7ο Μουσικό Διδασκαλείο
Ξεκινήσαμε αργά από την πόλη του Ρεθύμνου, παρέα με έναν παράφορα χρωματιστό ήλιο να παιχνιδίζει στον ορίζοντα προκαλώντας το αβάσταχτο στις αισθήσεις μας.
«Πάρε και κανένα μπουφάν, έχει ψυχρούλα στο βουνό», με είχαν προειδοποιήσει.
Αρχίσαμε να ανεβαίνουμε τον Κέδρο, δυτικά του Ψηλορείτη, ένα βουνό με βλάστηση πυκνή στις πλαγιές του και με χωριά αλλιώτικα, αέρινα. Όσο ανεβαίναμε απολαμβάναμε την αγριάδα του τοπίου, σαγηνευτική καθώς γλύκαινε στα χρώματα του δειλινού. Νυχτώσαμε στον Μέρωνα όπου ήταν και ο προορισμός μας.
Το γραφικό χωριό, αμφιθεατρικά χτισμένο σε καταπράσινη πλαγιά, σε απόλυτη αρμονία με την φύση, ατενίζει την κοιλάδα του Αμαρίου και έχει καλντερίμια και παράθυρα στολισμένα με γλάστρες, έτσι για να σε ζαλίζει η μοσχοβολιά από το βασιλικό και το μπουγαρίνι.
Ανηφορίσαμε προς την πλατεία. Παντού δένδρα σφιχταγκαλιασμένα περιστοιχίζουν το χωριό και νερά τρεχούμενα, κρυστάλλινα, καταλήγουν στις δυο βρύσες, την Παγκαλινή με τους επτά κρουνούς και την Μεσοχωριανή με τους τρείς κρουνούς. Δίπλα τους αφημένη η τσίγκινη κουτάλα να γευτείς το νερό. Όπως παλιά. Ο ήχος τους, μελωδικός, κράταγε το ίσο της διάθεσης μας .
«Ο Μέρωνας έχει το καλύτερο νερό τση Κρήτης», μας λέει ο Μανώλης με υπερηφάνεια. «Καθάριο σαν τσ’ ανθρώπους του.»
Η νύχτα κατέβαινε αποφασισμένη να καταστείλει την απείθαρχη βιασύνη να στεριώσω μέσα μου το τοπίο, που ξεδιπλωνόταν διαφορετικό από κάθε γωνιά αυτού του τόπου.
Εφτακόσια χρόνια στέκει ο Μέρωνας στα 620 μ. του Κέδρου και πλέκει την ιστορία του, χτίζει τις εκκλησιές του, τους θρύλους και τους μύθους του με ευλάβεια. Ενορχηστρωτής της εντυπωσιακής ομορφιάς, η φύση. Φως, αγέρας, πράσινο, νερά.
«Μέρωνας» μονολογώ, «μερεύει η ψυχή, κρατά πάντα φως, παρόλο που το σκοτάδι πυκνώνει.»
Χαμογελά ο Μανώλης. «Ναι η ψυχή μερεύει επά, δεν είναι τυχαίο το όνομα τούτονε. Ξέρεις πως σε ένα χειρόγραφο του Αρκαδιού ο τόπος αναφέρεται ως Ελία, που σημαίνει τόπος που φεγγοβολά.»
«Και το Μέρωνας, από πού έρχεται» τον ρωτώ. Γελά. «Καταλαβαίνεις πολλά θαρρώ εσυ …»
«Τι εννοείς;»
«Κάποτε, στη ρούγα του Άη Γιάννη οι χωριανοί είδαν μια περίεργη λάμψη, ένα φως. Στην αρχή ετρομάξανε, το φως επέμενε να μπέμπει την λάμψη του και αποφάσισαν να πάνε να δουν ήντα συμβαίνει.
Σίμωσαν και είδαν πως το φώς ερχόταν από μια βάτο. Ένα σανίδι ήταν, πλαστήρι θαρρούσανε, το έφεραν το λοιπό στον Άη Γιάννη και το άφησαν χάμες.
Την άλλη μέρα το πλαστήρι ξαναγάηρε στη βάτο και έφεγγε ξανά.
Εφοβήθηκαν και έβαλαν φωθιά στη βάτο για να καεί και το πλαστήρι. Όμως αυτό δεν εκάηκε και συνέχιζε να φεγγοβολά. Τότε είδαν πως το πλαστήρι δεν ήταν παρά μια εικόνα τση Παναγίας. Σε εκείνο το σημείο έχτισαν την εκκλησιά, και έτσι μέρεψε η Χάρη τζη. Γι αυτό και το χωριό επήρε το όνομα Μέρωνας …»
Συνεχίσαμε να περπατάμε το ανηφορικό καλντερίμι, συζητώντας και ανασαίνοντας την δροσιά του βουνίσιου αέρα.
Ξαφνικά, μπλέχτηκαν οι μελωδίες των νερών με ήχους καινούργιους. Λύρες και βιολιά, λαούτα και ασκομαντούρες.
Πώς ζωντανεύουν τα άψυχα, πώς σκιρτούν οι πέτρες, στο πέρασμα των βιολόλυρων, κόσμος και μουσικές ξεχύνονταν στο ανηφορικό δρομάκι που οδηγεί στην πλατεία.
«Επέσαμε σε συνεπαρσά», είπαν οι φίλοι μου με ενθουσιασμό. «Συνεπαρσά» επανέλαβα, παλεύοντας με την ντόπια προφορά.
«Από το συνεπαίρνω είναι, κοπέλια. Δηλαδή, παίρνω μαζί μου την παρέα, μουσικά, περπατητά, ρομαντικά. Κάθισες να πιεις μια ρακή στον καφενέ και ξάφνου περνούν οι μουζικοί και σε συνεπαίρνουν! Ίντα κάμεις το λοιπό, ακολουθείς μες απ’ τα σοκάκια του χωριού, μέσα από τσι αυλές. Γνωστοί κι αγνώστοι, ούλοι ένα.»
Γνωστοί κι άγνωστοι, όλοι ένα λοιπόν, αρχίζουμε να ανηφορίζουμε προς την πλατεία του χωριού. Μπροστά τα όργανα και οι τραγουδιστάδες, πίσω εμείς, να δευτεροτραγουδάμε τις μαντινάδες.
Ακολουθείς και τραγουδάς, ενσωματώνεσαι και ζεις την μέθεξη της στιγμής, ταυτίζεσαι με τους ανθρώπους, με τον τόπο, την μουσική.
Η σκιά του Ψηλορείτη δεσπόζει πάνω από το παλιό σχολειό. Το χωριό μοιάζει να στέκει με δέος απέναντι στον επιβλητικό όγκο που στην κορφή του έχει στέμμα την πρώτη λάμψη του φεγγαριού. Σε λίγο, το φεγγάρι ξεπροβάλλει ολόγιομο απ’ το αγέρωχο βουνό.
Ουρανός, φεγγάρι, Ψηλορείτης, δεμένα σε ένα σφιχταγκάλιασμα, είπα θα κοπεί η ανάσα μου.
Ήθελα να σταθώ εκεί, να νιώσω μέχρι τα μύχια της ψυχής μου την αίσθηση της εικόνας που έφερνε δάκρυα στα μάτια, όμως ήρθε η κοντυλιά να με παρασύρει:
Η πρώτη αγάπη τση ζωής
έχει την ομορφιά της
μα δίνει βάσανα πολλά
στ’ απομισέματά της
Εκείνο το βράδι, ένα κρυφό σχολειό της κρητικής μουσικής έκλεινε τις πύλες του με ένα μεγάλο γλέντι στην πλατεία του χωριού μετά από έξι μέρες διδασκαλίας ήχων και χρωμάτων. Κρυφό γιατί κάτω από τα δέντρα, μέσα στις παραδοσιακές αυλές, τους καφενέδες, κάτω από την στέγη του παλιού σχολείου, μέσα στην ύπαιθρο όπου γίνεται το μάθημα, παραμένει ‘’κρυφό ‘’, κρυμμένο από τους πειρασμούς της εμπορεύσιμης, νεοκρητικής υστερίας που κατακλύζει το νησί. Μέσα σ’ αυτή την μοναδική φύση, ο Πολιτιστικός σύλλογος και οι κάτοικοι του Μέρωνα διαλέγοντας τον δύσκολο δρόμο της γνώσης ανοίγουν για έξι μέρες το παλιό σχολείο του χωριού. Υποδέχονται σημαντικούς δασκάλους οι οποίοι μεταλαμπαδεύουν τις γνώσεις και τα βιώματα τους για την Κρητική μουσική και τον χορό σε μαθητές απ’ όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό, με στόχο να παραχθεί ένα ολοκληρωμένο έργο γνώσης. Ποιοι είναι οι δάσκαλοι και τα μαθήματα;
Δημήτρης Σγουρός : Kρητική λύρα. Μουσική της Ανατολικής Κρήτης: Κοντυλιές, σκοποί του Ερωτόκριτου, σκοποί της Ρίμας (αφηγηματικά τραγούδια), πηδηχτός ανατολικής Κρήτης, παραλλαγή των βασικών μελωδικών μοτίβων.
Δημήτρης Σιδερής : Kρητικό λαούτο. Τεχνικές συνοδείας και σόλο ερμηνείας, ο ρόλος του οργάνου και ο αυτοσχεδιασμός των παραλλαγών.
Γιώργος Ζαχαριουδάκης : Κρητικά πνευστά όργανα. Ερμηνεία κρητικής μουσικής και τεχνικές εκτέλεσης κρητικών πνευστών οργάνων (σφυροθιάμπολο, μαντούρα, διπλομαντούρα, ασκομαντούρα).
Στρατής Σκαράκης : Κισσαμίτικο Βιολί. Εισαγωγή στο Κισσαμίτικο μουσικό ιδίωμα. Γνωριμία με το μουσικό έργο βιολιστών από τις αρχές του 18ου αιώνα έως τα μέσα του 20ου αιώνα. Συρτά, Πεντοζάλη, Χανιώτικη Σούστα (Γιτσικιά). : Πρακτική άσκηση: 1) εκμάθηση μελωδιών, 2) μουσικό ύφος έκφρασης, 3) μετρική αγωγή – σύνδεση μουσικών και χορευτικών μέτρων.
Γιακουμάκης Νίκος – Βαγγέλα Κατερίνα: Κρητικοί Χοροί
Οι εραστές των παλιών ήχων της Κρήτης, συνεχίζουν να ψάχνουν τα παλιά μονοπάτια προσπαθώντας να μυήσουν τους καινούργιους μουσικούς στην απίστευτη διάσταση της έρευνας. Είναι ο μόνος τρόπος να διαμορφώσουν τον προσωπικό τους ήχο, βιωματικά, ελεύθερα, μακριά από συμβιβασμούς και προχειρότητες. Φωτισμένη η πλατεία από τα λαμπερά χαμόγελα του κόσμου κάθε ηλικίας – αλήθεια, δεν είδα πουθενά ‘’γερασμένους’’ ανθρώπους. Είδα ανθρώπους γοητευτικούς ,όμορφους που είχαν την αίσθηση του τόπου, της βαριάς ιστορίας, της παράδοσης τους. Είδα ψυχές φιλόξενες, αλληλέγγυες, φωτεινές.
Στην αυλή του παλιού σχολείου μας περίμενε το μεγάλο τραπέζι. Ήρθε η πρώτη ρακή για το καλωσόρισμα.
Μη τη βαροπατείς τη γη, ήταν ο τίτλος του φετινού 7oυ μουσικού Διδασκαλείου.
Ντράπηκα να ρωτήσω τι θελαν να πουν με αυτό το τίτλο, μα το κατάλαβα αργότερα, όταν ξεκίνησε ο χορός. Καθώς η ρακή έρεε άφθονη, και επειδή η παραδοσιακή μουσική είναι αναπόσπαστη από το φαγητό, ήρθαν οι γεύσεις της καθημερινότητας, αυτές που συντροφεύουν πάντα τα γλέντια και τον χορό. Κοιτάζω τον Μανώλη και πριν προλάβω να ρωτήσω ξεκινάει την κουβέντα:
«Έξι μέρες το χωριό ήταν στο πόδι, ήρθαν οι ξένοι άνθρωποι και άνοιξαν όλα τα σπίτια να τους φιλοξενήσουν, ζωντάνεψαν οι καφενέδες και οι ταβέρνες από τσι μουσικές και τσου χορούς, τραγουδούσαν οι παρέες, μοσχοβολούσε ο τόπος από τσι μυρωδιές των σπιτιών. Τα φαγητά τούτα είναι σπιτικά, και η ρακή και το κρασί. Κάθε νοικοκυριό πρόσφερε για την χόρταση του κόσμου. Πού να ήσουν την πρώτη μέρα, στα ‘’Χειρομυλογυρίσματα και Χοντρομαγειρέματα’’ … Όλο το Αμάρι το κουβεντιάζει το γεγονός. Εκειά πάνω, λένε, οι δασκάλοι δείχνουν πώς να παλεύεις ,πώς να γλεντίζεις ,και πώς να πορπατείς στη γη…»
Ξεχύνονται στον αέρα οι πρώτοι ήχοι των οργάνων από τους μαθητές, που κάθονται κυκλικά γύρω από τους δασκάλους στη μέση της πλατείας. Μια παρέα εκφραστές του αυθεντικού κρητικού ιδιώματος. Όσο άσχετος και να είσαι, το νιώθεις. Νιώθεις το παίξιμο, το αρχέγονο. Οι μαθητές μπολιασμένοι με την αισθητική της μουσικής, τα ιδιώματα των άκρων Λασίθι και Χανιά, αρχίζουν τις κοντυλιές. Και πάνω απ’ όλα διακρίνεται το ήθος, ως προς τον τρόπο που αντιμετωπίζουν όλο αυτό το πολύτιμο υλικό που τους παραδόθηκε. Βλαστοί του Μέρωνα. Κι εδώ είναι η αλήθεια της ψυχής. Άνθρωποι που τεχνικά δεν θα τους έλεγες δεξιοτέχνες, παίζουν με τρόπο καταλυτικό, με τρόπο που σε ‘’πιάνει’’.
Η νύχτα προχωρούσε γαληνεμένη με την άγρυπνη σκιά του Ψηλορείτη σκέπη στις αλήθειες μας που έβγαιναν ασυγκράτητα από τα σπλάχνα μας.
Η νύχτα είναι μάρτυρας
Στους όρκους σου μικρή μου
Και δα δε θες να την γροικώ
Μπλιό την αθιβολή μου
Όλα εδώ εκπέμπουν αγάπη, όλα γίνονται όπως η ψυχή προστάζει. Οι παρέες, τα κεράσματα, τα πειράγματα, ο χορός. Πόσο υψηλής αισθητικής είναι η παραδοσιακή έκφραση των ανθρώπων της υπαίθρου…
Ο Μανώλης φέρνει ένα παλικάρι στο τραπέζι και με συστήνει, μια εγκάρδια χειραψία και ένα αληθινό χαμόγελο. Γνωρίζω τον Στρατή Σκαράκη, ένα νέο άνθρωπο, δάσκαλο στο 7ο Μουσικό Διδασκαλείο, που εισάγει τους μαθητές στο Κισσαμίτικο μουσικό ιδίωμα, και τους μαθαίνει το μουσικό έργο των βιολιστών της περιοχής, από τις αρχές του 18ου αιώνα έως τα μέσα του 20ου. Ο Στρατής ανήκει στην νέα γενιά που δρα ελπιδοφόρα στα μουσικά πράγματα του τόπου του. Εξαίσιος βιολιστής, αισθαντικός τραγουδιστής, ισορρόπησε και γλύκανε την ταλαιπωρημένη από τα εκο και του νεοκρητικού στίχου και ήχου αισθητική μας. Βρίσκω ευκαιρία, το δημοσιογραφικό δαιμόνιο βλέπεις, να του πάρω μια σύντομη συνέντευξη:
-Στρατή, σε ποια ηλικία ξεκινάς το βιολί και…
Με διακόπτουν. Έρχονται κεράσματα, γεμίζουν τα ποτήρια, εις υγείαν, πάντα υγειά, να ζήσει η Κίσσαμος!
«Εγώ είμαι Ρεθυμνιώτης», μας λέει ο κύριος που έφερε την ρακή, αλλά σαν τους Κισσαμίτες χορευτές δεν υπάρχουν σε ούλη την Κρήτη…»
Να μη σηκωθώ να χορέψω Χανιώτη, θα γίνω ρεζίλι, σκέφτηκα φωναχτά.
«Γιάντα! Άμα το θέλει η ψυχή σου θα πάνε τα πόδια εκειά όπου πρέπει να πατούν! Και άμα σου παίζει ο Στρατής ..εκεί να δεις μεράκι!»
«Λοιπόν, Στρατή…»
«Να, ξεκίνησα το βιολί σε ηλικία οκτώ ετών. Είμαι γεννημένος το 1988. Οι πρώτες μου επιρροές είναι από τον κύκλο στα χωριά μου. Απ’ τα γλέντια και τσι παρέες. Είμαι από την Κίσσαμο, γέννημα θρέμμα, από την Γκραμπούσα, εκειά κοντά στην θάλασσα όπου μας δέρνει ο βοριάς.»
«Είχες οικογενειακά ακούσματα;»
«Όχι δεν είχα από την οικογένεια, κανείς δεν ήταν οργανοπαίκτης. Στα τέσσερα μου, άρχισα να υποδύομαι ότι παίζω βιολί, με δυο ξύλινες κουτάλες τσι μάνας μου, τσι μαγειρικής, και μουρμούριζα σκοπούς. Στα έξι μου χρόνια, ο αδερφός του πατέρα μου που είχε ένα επιπλοποιείο, είπε σε ένα τοπικό οργανοποιό που έφτιανε βιολιά και μου έφτιαξε και μένα. Από τότε ξεκίνησε η περιπέτεια μου με το όργανο.»
«Με ποια ακούσματα πορεύεσαι, και ποιοι ήταν οι καλλιτέχνες που ακολούθησες τα χνάρια τους;»
«Οι πρωτομάστορες που λέμε… Ήμουν τυχερός που κάποιους τους πρόλαβα και πήρα ότι καλύτερο. Νιώθω πως κουβαλάω το φορτίο τους και τους χρωστώ. Τώρα δεν υπάρχουν πια στην ζωή, να δουν πως δικαιώνονται…»
«Δικαιώνονται από τις νέες γενιές, και από αυτά τα σημαντικά που γίνονται – όπως αυτό το διδασκαλείο στο Μέρωνα;»
«Στο Μέρωνα ήρθα πρώτη φορά πέρσι και ενθουσιάστηκα. Είναι η ομορφιά και η γαλήνη του τόπου που σου ξυπνά άλλα πράγματα μέσα σου. Κοίτα μόνο που είναι κάτω από το Ψηλορείτη …»
Συμφωνήσαμε και οι δύο με ένα νεύμα. Ο Στρατής συνέχισε:
«Αυτές τις μέρες περπατάς και σε κάθε σημείο του χωριού ακούς μουσικές. Πότε λύρες, πότε βιολιά, πότε λαούτα. Και εδώ νιώθεις καλύτερα τη μουσική. Όταν μου πρότεινε ο μεγάλος δάσκαλος ο Δημήτρης ο Σγουρός να έρθω δέχθηκα με χαρά. Και, ναι, νομίζω πως εδώ με αυτή την προσπάθεια δικαιώνονται οι δάσκαλοι μας.»
«Τι ακριβώς διδάσκεις τους μαθητές σου;»
«Προσπαθώ να τους μεταδώσω το χρώμα και το ιδίωμα της Κισσάμου, να τους δείξω τη μουσική σύνδεση με το χορό στα σερτά. Ξέρεις, το σερτό έχει αρχή, μέση, τέλος.»
«Υπάρχει διαφορά στη μουσική και στο χορό ανάμεσα στους βουνίσιους και στους θαλασσινούς;»
«Μεγάλη ! Η φύση επηρεάζει τον άνθρωπο στο τρόπο που παίζει, που τραγουδεί, που χορεύει, που σκέφτεται. Αυτοί που ζουν στα βουνά πορπατούν κοφτά και με ίσιο το κορμί-»
«Δωρικοί…»
«Ακριβώς! Όπως πορπατούν, χορεύουν. Και στο παίξιμο τους υπάρχει αυτή η δωρικότητα. Εμείς οι θαλασσινοί έχομε το κύμα στα πόδια αλλά και στο παίξιμο. Μπαλίζουν τα πόδια, σα να πατούν μια στεριά μια θάλασσα, έχομε άλλες παύσεις, χορεύουμε και παίζουμε σα να έχει μια μπονάτσα, μια φουρτούνα .»
Τον φωνάξανε και η κουβέντα μας σταμάτησε λίγο απότομα. Τσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας με την υπόσχεση να τα πούμε σύντομα. Ο Στρατής πήρε την θέση του στο πάλκο και το γλέντι ξεκίνησε. Γλυκός ήχος, λιτός, παρασύρθηκα στο χορό ,ένιωσα πως ήμουν χρόνια εκεί, παρέα με αυτούς τους ανθρώπους με το καθάριο βλέμμα και το φωτεινό χαμόγελο .
Βλέπω τα ανάλαφρα κορμιά, τα βήματα των χορευτών και κοιτώ πάλι το πανό πάνω στον πέτρινο τοίχο του παλιού σχολειού ‘’Μη τη βαροπατείς τη γη ‘’.
Μη τη βαροπατείς τη γης ,γιατί πονεί το χώμα
μα δεν μπορεί να σου πει, γιατί δεν έχει στόμα
Σκίρτημα ψυχής και βήματα, βρίσκονται πάντα σε ακριβή συγχρονισμό. Έτσι έρχεται ο χορός, είναι η διάθεση που προκύπτει από την ομορφιά των σκοπών, των τραγουδιών, των ανθρώπων, καταστάλαγμα της προσωπικής διαδρομής, αναζήτησης και έκφρασης. Επισκέπτες, μουσικοί, δάσκαλοι βιώσαμε την απλότητα και τον λυρισμό της κρητικής μουσικής και σμιλέψαμε στις ψυχές μας τη γνησιότητα, το ήθος, τη συνεπαρσά.
Ο χορευτής δε φαίνεται στα σάλτα που θα παίξει
Μα όντε κλέβει τη ματιά το δίχως να σαλέψει
Μεσουράνησε το φεγγάρι, ο χρόνος έχασε την δύναμη του, τον εξουσίασαν η μέθεξη και οι μελωδίες. Δεν χωρούσε στις καρδιές.
«Σε λίγο ξημερώνει» είπα στον Μανώλη.
«Ετέλειωσε η Παρασκευή
Ξημέρωσε Σαββάτο
Κι ο π’ αγαπά στη γειτονιά
Φυτρώνει ωσά το βάτο!»
Με αποστόμωσε. Ας ετοιμαζόμαστε για την επιστροφή… Ανημένω… Του χρόνου ξανά, να είμαστε καλά να ανταμώσουμε!
Μέρωνας, Αύγουστος 2017
Έφη Μαχιμάρη