«Στο όνειρό μου,/ καθώς διεισδύω πέρα για πέρα/ στο μεδούλι του οστού μου, / στο αληθινό μου όνειρο,/ στο Μπίκον Χιλ αναζητώ μια πινακίδα/ την οδό Ελέους συγκεκριμένα./ Δεν είναι εκεί».»
Στο βάθος των έρημων δρόμων, πίσω από τους τοίχους του σπιτιού, κάτω από τα οικεία έπιπλα, τους συγγενείς, τις πορσελάνες «όπου μπαίνει το βούτυρο τέλεια τετραγωνισμένο, σαν δόντια ενός παράξενου γίγαντα», η μητέρα, ο πατέρας είναι συναισθηματικά απόντες, σκληροί, ίσως κακοποιητικοί. Στο βάθος του εαυτού η οδός Ελέους δεν υπάρχει.
Η Ανν Σέξτον, ένα παιδί ανεπιθύμητο, όπως πίστευε, περπατά, περπατά «Ανάβω σπίρτα στις πινακίδες των οδών… Ο δρόμος είναι άφαντος… Κλείσε τις κουρτίνες/ δεν με νοιάζει!/ Μαντάλωσε την πόρτα, έλεος,/ σβήσε τον αριθμό,/ γκρέμισε την πινακίδα μου, / τι σημασία μπορεί να έχει… γι’ αυτόν τον τιποτένιο… που έφυγε μ’ ένα νεκρό καράβι».
Το 1986 ο Πήτερ Γκάμπριελ κυκλοφόρησε το άλμπουμ So όπου περιλαμβάνεται το Mercy street, ένα κομμάτι που λάτρεψα τότε, και το ακούω ακόμα με την ίδια συγκίνηση, και πιστεύω ότι ο χρόνος δεν το έχει φθείρει, παρότι το βινύλιο γρατζουνάει πια ύστερα από τόσα χρόνια. Είναι ένα κομμάτι που ο Γκάμπριελ εμπνεύστηκε από το ποίημα της Ανν Σέξτον «45 Mercy Street” «Οδός ελέους αριθμός 45». Ο Γκάμπριελ, πάντα τολμηρός μπροστά στα σκοτεινά, βαθιά, δύσκολα θέματα, μεταγράφει το ποίημα της Σέξτον και καταφέρνει να μας στοιχειώσει με τα αργά, μελαγχολικά χορωδιακά, κρουστά, πνευστά, κιθάρες και έγχορδα, σε μια σύνθεση fusion όπου κυριαρχούν τα κύμβαλα και δύο φωνές. Όπως πολύ συχνά συμβαίνει και στην ποίηση της Σέξτον, όπου δύο εαυτοί συνομιλούν μεταξύ τους, στο μουσικό αυτό κομμάτι δύο Πήτερ Γκάμπριελ, ένας μια οκτάβα χαμηλότερα από τον άλλον, απαγγέλουν τη δική του οδό Ελέους που ακολουθεί πιστά, αν και όχι τόσο κρυπτικά, το πνεύμα της Σέξτον.
Ο Πήτερ Γκάμπριελ λέει, «Ονειρεύεσαι στην οδό Ελέους/ Φοράς το μέσα έξω σου/ Ονειρεύεσαι την οδό Ελέους/ Στην αγκαλιά του μπαμπά σου και πάλι». Κι ύστερα βάζει την ποιήτρια – δώδεκα χρόνια μετά το θάνατό της – μέσα στο νεκρό καράβι, έλεος δεν υπάρχει, δεν βρέθηκε, «Με το καράβι ας ξανοιχτούμε/ Ας περιμένουμε ώσπου να πέσει το σκοτάδι/ Η Ανν, μαζί με τον πατέρα της ξανοίγεται στο καράβι/ Αρμενίζει στο νερό/ Αρμενίζει στα κύματα της θάλασσας».
Κοχλάζει η σκοτεινιά και στα δύο ποιήματα. Όμως δεν είναι η σκοτεινιά του κακού, αλλά της δυσκολεμένης ψυχής που ψάχνει για τη λύτρωση.
Πριν οι Evanescence και οι Linkin Park γίνουν πολιτισμικά φαινόμενα, η Ανν Σέξτον έγραφε ποίηση για την οδύνη, την αποξένωση, τη λαχτάρα για την ανθρώπινη επαφή. Αλλά και για τις μάγισσες – για την ασφυξία της γυναίκας στο ρόλο που της είχε αποδώσει η κοινωνία. «Βγήκα, δαιμονισμένη μάγισσα/ στοιχειώνοντας τον μαύρο αέρα, πιο τολμηρή κι από τη νύχτα… Μια τέτοια γυναίκα δεν είναι ακριβώς γυναίκα/ Έχω υπάρξει ον του είδους της».
Στίχοι σαν και αυτούς, αλλά και η εικόνα της ίδιας της Ανν Σέξτον – μιας εντυπωσιακής γυναίκας με βραχνή φωνή, μιας περφόρμερ σχεδόν στις απαγγελίες των ποιημάτων της – συνδέουν την ποιήτρια όχι τόσο με την ποίηση της γενιάς της, όσο με τη ροκ μουσική σκηνή. Με ερμηνεύτριες όπως η Λώρι Άντερσον, η Άννι Λένοξ, η Πάτι Σμιθ, που μιλούν για το φύλο τους με την ίδια αποκαλυπτική και απελευθερωτική τεχνική.
Η ποίηση της Ανν Σέξτον είναι σκληρή, σε χτυπάει κατακούτελα. Δεν πρόκειται για ποίηση υπαινιγμών και αποχρώσεων, η Σέξτον μιλάει άμεσα, με εικόνες απροσδόκητες βγαλμένες από έναν συνδυασμό λέξεων και συμβόλων που δημιουργούν τη γητειά, και σε βάζουν να κοιτάζεις κατάματα τους φόβους, το τραύμα, ενώ εκείνη σου μιλά χωρίς φραγμούς για μυστικά, για τον έρωτα, για τη σωματικότητα, για δυσλειτουργικές οικογένειες, για ψυχιατρεία, ενώ σου μιλά με σκληρότητα για την τρέλα, για την αγριότητα της ζωής. Χρειάζεται θάρρος για να μιλήσεις για όλα αυτά. Για να μιλήσεις με αυτό τον τρόπο για τη δόξα και για τα πάθη της ζωής.
Οι σκέψεις της Σέξτον αναδύονται από τα βάθη του σκοτεινού ασυνείδητου, φτιάχνουν έναν λυρικό εφιάλτη που συγκλονίζει με την ένταση του πάθους, της οργής, του μίσους. Εδώ όμως υπάρχει μια παραδοξότητα. Όταν η Σέξτον μιλάει για αγάπη η τρυφερότητα που αποπνέει ο λόγος είναι τόσο μεγάλη που αναρωτιέσαι αν το ποίημα γράφτηκε από την ίδια. Όπως αυτό που έγραψε μετά την αυτοκτονία της φίλης της ποιήτριας Σύλβια Πλαθ Ο θάνατος της Σύλβια. «Ω μικροσκοπική μητέρα… ω αστεία δούκισσα!/ Ω ξανθό κορίτσι!»
Στο Οχυρό, ποίημα γραμμένο για την κόρη της Λίντα, διαβάζουμε, «Αγάπη μου, η ζωή δεν βρίσκεται στα χέρια μου… / Ποια κιβωτό/ Μπορώ να σου ετοιμάσω όταν ο κόσμος αγριεύει;… Παιδί μου, δεν μπορώ να σου υποσχεθώ ότι θα βγει η ευχή σου… Δεν μπορώ να σου υποσχεθώ πολλά/ Σου δίνω τις εικόνες που γνωρίζω… Σου υπόσχομαι αγάπη. Ο χρόνος δεν θα το αφαιρέσει αυτό». Νομίζω πως κανείς δεν το περίμενε ότι η Σέξτον θα μπορούσε να μιλήσει μια τόσο στοργική, μια τόσο μητρική γλώσσα. Και αφού έχει γνωρίσει, αφού έχει βιώσει τη σκληρότητα του κόσμου, αφού γνωρίζει επίσης ότι τίποτα δεν μπορεί να κάνει για να προφυλάξει το παιδί της απ’ αυτήν, της κληροδοτεί το μεγαλύτερό της όπλο, τη μεγαλύτερη δύναμη που διαθέτει: τις εικόνες. Ιδιοφυής, γενναιόδωρη αγάπη από μια γυναίκα που, ωστόσο, ποτέ δεν παινεύτηκε για το μητρικό της ένστικτο.
Ο τόμος αυτός περιλαμβάνει 140 ποιήματα που έχουν επιλεγεί από διάφορες ποιητικές συλλογές. Από τα στοχαστικά ποιήματα της συλλογής Προς το Μπέντλαν και εν μέρει προς τα πίσω (1960), στο Όλοι οι ακριβοί μου (1962) (στίχος παρμένος από τον Μακμπέθ που βγαίνει από τα χείλη του Μακντάφ όταν μαθαίνει ότι ο τύραννος σκότωσε τη γυναίκα και τα παιδιά του), στο Ζήσε ή πέθανε (1966), συλλογή για την οποία της απένειμαν το βραβείο Πούλιτζερ, στα Ερωτικά ποιήματα (1969), στις Μεταμορφώσεις (1971) όπου η Σέξτον «διαβάζει» με δικό της τρόπο τα παραμύθια των Γκριμ και μιλά για την πατρική καταπίεση, ως τα Σημειωματάρια του θανάτου, θα γνωρίσουμε τη Σέξτον ενώ δοκιμάζει διάφορα ποιητικά είδη.
Στον τόμο αυτό θα διαβάσουμε επιπλέον μια αποκαλυπτική (όσο και τα ποιήματά της) συνέντευξη που η ποιήτρια έδωσε στο Paris Review το 1968, έξι χρόνια πριν την αυτοκτονία της.
Η άρτια μετάφραση και η επιλογή των ποιημάτων είναι της Δήμητρας Σταυρίδου.
Το εξώφυλλο είναι της Βαρβάρας Μαυρακάκη.