Ο Οδυσσέας ιστορώντας στον Αλκίνοο, τον βασιλιά των Φαιάκων, τις περιπέτειές του από τη στιγμή που άφησε την κατακτημένη Τροία, διηγείται ότι μετά τη χώρα των Λαιστρυγόνων έφθασε μαζί με τους περίπου σαράντα συντρόφους του στο νησί της Κίρκης, την Αία. Αγκυροβόλησαν σε μιαν ακτή, και ο Οδυσσέας χώρισε τους συντρόφους του σε δύο ομάδες· στη μία επικεφαλής ήταν ο ίδιος, στην άλλη ο Ευρύλοχος. Κατόπιν, μετά από κλήρωση, η ομάδα τού Ευρύλοχου ανέλαβε να εξερευνήσει το νησί.
Με τους στίχους 210-240 και 307-399 που παραθέτουμε ο Οδυσσέας αρχίζει και στη συνέχεια ξετυλίγει την αφήγησή του για την Κίρκη και τα μάγια της⸺ η ομηρική περιγραφή γοητεύει με την έξοχη γλαφυρότητά της.
Στ. 210-240
Σε μια κοιλάδα, στη συνέχεια, βρήκαν κτισμένα
με πελεκημένες πέτρες τ’ ανάκτορα της Κίρκης, σε χώρο ορατό
από παντού·
και γύρω τους υπήρχανε λύκοι βουνίσιοι και λιοντάρια
που [η θεά] η ίδια τα καθυπόταξε εντελώς,
αφού βοτάνια μαγικά και βλαβερά τούς έδωσε.
Κι αυτά, όχι, δεν όρμησαν ενάντια στους άντρες, αλλά αντίθετα,
τότε σηκώθηκαν και γυροφέρνοντάς τους κουνούσαν τις μακριές
ουρές τους.
Και όπως όταν τα σκυλιά κουνάνε τις ουρές τους
τριγύρω από τ’ αφεντικό σαν έρχεται από γεύμα,
γιατί πάντα διάφορα τους φέρνει που ικανοποιούν την πείνα τους,
έτσι κι οι λύκοι με τα νύχια τους τα δυνατά
μαζί και τα λιοντάρια τριγύρω τους κουνούσαν τις ουρές τους·
κι αυτοί τρομάξανε σαν είδανε τα φοβερά θεριά.
Σταθήκανε στην πύλη της θεάς με τις πανέμορφες πλεξούδες
και από μέσα ακούγανε την Κίρκη που με φωνή ωραία τραγουδούσε
δουλεύοντας στον αργαλειό μεγάλο ύφασμα αθάνατο,
καταπώς είναι τα λεπτά, χαριτωμένα και λαμπρά έργα των θεαινών.
Τότε ανάμεσα σ’ αυτούς άρχισε ο Πολίτης να μιλάει, ο πρώτος
των ανδρών,
που ο πιο αγαπητός μού ήτανε κι ο πιο πιστός απ’ τους συντρόφους:
« Φίλοι, μέσα εκεί, κάποια δουλεύοντας στον αργαλειό
μεγάλο ύφασμα, ωραία τραγουδάει,
κι όλο το δάπεδο ολόγυρα αντηχεί, είτε θεά είτε γυναίκα είναι·
αλλά εμπρός, ας τη φωνάξουμε το γρηγορότερο».
Μ’ αυτά λοιπόν τα λόγια μίλησε, κι αυτοί τη φώναζαν
καλώντας την.
Κι εκείνη βγαίνοντας αμέσως, τις πόρτες άνοιξε
που αστραποβολούσανε και τους καλούσε μέσα·
κι ελόγου τους όλοι μαζί, μην ξέροντας, ακολουθούσαν·
μα ο Ευρύλοχος έμεινε πίσω, γιατί υποπτεύθηκε ότι παγίδα είναι.
Αφού τους πήρε μέσα, τους έβαλε να κάτσουν σε καθίσματα και
θρόνους
και ανακάτευε γι’ αυτούς μέσα σε Πράμνειο 1 κρασί
τυρί, κριθάλευρο και ξανθό μέλι·
και με το φαγητό ολέθρια βοτάνια ανάμειξε,
για να ξεχάσουνε ολότελα την πατρική τους γη.
Και στη συνέχεια, αφού τους έδωσε και ήπιαν,
αμέσως έπειτα μ’ ένα ραβδί τούς χτύπησε
και μες στο χοιροστάσιο τους έκλεισε.
Κι αυτοί είχαν κεφάλια και φωνή, τρίχες και σώμα χοίρων,
ενώ αντίθετα ο νους τους, σαν πρώτα ακριβώς, έμεινε σταθερός.
Circe offering the Cup to Odysseus. JW Waterhouse
Οι μεταμορφωμένοι άντρες θρηνούσαν μαντρωμένοι για το κακό που τους βρήκε, ενώ έξω από το παλάτι μάταια τους περίμενε ο Ευρύλοχος να βγουν. Έτρεξε λοιπόν στο καράβι και ανέφερε στον Οδυσσέα την εξαφάνισή τους. Εκείνος τότε ζώστηκε το ξίφος, πήρε το τόξο του και ξεκίνησε για το ανάκτορο της Κίρκης. Στον δρόμο συνάντησε τον Ερμή, ο οποίος τον ενημέρωσε τι είχε κάνει η Κίρκη στους άντρες του, του έδωσε ένα βοτάνι για να προστατευθεί από τα μάγια της θεάς και τον συμβούλευσε πώς να της φερθεί για να σώσει και τον εαυτό του και τους συντρόφους του ⸺ να ορμήσει εναντίον της με το ξίφος, να την υποχρεώσει να ορκιστεί ότι δεν θα τον πειράξει και να δεχτεί να κοιμηθεί μαζί της.
Και ο Οδυσσέας συνεχίζει:
Στ. 307-399
΄Υστερα ο Ερμής έφυγε πάνω από το δασωμένο το νησί
για τον ψηλό τον ΄Ολυμπο, κι εγώ τραβούσα για της Κίρκης το παλάτι·
κι ως πήγαινα, έγνοιες πολλές ταράζανε το νου μου.
Και στάθηκα στην πύλη της θεάς με τις πανέμορφες πλεξούδες·
εκεί λοιπόν σαν στάθηκα εφώναξα, και η θεά άκουσε τη φωνή μου.
Κι αυτή αμέσως βγαίνοντας, τις πόρτες άνοιξε
που αστραποβολούσανε και μέσα με καλούσε·
κι εγώ την ακολούθαγα με την καρδιά βαλαντωμένη.
Μ’ έφερε μέσα και με έβαλε πάνω σε θρόνο να καθίσω
που μ’ αργυρά καρφιά ήτανε στολισμένος, θρόνος ωραίος,
πολυποίκιλτος, που είχε από κάτω σκαμνί για ν’ ακουμπούν τα πόδια·
και κυκεώνα2 μού ’φτιαξε μέσα σε κύπελλο χρυσό για να τον πιω
κι έριξε μέσα βότανα, κακά μες στο μυαλό της μελετώντας.
Μετά, αφού μου το ’δωσε και το ’πια όλο μα όμως δε με μάγεψε,
με χτύπησε με το ραβδί κι είπε τα λόγια τούτα φωναχτά:
«Τράβα τώρα στο χοιροστάσιο και με τους άλλους
τους συντρόφους σου κοιμήσου».
΄Ετσι μιλούσε ελόγου της, κι εγώ το αιχμηρό το ξίφος
τραβώντας από το μηρό πάνω στην Κίρκη όρμησα,
τάχα γυρεύοντας να τη σκοτώσω.
Και τότε εκείνη έσυρε κραυγή κι έτρεξε σκύβοντας3 κι αγκάλιασε
τα γόνατά μου
και μέσα από κλάματα λόγια μού είπε φτερωτά:
« Ποιος είσαι κι από πού; Πού είν’ ο τόπος σου και οι γονείς σου;
Θαυμάζω κι απορώ που δε μαγεύτηκες, παρόλο που τα βότανα
ετούτα ήπιες·
γιατί κανείς, κανένας άλλος άντρας δε θα μπορούσε να αντέξει
τα βότανα αυτά, όποιος τα πιει
κι απ’ τη στιγμή που το φραγμό περάσουν των δοντιών του.
Όμως εσένα η ψυχή μέσα στα στήθια σου απρόσβλητη από
τα μάγια είναι.
Πιστεύω πως εσύ είσαι ο πολυμήχανος ο Οδυσσέας,
για τον οποίο πάντα μού μιλούσε ο αργεϊφόντης4
που το χρυσό ραβδί5 κρατά πως θε να ’ρθει
γυρνώντας απ’ την Τροία με το γοργό μαύρο καράβι του.
Μα έλα, βάλε το ξίφος στο θηκάρι
και έπειτα στην κλίνη μου ας ανεβούμε εμείς οι δυο,
για ν’ αποκτήσουμε εμπιστοσύνη μεταξύ μας
σμίγοντας στο κρεβάτι ερωτικά».
΄Ετσι μιλούσε, κι ύστερα απαντώντας της εγώ με τη σειρά μου
είπα:
«Κίρκη, πώς με παρακινείς μαζί σου να ’μαι μαλακός,
εσύ που τους συντρόφους μου τους έκανες μες στα παλάτια σου
γουρούνια
κι εμένανε τον ίδιο κρατώντας με εδώ
με δόλια σχέδια που κλώθεις στο μυαλό σου
να μπω στην κάμαρά σου μου ζητάς και ν’ ανεβώ στην κλίνη σου,
δειλό και άνανδρο για να με κάνεις, σαν θα ’χω γυμνωθεί.
Όμως εγώ δε θα ’θελα να ανεβώ στην κλίνη σου,
αν δε δεχτείς, θεά, όρκο μεγάλο να μου ορκιστείς,
ότι καμία άλλη μαύρη συμφορά δε θα σκεφτείς για μένανε τον ίδιο».
΄Ετσι μιλούσα, και αυτή ευθύς ορκίζονταν καταπώς της ζητούσα.
΄Επειτα, σαν ορκίστηκε και τέλειωσε τον όρκο,
τότε κι εγώ ανέβηκα στης Κίρκης την πανώρια κλίνη.
Στο μεταξύ, λοιπόν, μες στα παλάτια δούλευαν θεραπαινίδες
τέσσερις,
και είν’ αυτές που σ’ όλο το αρχοντικό τις εργασίες κάνουν·
ετούτες έχουν γεννηθεί από πηγές και από άλση
κι από ποτάμια ιερά που χύνονται στη θάλασσα.
Από αυτές, η μια σκεπάσματα στους θρόνους έβαζε ωραία,
στο πάνω μέρος πορφυρά,
ενώ λεπτά υφάσματα άπλωνε από κάτω·
η άλλη, δε, μπροστά από τους θρόνους τραπέζια έστρωνε αργυρά
κι επάνω τους κάνιστρα απίθωνε χρυσά·
η τρίτη πάλι με νερό, κρασί γλυκό μες σε κρατήρα ασημένιο
ανακάτευε,
κρασί που την καρδιά ευφραίνει, και κύπελλα μαλαματένια μοίραζε·
τέλος, έφερνε η τέταρτη νερό κι άναβε δυνατή φωτιά
κάτω από λέβητα μεγάλο τρίποδο, και ζεσταινόταν το νερό.
Μετά, αφού λοιπόν έβρασε το νερό μέσα στο χάλκωμα τ’ αστραφτερό,
μ’ έβαλε στο λουτήρα να καθίσω
και μ’ έλουζε απ’ το μεγάλο λέβητα τον τρίποδο,
ρίχνοντας στο κεφάλι και στους ώμους [το ζεσταμένο το νερό]
που τ’ ανακάτεψε [με κρύο] για να ’ναι ευχάριστο στο σώμα,
ώσπου επήρε από τα μέλη μου την κούραση που την ψυχή ταλαιπωρεί.
Μετά, αφού με έλουσε και μ’ άλειψε με λάδι άφθονο
και μ’ έντυσε μ’ ωραία χλαίνη και χιτώνα,
μ’ έφερε μέσα και με έβαλε πάνω σε θρόνο να καθίσω
που μ’ αργυρά καρφιά ήτανε στολισμένος, θρόνος ωραίος, πολυποίκιλτος,
και είχε από κάτω σκαμνί για ν’ ακουμπούν τα πόδια.
Και μια θεραπαινίδα, φέρνοντας μ’ όμορφο χρυσό κανάτι
νερό για των χεριών το πλύσιμο,
το ’χυνε πάνω από λέβητα αργυρό για να νιφτώ·
και πλάι έβαλε μακρύ τραπέζι σκαλιστό.
Τότε η σεβάσμια οικονόμος έφερε κι έβαλε μπροστά ψωμί,
και φαγητά πολλά απ’ τα υπάρχοντα παρέθεσε απλόχερα·
και με παρότρυνε να τρώω· ωστόσο την ψυχή μου αυτά δεν την
ευχαριστούσαν,
αλλά καθόμουνα με άλλες έγνοιες στο μυαλό μου
και η ψυχή μου μάντευε δεινά.
Όταν η Κίρκη αντιλήφθηκε να κάθομαι και χέρι στο φαΐ
να μην απλώνω αλλά καημό τρανό να έχω,
ήρθε και στάθηκε κοντά μου και μου ’πε λόγια φτερωτά:
« Γιατί κάθεσαι έτσι, Οδυσσέα, σαν να ’σαι άλαλος
και την καρδιά σου τη χαλάς και ούτε φαγητό ούτε ποτό αγγίζεις;
Θαρρώ πως κάποιο άλλο δόλο [δικό μου] υποπτεύεσαι·
δεν πρέπει να φοβάσαι, γιατί ήδη όρκο βαρύ σ’ ορκίστηκα».
΄Ετσι μιλούσε, κι ύστερα απαντώντας της εγώ με τη σειρά μου
είπα:
« Κίρκη, ποιος άντρας που θα ήτανε σωστός,
θα το βαστούσε η καρδιά του να τρώει και να πίνει πριν,
πριν τους συντρόφους του ελευθερώσει κι εμπρός στα μάτια του
τους δει;
Όμως εάν μ’ όλη σου την καρδιά να πιω με παροτρύνεις και
να φάω,
τότε λευτέρωσέ τους, για ν’ αντικρίσω με τα μάτια μου
τους προσφιλείς μου τους συντρόφους ».
΄Ετσι μιλούσα εγώ, κι η Κίρκη απ’ τη μεριά της
διέσχισε τ’ ανάκτορο και βγήκε, ένα ραβδί στο χέρι της κρατώντας,
τις πόρτες άνοιξε του χοιροστάσιου
κι έξω τους έβγαλε όμοιους με εννιάχρονα θρεφτάρια.
Μετά, ετούτοι απέναντί της στάθηκαν, κι αυτή ερχόμενη
ανάμεσά τους, άλειφε τον καθένα τους με ένα άλλο βότανο·
κι από τα μέλη τους πέφταν κυλώντας κάτω
οι τρίχες που πρωτύτερα έκανε να φυτρώσουν τ’ ολέθριο το βότανο,
εκείνο που τους έδωσε η σεβαστή η Κίρκη·
και πάλι άντρες γίνανε, νεότεροι απ’ ό,τι ήταν πριν,
πολύ πιο όμορφοι και μεγαλόσωμοι να τους θωρείς.
Μ’ αναγνωρίσανε εκείνοι, και ο καθένας τους θερμά μού έσφιξε
τα χέρια.
Και τότε μέσ’ απ’ όλους ανέβηκε ο θρήνος που λαχταρούσε
η ψυχή τους κι απ’ άκρη σ’ άκρη στο παλάτι τρομακτικά
αντιλαλούσε·
και τους σπλαχνίστηκε κι η ίδια η θεά.
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………
Μετά από έναν χρόνο παραμονής τού ήρωα στο νησί της Κίρκης με τους συντρόφους του, η θεά υποχώρησε στις παρακλήσεις του και τον άφησε να φύγει.
Circe poisoning the sea. John William Waterhouse. 1892