εκλεκτισμός και μια ατελεύτητη ερωτική ωδή, που συνεχίζεται από ποίημα σε ποίημα. Για τη γλυκύτητα της όλης παρουσίας του τού έλεγα εμφατικά. «Όταν έχω όμορφες γυναίκες στο σπίτι μου δεν θα σε καλώ ποτέ. Σ’ ερωτεύονται όλες». «Το ξέρω», έλεγε ο Χρίστος, «η γυναίκα μου δεν το πιστεύει». Όταν είχε γράψει το ποίημά του «Η Λευκοθέα», ήταν τόσο πολύ ικανοποιημένος, που το ψιθύριζε διαρκώς. Όταν μου τηλεφωνούσε αντί για χαιρετισμό μου έλεγε χαμηλόφωνα και σαν αποκάλυψη μυστικού έναν στίχο του ποιήματός του: «Στη Λευκοθέα άρεσε το σκληρό κρεβάτι…» Το καλοκαίρι του 2018 και σε ηλικία 80 χρονών άφησε την τελευταία του πνοή, λουόμενος σε κάποια παραλία του Ναυπλίου.
Το 1989 εκδόθηκε από την «Εστία» το βιβλίο «Η βιρβιρίτσα και άλλα διηγήματα», που ήταν μια συλλογή διηγημάτων του ξεχασμένου Καρδιτσιώτη ζωγράφου και πεζογράφου Γιώργου Βαλταδώρου με επιλογή και επιμέλεια της Ελένης Λαδιά. Ανέλαβα να παρουσιάσω το βιβλίο στις σελίδες του περιοδικού «Διαβάζω» και το γεγονός αυτό στάθηκε η αφορμή να γνωριστούμε με την Ελένη Λαδιά, συγγραφέα πολυάριθμων πεζογραφικών και δοκιμιακών βιβλίων και να αναπτύξουμε στη συνέχεια μια φιλία αδελφική και αδιάπτωτη. Κοντοπατριώτες και οι δυο, αφού ο πατέρας της Ελένης είχε καταγωγή από τον Μεσενικόλα Αγράφων, είχαμε πολλαπλές συναντήσεις στην Αθήνα και στο πατρικό της στον Δήμο Νευρόπολης της Καρδίτσας, συναντήσεις που απέβαιναν για μένα πάντα παραγωγικές. Κατά κάποιο τρόπο και εν μέρει είχα πάρει τη θέση του αποθανόντος ποιητή Δημήτρη Παπαδίτσα, με τον οποίο η Ελένη είχε συνάψει μια μυστικιστική φιλία, μέσα σ’ ένα σύμπλεγμα καθημερινής αναπαραγωγής αρχαίων κειμένων και εμβάθυνσης στους λαβύρινθους της μυθολογίας, όπου επίκεντρο πάντα ήταν η Ελευσίνα και τα σκοτεινά αινίγματά της.
Η παρουσία του Παπαδίτσα ήταν πάντα έντονη στις συζητήσεις μας η δε συγκίνησή μου θερμή και τρυφερή για την ανάμνηση της μορφής και της ποίησής του που ενείχε μιαν αίσθηση επαφής με το αόρατο. Ήταν λες και το φάσμα του ποιητή της «Ασώματης» επιχειρούσε να πάρει μιαν απόκοσμη συμπάγεια, ώστε να είναι περισσότερο εδραιωμένο στο παρόν. Την αίσθηση αυτή την είχα σε μεγαλύτερο βαθμό όταν έμενα τα καλοκαίρια στο δωμάτιό του και κοιμόμουνα στην κλίνη του, που μου είχε παραχωρήσει η Ελένη πάνω στο ορεινό καταφύγιό της. Εκεί, στον περίγυρο της λίμνης Πλαστήρα, ακολουθούσαμε με την Ελένη τις ίδιες διαδρομές που έκανε και με τον Παπαδίτσα και αφηνόμουνα στη μαγεία των διηγήσεών της για την καθημερινή δραστηριότητα του ποιητή, όταν τον συνεχή στοχασμό και τη συγγραφή του διέκοπτε μόνο η ανάγκη ενός καλού φαγητού.
Η Ελένη, ασχολούμενη συνεχώς με τις αρχαιολογικές εμβαθύνσεις κι επιβεβαιώσεις της σε χώρο και χρόνο, με τη συγγραφή πεζογραφημάτων στηριγμένων σ’ αυτούς τους άξονες με μια μονιμότητα αξιοζήλευτη, μετέφερε και το ίδιο ρίγος, το ίδιο μυστήριο και στην απλή καθημερινή της προβολή. Θυμάμαι τον αινιγματώδη χαρακτήρα της, όταν με προειδοποιούσε: «Θα πάμε στη νεκρόπολη του Κεραμεικού κι εκεί θα σε ξεναγήσω με τον τρόπο και τη διάρκεια που θέλω εγώ. Μόνο θα ακούς. Αν με διακόψεις με κάποιο ερώτημα, θα σε παρατήσω και θα φύγω».
Μια άλλη φορά, επιστρέφοντας από τη Δωδώνη στα Τρίκαλα, της έκανα αγόγγυστα το επίμονο χατίρι της. Σε όλο τον δρόμο ήθελε ν’ ακούει και άκουγε ένα σιντί της Φλέρυ Νταντωνάκη, χωρίς διακοπή. Μου άρεσαν οι αργόσυρτες πορείες μας στους δρόμους της Αθήνας ψάχνοντας για ήσυχες καφετέριες και οι χειρονομίες της να κερνάει διπλά τοστ στους άστεγους που συναντούσαμε. Με συγκλόνισε ο θρήνος της για την απώλεια όλων των προγόνων και κυρίως της μητέρας της, της πολυαγαπημένης και σε μένα Ευδοξίας, όταν τη συνόδευσα στο μητρικό χωριό της στη Βλάστη Κοζάνης και την παρακολουθούσα από διακριτική απόσταση να δακρύζει περπατώντας από τον ποταμό Μύριχο μέχρι τα πλατιά λιβάδια του χωριού με τους ιππείς, τα κοπάδια των αλόγων και τις αντιφεγγιές του χιονισμένου Σινιάτσικου.
Ακολουθώντας την Ελένη μέσα στους δρόμους που χάραζε η ίδια με τα βιβλία της, αποκόμιζα κάθε φορά όχι μόνο γνώσεις από διάφορες επιστήμες και κυρίως μαθήματα από τη συγγραφική τέχνη, αλλά και βλέμματα με τα οποία μπορούσα να δω διαφορετικά τον κόσμο.
Η ευρεία θεματική της στο πεζογραφικό και δοκιμιακό της έργο συμπυκνώνεται σε κάποιες αθέατες, αλλά τόσο αμετακίνητες και ανεξάντλητες εκκινήσεις: Στη συνεχή, κατά πρώτο λόγο, ανέλκυση και φανέρωση των θησαυρών της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας και κατά δεύτερο λόγο στην αντιμετώπιση της Θεότητας, άλλοτε ως φίλου και άλλοτε ως αντιπάλου, με γνώμονα την κατανόηση της φαινομενολογίας της. Προσθέτω επίσης τη συγκίνησή της που απορρέει από τα έργα και τον βίο των ανθρώπων της Εκκλησίας και για τον λόγο αυτό υπάρχουν οι μεταφράσεις της ομόλογων κειμένων θρησκειολογικής υπερβατικότητας ή το προσωπικό της ενδιαφέρον για τα θέματα των αιρέσεων, όπου ο επί ματαίω πόνος για τη διόρθωση της δογματικής παραδοξολογίας την προσείλκυσε στη θεολογική επιστήμη.
Περισσότερο απ’ όλα, όμως, κι ακριβώς αυτό είναι που εμένα προσωπικά με συγκινεί, είναι το γεγονός ότι η Ελένη αισθάνεται ως ταγμένη στην υπεράσπιση της Δήμητρας και της Κόρης της, μια σύγχρονη ιέρεια που λατρεύει τη θεά των οργωμένων πεδιάδων, μοιράζεται και διαιωνίζει το μαρτύριο της Περσεφόνης, κατά την περίοδο που στερείται τη μάνα της. Θυμάμαι μια παλιά επίσκεψή μας στο Νεκρομαντείο του Αχέροντα, όπου κατεβήκαμε στον υπόγειο θάλαμο με την προσποιητή ελπίδα εμφάνισης της Κόρης. Καθίσαμε για λίγο κι εγώ ανέβηκα να την περιμένω πάνω στον εξουθενωτικό ήλιο του μεσημεριού. Ξανακατέβηκα αργότερα και τη βρήκα να περιμένει και να μη θέλει να φύγει, οπότε αναγκάστηκα να την ανασύρω, τραβώντας την από το χέρι. Την ίδια κατάνυξη, σαν μια μυστήρια επέμβαση του θείου, αισθανθήκαμε και οι δύο, όταν, στη Δωδώνη, εικάσαμε ποια φηγός ήταν στο ίδιο περίπου μέρος με τη φηγό της Διώνης και καθίσαμε στον ίσκιο της. Τα μακριά κλαδιά του δέντρου ακουμπούσαν στο χώμα και κρέμονται γύρω μας σαν μια κουρτίνα που ήθελε να μας κρύψει από τον κόσμο. Σκηνοθετώντας οι ίδιοι τη στάση μας αισθανθήκαμε αυτό το κρυφό ανατρίχιασμα που φέρνει ενίοτε η αυθυποβολή και μας χαρίζει θεάσεις σε ανεπανάληπτα ανοίγματα των αισθήσεων.
Κάθε καλοκαίρι επισκεπτόμασταν και από έναν αρχαιολογικό χώρο, τον οποίο και εξερευνούσαμε ενδελεχώς. Η Ελένη παραμένει στενή φίλη και την αναζητώ πάντα με την παλιά ζέση της σχέσης μας, αλλά πλέον μόνον τηλεφωνικώς, όπως μας επιτρέπει ο ολετήρας της πανδημίας.
Άλλη ξεχωριστή φιλία μου μέσα στον χώρο της ποίησης ήταν και είναι η Παυλίνα Παμπούδη. Την εντόπισα ως πλήρως διαμορφωμένη ποιήτρια κατά την εποχή του βιβλίου της «Αυτός εγώ» (1977). Έτσι πάντα είχε τον ακέραιο θαυμασμό κι επιδοκιμασία μου πολύ πριν την γνωρίσω από κοντά. Όταν κι αυτό συνέβη λίγα χρόνια αργότερα τότε η φιλική μας σχέση απέκτησε μια στενότατη επαφή και οικειότητα κατά τρόπον που η Παυλίνα να μ’ επισκέπτεται συχνά στα Τρίκαλα κι εγώ ακόμα πιο συχνά να τη συναντώ στην Αθήνα.
Νιώθοντας το σπίτι της ως ένα σταθερό αποκούμπι, δεν έχανα την ευκαιρία να κάθομαι με τις ώρες στο σαλόνι της, να παίζω με την πανέμορφη σκυλίτσα της τη Λάρα, να μελετώ ξανά και ξανά όλες τις ζωγραφικές της δημιουργίες, να ξεκλέβω κανέναν πίνακα ή να πίνουμε ατέλειωτους καφέδες. Όταν φτάναμε στα ποτά, εκεί χώριζαν οι προτιμήσεις μας, καθώς η Παυλίνα όδευε προς την τσικουδιά κι εγώ προς το κρασί.
Η Παυλίνα κατάφερε να εκφράζεται ισομερώς, υπηρετώντας δύο τέχνες, την ποίηση και τη ζωγραφική, όπως και αρκετοί άλλοι με μικρότερη ή μεγαλύτερη επιτυχία. Η Παυλίνα μου επέτρεπε να δω πολλά από τα υπό εκκόλαψη ποιήματά της ή τα ζωγραφικά έργα. Πολλές φορές, επισημαίνοντας ανεπαίσθητες διαφορές στους πίνακές της απ’ ό,τι τους είχα ξαναδεί, μου έλεγε: Είχα την εντύπωση ότι δεν σου άρεσε και πολύ την προηγούμενη φορά κι έτσι τώρα άλλαξα λίγο την ενδυμασία και πρόσθεσα και δυο λαμπρά σκουλαρίκια».
Πολύ περισσότερο, όμως, μου άρεσε να δοκιμάζω τη μαγειρική της, που ήταν πλουσιοπάροχη. Όταν βρισκόμουνα στην Αθήνα δεν είχα και τόση αγωνία για το πού θα μείνω ή πού θα περάσω την ώρα μου. Η Παυλίνα και κατά την εποχή του Λευτέρη Καρτάκη και κατόπιν που ήταν μόνη της προσέφερε πάντα καταφύγιο σε μένα και τη γυναίκα μου. Μου άρεσε η εξυπνάδα της και ο τρόπος που η ποίησή της απορροφούσε αυτήν την εξυπνάδα. Το υποδόριο χιούμορ της άφηνε ένα χαμόγελο πικρής χαράς ή μια ειρωνεία και μια απαρέσκεια προς την περιγραφόμενη κατάσταση. Λιτή στην ποιητική της έκφραση, μπορούσε με δυο λέξεις να περιγράψει περίπλοκες καταστάσεις και να φανερώσει βαθύτατους συλλογισμούς. Της άρεσε το υπαινικτικό και λεπτό χιούμορ και πολλές φορές δεν καταλάβαινα με την πρώτη τα ανέκδοτα που μου έλεγε ή τα γεγονότα που μου ιστορούσε ως ανέκδοτα και της έλεγα με συστολή: «και τώρα πες μου πού έπρεπε να γελάσω». Η πηγαία και πάντα μικρής έκτασης αφαιρετικότητα που υπήρχε και υπάρχει στα γραφτά της προέρχεται πάντα από το διαμορφωμένο έτσι λογοτεχνικό της πιστεύω, καθώς και από την ανυπόκριτη αγάπη της για την επιστημονική φαντασία, ένα πεδίο που συχνά διατρέχαμε μαζί.
Η Παυλίνα τόσο ζωγραφικά, όσο και ποιητικά προέρχεται από τα στενά πλαίσια της οικογενειακής σύσφιξης, αυτής της προσωπικής ιστορίας των συγγενικών ατόμων, καθώς και από τη διακλάδωσή της εξελικτικά μέσα στην εν γένει μυθολογία και το παραμύθι. Οικογενειακοί θάνατοι και άλλου είδους απώλειες καταγράφονται μέσα στα ποιήματά της με ένα πολύ διακριτικό σπάραγμα μνήμης και σαν ένα καταλυτικό συναισθηματικό εναιώρημα. Υπάρχει μια παράξενη τερατολογία που την κυνηγά με τέτοιο αδρό τρόπο, που μοιάζει σαν προϊόν αδυσώπητης αλήθειας. Η Παυλίνα είναι μια ποιητική κοκκινοσκουφίτσα που την κυνηγάει συνέχεια ο κακός λύκος. Το μοτίβο αυτό επανέρχεται πολύχρωμο μέσα στη ζωγραφική της, όπου μικρά παιδιά ή ξεχασμένοι ταξιδιώτες χάνονται στα δάση κι εκεί μέσα στις ερημιές συναντούν τους εφιάλτες των ονείρων τους.
Το εξωπραγματικό είναι ένα καταφύγιο σταθερό κι αυτό φαίνεται ή μεταφράζεται από την πραγματική της ζωή που ήταν διαρκώς σε κίνηση. Όταν βγήκε η συλλογή της «το σπίτι στους σαράντα δρόμους», ένας τίτλος που βγαίνει απευθείας από το λαϊκό παραμύθι, της είπα: «Παυλίνα μου εγώ ξέρω και τους σαράντα δρόμους από τους οποίους πέρασε το σπίτι σου». «Λάθος», μου λέει, «γνωρίζεις μόνο το σπίτι επειδή είναι το ίδιο και στους σαράντα δρόμους». Και φυσικά είναι κι έτσι, αφού τον προσωπικό μας κόσμο τον κουβαλάμε πάντα μαζί μας και τον προβάλλουμε παντού ολόιδιον.
Την Παυλίνα την είχα χάσει ένα απόγευμα που περπατούσαμε στις γειτονιές των Τρικάλων για να τη βρω ύστερα από λίγο ανάμεσα σε μικρά παιδιά, όπου είχε ξεμοναχιάσει μια μικρούλα και συνομιλούσε μαζί της. «Άκουσα από μακριά να τη φωνάζουν κι αυτήν Παυλίνα», μου εξήγησε, «κι έτρεξα να τη γνωρίσω και να τα πούμε λίγο οι δυο μας. Συμφωνήσαμε ότι το όνομά μας είναι λίγο σπάνιο για γυναίκες κι επομένως αυτές που το έχουν είναι ξεχωριστές». Όντως έτσι είναι, τουλάχιστον στην περίπτωσή της.
Πάντα θα θυμάμαι με συγκίνηση το πόσο η Παυλίνα και ο Λευτέρης Καρτάκης με βοήθησαν, όταν μια φορά η ζωή μου παιζόταν κορώνα-γράμματα στο Ωνάσειο νοσοκομείο. Κινητοποιήθηκαν ενεργά και μου βρήκαν τις απαραίτητες φιάλες αίματος στην ώρα που τις χρειαζόμουν και μαζί πλάσμα αίματος, το πιο δύσκολο απ’ όλα.
Η Παυλίνα μου χάρισε ήδη τρεις πανέμορφους πίνακες που κοσμούν τους τοίχους μου. Όμως αισθάνομαι ότι μου οφείλει κι άλλους και βέβαια με την πρώτη ευκαιρία θα της το πω.
Με τον γιατρό-ποιητή Κώστα Λάνταβο γνωριστήκαμε κάποιες παγερές βραδιές στην πλατεία Βικτωρίας, όταν καταφεύγαμε πολλοί μαζί στο μπαρ «intime» του θρυλικού Μήτσου για να ζεσταθούμε με σούπα τραχανά. Ήταν ο καλύτερος χειμερινός δείπνος κατά την προτίμηση του Χριστόφορου Λιοντάκη, που μας τον είχε επιβάλει. Μόνον ο Γιάννης Σολδάτος προτιμούσε κι ένα πιάτο εξτρά σαλαμάκι από δίπλα του. Πιο καλά όμως γνωριστήκαμε στο γραφείο του Δημήτρη Δούκαρη, όταν κατέβαινε από τη Λάρισα και με πετύχαινε εκεί.
Ο Κώστας είχε αποτυπωμένα επάνω του τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του καμπίσιου Θεσσαλού, που είναι η σχολαστική διακριτικότητα, η ευγένεια και ο διαρκής φόβος μη τυχόν και γίνει άθελά του ενοχλητικός στον πλησίον του. Πάντα ήθελε να είναι αυτός που εξυπηρετεί τις ανάγκες και τη διάθεση του άλλου. Αν και έχει ορεινή καταγωγή από το πανέμορφο Ματσούκι Ιωαννίνων, διαμένει στη Λάρισα και ο χοϊκός κάμπος τον απορρόφησε εντελώς. Μεταστοιχειώθηκε σε πλήρη Θεσσαλό της πεδινής επικράτειας και αυτό μεταφέρθηκε επιτυχώς μέσα στην ποίηση και την πεζογραφία του. Η συλλογή του «Η δωρεά του κάμπου» (2006) το φωνάζει εκκωφαντικά, αν και δεν λείπει μια τέτοια μαρτυρία και από τις άλλες συλλογές.
Η κοινή μήτρα, λοιπόν, αυτή η γόνιμη πεδιάδα που διαμόρφωσε τον ποιητικό χαρακτήρα μας, ήταν η αρχική αιτία για να ευοδωθεί άνευ όρων η φιλία μας. Ήταν τόσο εύκολο να μιλάω για την ποίηση του Κώστα, επειδή ήταν σαν να μιλάω για τον εαυτό μου και η ποίησή του στάλαζε μέσα μου ίσως με τον πιο εύληπτο τρόπο από κάθε άλλον ποιητή της γενιάς του ’70.
Θυμάμαι το πόσο γρήγορα είχα γράψει το κριτικό κείμενό μου «Η νυκτιπόλος και νυκτιφαής ποίηση του Κώστα Λάνταβου» (2003), το οποίο δημοσιεύθηκε στη συνέχεια στο περιοδικό «Το Δέντρο». Ο Κώστας είχε επιτύχει πολύ γρηγορότερα την απαιτούμενη λιτότητα και ακριβολογία στην ποίησή του από ό,τι εγώ και αυτό με έκανε να κοπιάζω περισσότερο. Δεν δίσταζε ποτέ να πεταχτεί από τη Λάρισα στα Τρίκαλα για να παρακολουθήσει μια εκδήλωσή μου ή να μιλήσει ο ίδιος. Όταν τον ευχαριστούσα γι’ αυτό μου έλεγε το αφοπλιστικό: «Μα και στη Σαουδική Αραβία να γινόταν η εκδήλωση, πάλι θα ερχόμουνα.
Πήγαινα και πηγαίνω συχνά στη Λάρισα για να τον συναντήσω όχι μόνο για τις ιατρικές συμβουλές του, αλλά και για κάποιες λογοτεχνικές και ειδικά αυτές που αφορούν στη μετάφραση. Ο Κώστας είναι πολύ καλός στη μετάφραση των αρχαιοελληνικών κειμένων και σ’ εκείνη των αγγλικών. Οι μεταφράσεις των τραγωδιών του έχουν παιχτεί στο θέατρο και πολλές μεταφράσεις του από την αγγλική γραμματεία έχουν σημειώσει αξιοσημείωτη εκδοτική επιτυχία.
Ο Λάνταβος είναι ένας πιστός διακονητής της αλήθειας. Πιστεύει στην αλήθεια κι αυτό το ομολογεί πολλαπλώς στην ποίησή του. Και μόνο το αληθινό στον βίο ή στην τέχνη είναι αυτό που πάντα μας απομένει κι αξίζει ν’ ασχοληθούμε με αυτό. Κι απ’ αυτό πάντα θα πρέπει να σηματοδοτείται κάθε μας επανεκκίνηση. Η ποίησή του διαθέτει άγκιστρα, ώστε η έμπνευσή του να εξαπλώνεται και να διασφαλίζει επαφές προς κάθε κατεύθυνση του τόπου και του χρόνου. Στο εδώ και ταυτόχρονα στο παντού. Υπάρχει αυτή η συμπύκνωση του μεμακρυσμένου με το πλησιόχωρο. Και αν φωτογραφήσουμε αυτές τις συμπυκνώσεις με φακό υψηλής ανάλυσης, θα δούμε σε μεγέθυνση όλες τις συναισθηματικές και βιοτικές εκκινήσεις του. Ξεκινώντας από τα χαμόσπιτα των περιφερειακών συνοικιών της Λάρισας, τα οποία έδωσαν τροφή στην πεζογραφία του, θα γεωγραφήσουμε τις επιστρώσεις του αστικού τοπίου και τη συνάδουσα μελαγχολία του, για να φτάσουμε στο υπέρ-τοπίο του αγροτικού ορίζοντα που τον περικλείει και τον σφραγίζει. Και όλα αυτά μέσα σε ποιήματα κυρίως ολιγόστιχα και με τον τρόπο που ένας ταπεινός και συνεσταλμένος άνθρωπος προσπαθεί με μισόλογα να δώσει τα στοιχεία της ταυτότητάς του.
Τις παλιές καλές ημέρες του καλοκαιριού, όταν οι λογοτεχνικές και άλλες συνάξεις έδιναν φως στην αυλή του σπιτιού μου, ο Κώστας ήταν συχνά παρών. Τι είναι μια μετάβαση από τη Λάρισα στα Τρίκαλα; Παιχνιδάκι. Έτσι κι εγώ πεταγόμουν συχνά να τον βρω στο ιατρείο του ή τα βραδάκια στα ήσυχα ταβερνεία του Λαρισινού κέντρου, όπου μαζί με άλλους λογοτέχνες της πόλης, κυρίως με τον Θωμά Ψύρρα ή παλιότερα τον Μάκη Λαχανά, να χαιρόμαστε τη συνύπαρξη εν λόγω και έργω.
Εξαρχής είχαμε έναν καημό οι δυο μας που μέχρι τώρα μας έμεινε σαν όνειρο: να επισκεφθούμε κάποιο καλοκαίρι το Ματσούκι και να χαρούμε τους πολλαπλούς καταρράχτες του, την απόκοσμη οροσειρά της Κακαρδίτσας, τα χαώδη περάσματα πάνω από τα ρέματα και τις επικίνδυνες ανηφοριές. Θα το κάνουμε; Ας πούμε ότι υπάρχει πάντα καιρός.
Ωστόσο οι λογοτεχνικές μου φιλίες δεν σταματούν εδώ. Για τις αλησμόνητες σχέσεις μου με τον Κώστα Τσιρόπουλο έχω γράψει τόσα πολλά, που εδώ πλέον δεν θέλω να τα επαναλάβω. Υπήρξαν όμως και φιλίες γνησιότατες με ποιητές που δεν είχαμε την ευκαιρία να αναπτύξουμε καθημερινές οικογενειακές σχέσεις. Όμως οι πολύ συχνές τηλεφωνικές και διαδικτυακές επικοινωνίες μας τροφοδοτούσαν και τροφοδοτούν τη φλόγα της φιλίας μας και δεν την αφήνουν να σβήσει. Θέλω να μνημονεύσω τον Αντώνη Φωστιέρη, τον Γιώργο Βέη, τον Κώστα Μαυρουδή, οι οποίοι πολλές φορές με τις παντοειδείς συμβουλές και βοήθειές τους με συνέδραμαν σε αμφίβολα λογοτεχνικά και φιλολογικά ζητήματα. Θα βάλω επίσης στην ουρά τον ποιητή και φιλόλογο Γιάννη Κωβαίο και τον ενεργό συνεργάτη Δημήτρη Αγγελή. Τους μακαριστούς φίλους Θανάση Νάκα, Γιώργο Γεωργούση, Δημήτρη Γιακουμάκη και Θανάση Βενέτη. Η ουρά μεγαλώνει και, παρ’ όλα αυτά, όλο και κάποιοι άλλοι θα παραπονεθούν και με το δίκιο τους. Κι εγώ με τον τρόπο που θα μου υποδείξει η στιγμή θα τους απολογηθώ. Αλλά, αν αντέξω, θα επανέλθω. Κι ίσως τότε να δικαιωθούμε όλοι.
ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ
ΜΕΛΙΓΟΣ 1-2-2022