‘’… Και τότε, έπαψα να θρηνώ τα δυο μου καναρίνια και άρχισα να θρηνώ τ΄ αθώα μου τα χρόνια, που απώλεσα με μιας. Εκείνη τη μέρα, ούτε συννέφιασε, ούτε σκυλιά ουρλιάξανε, μήτε ποτάμια κόπασαν, μήτε βροχή με πήρε. Παρά, γεννήθηκαν στη ράχη μου φτερά και ξόβεργες. Και μια πετάν τα γράμματα και οι λέξεις πάνω μου και δυο να με φυλακίζουν. Τη μια να γράφω ελεύθερος, τις δυο να με σκλαβώνουν. Κι άλλο δεν θέλω πια, παρά να ξεκουράζω μνήμες. Να τις χαϊδολογώ, φιλιά ν΄ απλώνω πάνω τους μην παρεξηγηθούν και πλάτες μου γυρίσουν. Άλλωστε, εγώ μεγάλωσα, αρμύρες και φωτιά τα σωθικά μου φέρνουν και παπαρούνες γύρω μου πια άλλο δεν φυτρώνουν.- ‘’
Οι διηγήσεις ‘’ Σταγόνες ‘’ 2022, του Γιώργου Θ. Κασαπίδη, σε εικονογράφηση Αλέξανδρου Τσάκωνα, ανθίζουν και μαραίνονται, καρπούν και τρώγονται, αρχάγγελοι και χάροντες, δυο λέξεις τέσσερις πράξεις, τύραννοι βασανισμένοι, ποντιακοί ήχοι διάλογοι, όλα τα σόια, οι συνομήλικοι, καταραμένες πλουσιότητες καταραμένες φτώχιες, σύντροφοι κομμουνιστές σε φυλακές και εξορίες να ντρέπεσαι, αδικημένα δίκαια που πας και κλαις, δεν υπάρχουν δάφνες προθέσεων συγγραφής, ψυχαναλύει Ποίηση και στη σκηνή την ανεβάζει, όλος μία θεατρική παράσταση στην πένα, διακωμωδεί και τραγωδία, αφού είσαι άριστα ηθοποιός, οι διηγήσεις του δεν διηγούνται, χρόνοι κατάμαυροι οι τοίχοι τους, ασπρίζεις, η αλήθεια πάντα οδηγεί εκεί να τελειώνεις, τι κόσμος τι κοινωνία θα έλεγε η άλλη μας ζωή, ακούγοντας ΄΄Σταγόνες’’ 2022 μετρημένες στη βροχή μας!
Βρέχει, δεν παγώνουν οι ομπρέλες, δέντρα δεν αλλάζουν κάλτσες και παπούτσια, τραβούν ευθεία οι ψυχές λοξά κοιτώντας, οι παιδικότητες λαλούν φαϊ και πείνα, ιδέες δεν έχουν λυτρωμό πριν απ΄ το τέλος, έγνοιες οι έννοιες, σταγόνα τη σταγόνα όλες πάνε θέατρο, γιατί αν δεν ‘’παιχτούν’ οι λέξεις ή δεν πράξουν σκουπίδι σε πετούν, ποτήρι να μην καταπίνεται, τραπέζι άστρωτο να μένεις, νερό με σκόνη, δεν ξημερώνει η αυγή, μύρο μικρό παιδί δεν είσαι, πέφτεις μελάνι μελανιάζεις, μονολογείς χρυσό κλουβί, είσαι το πιο εύκολο αντίο της ζωής, αν δεν στηθείς με απώλειες είσαι αθεμελίωτος, αν δεν είσαι συγκίνηση πας ασυγκίνητα νεκρός, τα όνειρα τελειώνουν για να αρχίσουν άλλα, τι σταγόνα τί ωκεανός θα ξαναλέγαμε, η ελπίδα να πεθαίνει πρώτη, να καθαρίζεται το αύριο, από ζημιές δεν υπάρχουν κέρδη, οι μνήμες δεν τελειώνουν σαν τα αναγνώσματα, οι ήρωές σου Γιώργο Θ. Κασαπίδη από το ένα διήγημα στο άλλο ‘’κονταροχτυπιούνται’’, είναι αθάνατοι , τέσσερις ορίζοντες καρδίας, ξοδεύουν αλήθειες το αίμα τους, δύσκολο το βιβλίο σου μες στις σελίδες και στις αστραπές, πόσο δύσκολο να μας καταπίνει η γραφή σου, άγιες φωνές από το Βέρμιο και ιερές από τον Πόντο, βήμα σε βήμα ναουσαίικο… Ας είναι Συμπληγάδες Πέτρες η ζωή, ο έρωτας η πιο τρελή παγίδα ελευθερίας! Εύγε αρέσεις δεν μας αρέσεις, αρέσει δεν αρέσει στο κοινό και ποιο θα είναι αυτό!
Ένα από τα διηγήματα!
Η Φωλιασμένη…
Δεν τη βγάλαμε ποτέ από τη θέση της. Δεν την ξεφωλιάσαμε. Στεκόταν ήσυχη ανάμεσα στα δυο ποδαρικά τού τραπεζιού. Δεν σάλευε. Εκεί σε μια ερημική κατάσταση. Σε μια κατάσταση τόσο απραξίας, όσο και πλήρους ενσυνείδητης υποταγής. Και από την άλλη, αν μπορούσε να πει δυο λόγια, ίσως να μας ζητούσε μια τελευταία χάρη. Να της δώσουμε μια ευκαιρία να πάρει μια ακόμη λεύτερη ανάσα, λίγο κάθετο φως, μια εικόνα από το καθιστικό που χρόνια ‘’ζούσε’’.
Η καρέκλα του μπαμπά. Ξύλινη. Η μόνη διαφορετική απ΄ όλη την τραπεζαρία. ‘Αλλαξαν όλες εκτός από αυτή. Ο μπαμπάς ήταν απόλυτος σ΄ αυτό. Δεν χρειάστηκαν πολλά λόγια για να μας πείσει. Γκρεμίστε το. Αλλάξτε τα όλα. Κουβέντα δεν θα σας πω. Η καρέκλα μου όμως θα μείνει εδώ, είχε δηλώσει ήρεμα. Η έδρα της είχε πάρει το σχήμα του πισινού του. Ποτέ δεν δέχτηκε να βάλει κάποιο μαξιλαράκι. Έτσι ου άρεσε. Και πέρναγε όλη του τη μέρα εκεί. Δίπλα στο ραδιόφωνο. Πλάτη στην τηλεόραση – ποτέ του δεν την άνοιγε – , με τα βιβλία του, την εφημερίδα του, την Αυγή. Τις Κυριακές Ριζοσπάστη. Όλη του τη ζωή, από τη σύνταξή του κι εδώ
Τα πρωινά, κοντά στις έξι, είχε ήδη σηκωθεί, είχε φτιάξει τον καφέ του και περίμενε την κυρά Όλγα του να ΄ρθει κι αυτή. Εκείνη πάλι είχε άλλο πρόγραμμα………………………………..
………………………………………………………………. Η μάνα λίγο πάνω απ΄ τα είκοσι κι εκείνος πριν τα σαράντα. Είχε βγει στα βουνά απ΄ τον κατοχικό, από έναν μάταιο έρωτα, από έναν αρραβώνα που δεν του φόρεσε ποτέ του μια βέρα στον δεξί παράμεσο, γιατί η καλή του πρόλαβε και σκοτώθηκε νωρίς από ένα βόλι, δέκα δρασκελιές έξω απ΄ το πατρικό της. Κι έγινε εκείνος λύκος και βουνό.
Τα μεσημέρια ο μπαμπάς, λίγο πριν το φαγητό, αποχωριζόταν για δευτερόλεπτα την καρέκλα του. Κι ενώ η μάνα είχε στρώσει, είχε ετοιμάσει τα πάντα μόνη της κι ετοιμαζόταν να σερβίρει, εκείνος πήγαινε και τράβαγε απαλά την καρέκλα τη δική της για να κάτσει. Με σοβαρότητα, σεβασμό κι αγάπη. – Κάτσε μικρή μου κυρά!- Πολύ το απολάμβανε η μάνα μου αυτό…………………………………………………………………………………………………………………………….
…………………………………………………………………… Τον βρήκαμε πριν χρόνια στην καρέκλα του. Ακουμπισμένο το κεφάλι πάνω στον αγκώνα του. Στηριγμένος στο τραπέζι. Αφημένος. Το βιβλίο του ανοιγμένο στην πενήντα οκτώ σελίδα. Μέρες ολόκληρες έπειτα, διάβαζα τούτο το βιβλίο μέχρι εκείνη τη σελίδα. Ξανά και ξανά. Σαν να μην είχα δικαίωμα να πάω παρακάτω. Σαν να μην έπρεπε ούτε εγώ να ξέρω τη συνέχεια. Να ξέρω εγώ τί έγινε και όχι αυτός; Μου δημιουργούσε μια ενοχή. Όχι, όχι, αυτό το βιβλίο τελειώνει εκεί. Στην πενήντα οκτώ σελίδα. Την ατσαλάκωτη. Την ατσάκιστη σελίδα, γιατί έλεγε πως, δήθεν, αν διπλώνεις τις σελίδες, κλέβεις κάτι από την αξιοπρέπειά τού βιβλίου. Είχε λοιπόν το βιβλίο, κάπως περίεργο τέλος, απότομο, δυσνόητο και παράδοξο. Αλλά έτσι τελείωνε, τι να κάνουμε, ψιθύριζα. Έτσι του λέω ακόμη και τώρα, στο μνήμα. Εκεί τελειώνει μπαμπά. Στην πενήντα οκτώ. Ήταν το ‘’Δέκα’’ του Καραγάτση.
Τα γυαλιά του ακόμη τα φορούσε. Λίγα ψίχουλα αναπαυόταν δίπλα του, βουβή παρέα, και μια λευκή χαρτοπετσέτα όπου κράταγε καθημερινά κάποιες κρυφές σημειώσεις. Κι εκείνες βουβές. Και η βέρα που κάνανε χρόνια μετά τον γάμο τους – όταν τον βγάλανε και από την φυλακή – σφιγμένη στη μια του παλάμη μέσα. Από τότε δεν πειράξαμε την καρέκλα του. Έμενε φωλιασμένη κάτω από το τραπέζι. Η μάνα μας σκούπιζε από κάτω της, σφουγγάριζε μα δεν την άγγιζε. Ούτε λόγος να κάτσει κάποιος εκεί. Ήταν η θέση του μπαμπά αυτή. Η καρέκλα του.
Όταν μετά από κάμποσα χρόνια μας άφησε και η μαμά, το σπίτι ερήμωσε. Τις Κυριακές πηγαίνω και του ανοίγω τα παράθυρα να πάρει λίγο αέρα. Κάθομαι στη θέση μου, βάζω τέσσερα ποτήρια κρασί, κι ένα για τον συγχωρεμένο τον αδερφό μου ντε, και πίνω κυκλικά και από τα τέσσερα. Δεν υπάρχουν πια ευχές. Ξοδεύτηκαν. Τί να πω αναρωτιέμαι. Στην υγειά μας; ‘Έπειτα ανάβω τσιγάρο. Ανάβω κι ένα για κείνον και τ΄ αφήνω να σιγοκαεί. Διαβάζω το ‘’Δέκα ‘’ μέχρι την πενήντα οκτώ και φεύγω. Άλλες κλαμένος, άλλες όχι.
Της Κυριακής τα βράδια, με βάζω σε μια περίεργη διαδικασία. Να ονειρευτώ συγκεκριμένα πράγματα. Με κατευθύνω. Κλείνω τα μάτια και σκέφτομαι το αδειανό μου πατρικό. Ύστερα του βάζω μουσική. Ένα βαλσάκι ας πούμε. Πρώτα ξεφωλιάζω την καρέκλα του μπαμπά. Τον φαντάζομαι να πηγαίνει στη μαμά. Τραβάω και της μαμάς την καρέκλα. Στρέφω ελαφρώς τη δική μου και του αδερφού μου προς αυτούς. Χορεύουν πια. Πιάνω το χέρι του αδερφού μου, το σφίγγω… τους χαμογελώ. Γυρνάμε κι δυο και καμαρώνουμε τους γονείς μας καθώς στροβιλίζονται στον χώρο. Έπειτα με πιάνει καλός ύπνος.
Λέω να πάω να τραβήξω κάτω από το τραπέζι τις καρέκλες τους. Ας μείνουν έτσι ανοιχτές μωρέ… Τι στην ευχή! Να μην ζορίζονται κάθε τρεις και λίγο στις νύχτες. Να τις κουβαλάνε μονάχοι, γέροι άνθρωποι. Μέσα – έξω, μέσα – έξω… Να τις ξεφωλιάσω. Θα χαρούν, τι λες; Θα πάω. Αύριο. Πρωί πρωί, θα πάω. Αύριο όμως, ε; Αύριο!