You are currently viewing Θανάσης Γκαϊφύλλιας:  Ο Καραγκιόζης και η αυθαίρετη παράγκα – (προδημοσίευση)

Θανάσης Γκαϊφύλλιας:  Ο Καραγκιόζης και η αυθαίρετη παράγκα – (προδημοσίευση)

Έργο οικολογικό και αυθαίρετο – Εικονογράφηση: Τάσος Τσούντος

 

ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ: ΟΙ ΑΠΡΟΣΚΛΗΤΟΙ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ

 

(Μουσική καθώς ανάβουν τα φώτα του μπερντέ και αριστερά βλέπουμε την άθλια παράγκα του Καραγκιόζη ενώ στη δεξιά πλευρά δεσπόζει το επιβλητικό σαράι του πασά. Η σκηνή είναι άδεια αλλά από την παράγκα ακούγεται δυνατό ροχαλητό που διακόπτεται από κραυγές και επιφωνήματα αγωνίας όπως… «Όχι …Όχι …δικά μου είναι ρεεε …άστα κάτω …δικά μου είναι …Όχι …όχι τα μακαρόνια» …Εν τω μεταξύ στη σκηνή έχουν εμφανιστεί τρεις φιγούρες. Ο Χατζηαβάτης, ο Βεληγκέκας κι ένας εφοριακός με τα κιτάπια του υπό μάλης. Σταματούν μπροστά στη παράγκα και χτυπούν την πόρτα,)

ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ (ευγενικά και μελιστάλαχτα): Καραγκιόζο; Είσαι μέσα;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ(αγριεμένα): Μέχρι τώρα δεν ήμουνα αλλά τώρα που με ξύπνησες γύρισα. Τι θες παναθεμάσε!!!

ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Θέλω να σε ρωτήσω…

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Να μη ρωτήσεις τίποτα. Εγώ θα σε ρωτήσω. Τι μέρα είναι σήμερα;;;

ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Δευτέρα.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Η Δευτέρα είναι αργία και να μ’ αφήσεις ήσυχο.

ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Όχι Καραγκιόζη, η Κυριακή είναι αργία, που καθόμαστε. Η Δευτέρα δεν είναι αργία.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Και πότε θα μάθεις ρε θεομπαίχτη ότι και η Δευτέρα που είναι δίπλα στην Κυριακή, είναι κι αυτή αργία. Μόνο που τη Δευτέρα δεν καθόμαστε. Ξαπλώνουμε για να μη κάνουμε καμπούρα. Η ξάπλα είναι φάρμακο. Το είπε κι ο γιατρός μου και σώθηκα.

ΒΕΛΗΓΚΕΚΑΣ: (αγριεμένα) Τι λέει τούτος δω;;; Ποιος γιατρός ορέ;;;

 ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ο Σωτήρης.

ΒΕΛΗΓΚΕΚΑΣ: Έλα έξω ορέ και θα σου δείξω εγώ με τη μαγκούρα, ποιο είναι το καλύτερο φάρμακο για την καμπούρα.

  ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Χατζατζάρη, ήρθες απ’ τ’άγρια χαράματα κι έφερες και παρέα; Κολλητήρη, πήγαινε να δεις ποιους μας κουβάλησε πρωί-πρωί αυτός ο άχρηστος… και να πεις πως είμαστε άνω κάτω… δε θέλουμε επισκέψεις.

(Βγαίνει ο Κολλητήρης)

ΒΕΛΗΓΚΕΚΑΣ: Που είναι ο μπαμπάς σου ορέ ζαγάρι;

ΚΟΛΛΗΤΗΡΗΣ: Ο μπαμπάς μου δεν είναι εδώ.

ΒΕΛΗΓΚΕΚΑΣ: Και που είναι ορέ χαμένο;

ΚΟΛΛΗΤΗΡΗΣ: Μέσα.

ΒΕΛΗΓΚΕΚΑΣ: Και τότε γιατί λες πως δεν είναι εδώ ρε βλαμμένο; Θες να φας καμιά βουρδουλιά;

ΚΟΛΛΗΤΗΡΗΣ: Εδώ είμαι εγώ, είσαι εσύ, είναι αυτός ο Χατζηχαζός κι αυτός ο γυαλάκιας. Ο μπαμπάς μου δεν είναι εδώ. Είναι μέσα.

ΒΕΛΗΓΚΕΚΑΣ: Με κοροϊδεύεις ρε τσογλάνι; Τώρα θα δεις.

ΚΟΛΛΗΤΗΡΗΣ: Μπαμπάκοοοο αυτός με δέρνειιιι!

(Βγαίνει ο Καραγκιόζης φωνάζοντας αγριεμένα—Ποιος είναι αυτός οοο…αλλά μόλις βλέπει τον Βεληγκέκα αλλάζει ύφος και το Οοοοο χαμηλώνει και γίνεται..Ωωω….)

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ωωω τον κύριο Βεληγκέκααα!!!Μαύρα μάτια κάναμε να σας δούμεεε. Ποιος καλός άνεμος σας έφερε στην πόρτα της θύρας μου;

ΒΕΛΗΓΚΕΚΑΣ: Μπρε αχαΐρευτε αυτό το τζαναμπέτικο είναι δικό σου?

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ποιος, ο Κολλητήρης;                                          

ΒΕΛΗΓΚΕΚΑΣ: Ναι μπρε, αυτό το διαολόβγαλμα.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Δικό μου είναι αφεντικό. Είναι το καμάρι μου. Μια μέρα θα με κληρονομήσει. Όλα αυτά που βλέπεις μια μέρα θα γίνουν δικά του.

ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Μια και το έφερε η κουβέντα Καραγκιόζη, ήρθαμε για το καινούργιο φιρμάνι που έβγαλε ο Πολυχρονεμένος μας Πασάς κι έχω ξελαρυγγιαστεί να το φωνάζω από τα χαράματα σ’ όλες τις γειτονιές . Το άκουσες;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Όχι γιατί είχα πέσει σε «χειμερία νάρκη». Αυτή τη μέθοδο εφαρμόζουμε οι αρκούδες,  τα φίδια κι εγώ όταν πεινάμε.

ΒΕΛΗΓΚΕΚΑΣ: Μια κουβέντα ακόμα αν πεις, μαύρο φίδι που σ’ έφαγε. Θα φας το ξύλο της αρκούδας.

ΚΟΛΛΗΤΗΡΗΣ: Μπαμπάκο, όλο για φαΐ μιλάτε κι εγώ…πεινάω.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τι να σε κάνω Κολλητήρη που ήρθε αυτός ο καταραμένος Χατζατζάρης και με ξύπνησε την ώρα που ετοιμαζόμουν να κατεβάσω απ’ τη φωτιά μια μεγάλη κατσαρόλα μακαρόνια.

ΚΟΛΛΗΤΗΡΗΣ: Με κιμά;

ΒΕΛΗΓΚΕΚΑΣ: Εσύ δεν τρώγεσαι. Τώρα θα σε ισιάξω την καμπούρα.

ΕΦΟΡΑΣ: Κύριοι, ας κρατήσουμε την ψυχραιμία μας κι ας εξηγήσουμε στον κύριο Καραγκιόζη τους λόγους της επίσκεψής μας. Κύριε Βεληγκέκα, έχετε την καλοσύνη να παρακαλέσετε τον συνεργάτη σας κύριο Χατζηαβάτη να διαβάσει το νέο φιρμάνι του πολυχρονεμένου μας Πασά για να το ακούσει ο κύριος Καραγκιόζης;

ΚΟΛΛΗΤΗΡΗΣ: (με αγωνία) Μπαμπάκο, γιατί αυτός ο γυαλάκιας σε λέει συνέχεια κύριο; Εγώ φοβάμαι.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Κι εγώ φοβάμαι αλλά δεν το δείχνω.

ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: «Ακούσατε- ακούσατε. Ο πολυχρονεμένος μας Πασάς αρραβώνιασε τη μονάκριβη θυγατέρα του πριγκίπισσα Γιασμίν  με τον πρίγκιπα της Περσίας και σε τρία τέρμηνα θα γίνει ο βασιλικός γάμος. Θέλουμε όλοι οι υπήκοοι να μοιραστούν μαζί μας τη μεγάλη χαρά και γι αυτό βάζουμε ένα μικρό χαράτσι σε κάθε σπίτι για να μαζευτεί η προίκα της πριγκίπισσας Γιασμίν. Ιμπραήμ Πασάς ελέω Θεού.»

ΕΦΟΡΑΣ: Κατάλαβες τι λέει το φιρμάνι κύριε Καραγκιόζη;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Κράτησα τα πιο σημαντικά.

ΕΦΟΡΑΣ: Ποια δηλαδή;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Να δηλαδή, σε τρία τέρμηνα θα γίνουν οι γάμοι της βασιλοπούλας. Αυτό είναι το πιο σημαντικό. Να ξέρουμε πότε θα φάμε του σκασμού.

ΕΦΟΡΑΣ: Ναι κύριε Καραγκιόζη αλλά λέει και κάτι άλλο. Για το χαράτσι σε κάθε σπίτι δεν το ακούσατε;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Πως, το άκουσα αλλά είπε… σε κάθε σπίτι. Δεν είπε… σε κάθε παράγκα!

ΕΦΟΡΑΣ: (έχει αρχίσει να χάνει την υπομονή του) Παράγκα ξεπαράγκα θα πληρώσουν όλοι. Το φιρμάνι το λέει καθαρά. ΟΛΟΙ!!! Εξαιρέσεις δεν υπάρχουν.

ΒΕΛΗΓΚΕΚΑΣ: Θα πληρώσεις ορέ αλλιώς θα σε κάνω έξωση.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Έξοχα!!!

ΚΟΛΛΗΤΗΡΗΣ: Μπαμπάκο, θα πάμε εξοχή;;;

ΒΕΛΗΓΚΕΚΑΣ  (ρίχνει μια καρπαζιά στον Κολλητήρη αγριεμένος): Σκάσε ρε μούλικο.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τι σ’ έκανε ρε και το βαράς; Αυτό είναι το καλύτερο παιδί της γειτονιάς. Ρώτα όποιον θέλεις. Βοηθάει εμένα, βοηθάει τ’ αδέρφια του, ακόμα και τη μάνα του βοηθάει.

ΒΕΛΗΓΚΕΚΑΣ: Ώρα είναι να μας πεις πως μαγειρεύει κι όλας.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Αυτό; Πρώτα έμαθε να μαγειρεύει κι ύστερα να μιλάει. Να φας ομελέτα απ’ τα χεράκια του, να γλύφεις και τα δάχτυλά σου. Πες ρε Κολλητήρη πως κάνεις εσύ την ομελέτα.

ΚΟΛΛΗΤΗΡΗΣ (ζωηρά): Πρώτα πρώτα κλέβουμε δύο αυγά…

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ (ρίχνει καρπαζιά): Σκάσε βλαμένο! (και απευθυνόμενος στο Βεληγκέκα): Βεληγκέκα σε πρόλαβα.

ΕΦΟΡΑΣ: (με αυστηρό ύφος) Κύριοι, νομίζω πως ξεχάσατε το λόγο για τον οποίο βρισκόμαστε εδώ. Εσύ Καραγκιόζη… (Ανοίγει και συμβουλεύεται το κιτάπι του ενώ ο Κολλητήρης τραβά τον καραγκιόζη από τη βράκα και του λέει χαμηλόφωνα «ωχωχ μπαμπάκο δε σε είπε κύριο»)…εσύ Καραγκιόζη λέω θα πληρώσεις για το μικρό σπίτι σου 40 γρόσια.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τη μπαράγκα δεν την πουλάω.

ΕΦΟΡΑΣ: Ποιος είπε να την πουλήσεις;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Εσύ. Τώρα είπες πως θέλεις 40 γρόσια. Που θα βρω μωρέ εγώ 40 γρόσια; Ούτε είχα, ούτε έχω, ούτε θα ‘χω. Γι αυτό σου λέω, άδικα χάνεις τα λόγια και την ώρα σου. Τη μπαράγκα δεν την πουλάω.

ΕΦΟΡΑΣ: Κύριε Βεληγκέκα, είπα εγώ να την πουλήσει;

ΒΕΛΗΓΚΕΚΑΣ: Τι κάθεσαι και τον ακούς μωρέ, εμείς έχουμε διαταγές. Ή πληρώνει ή τον πάμε στον Καδή.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Κολλητήρη, τρέχα γρήγορα να πεις του Μπάρμπα μου του Γιώργη ότι με πάνε στον Καδή να με κρεμάσουν. Τρέχα! (Το κολλητήρι φεύγει τρέχοντας.)

ΕΦΟΡΑΣ: (αιφνιδιασμένος) Τι λες άνθρωπέ μου, ποιος μίλησε για κρεμάλες; Κύριε Βεληγκέκα, είπα εγώ για κρεμάλες;

ΒΕΛΗΓΚΕΚΑΣ: Τι κάθεσαι και τον ακούς μωρέ;;; Πόσες φορές θα στο πω; Μη του δίνεις σημασία…(Εν τω μεταξύ ο Καραγκιόζης βρίσκει ευκαιρία και χώνεται στη παράγκα. Μόλις το αντιλαμβάνεται ο Βεληγκέκας βάζει τις φωνές).

ΒΕΛΗΓΚΕΚΑΣ: Που πήγε αυτός ο διάολος ορέ; Είδες  εσύ, Χατζηαβάτη;

ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ (χαμηλόφωνα και ενοχικά): Χώθηκε στη παράγκα.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Σε άκουσα Χατζατζάρη. Να το θυμάσαι. Εσύ τους έφερες, εσύ θα την πληρώσεις.

ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ (με παράπονο): Ωχ, πάλι εγώ θα φάω το ξύλο.

 ΒΕΛΗΓΚΕΚΑΣ (χτυπά δυνατά την πόρτα): Καραγκιόζη, έβγα έξω με το καλό για να μη βγεις με τ’ άγριο.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Χαζός είμαι να βγω; Μέσα στη παράγκα με προστατεύει ο νόμος.

ΒΕΛΗΓΚΕΚΑΣ: Ποιος νόμος ρε; Το νόμο εγώ τον κρατώ στο χέρι, και μ’ αυτόν θα σπάσω πρώτα την πόρτα και μετά το κεφάλι σου.

(Πάνω στην ώρα καταφτάνει ο Μπαρμπαγιώργος,)

Η ΣΚΗΝΗ ΜΕ ΤΟΝ ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟ (ΤΡΑΓΟΥΔΙ)

Είδια κι απουείδια

Πήρα κι γω τα γίδια

Πήρα κι τσ καρδάρις

Κι ανέφκα στα μπαΐρια

 

ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ: ΙιιεεΠΠ Τι φασαρία είνι αυτή κι  ποιος είσι συ ρε που θα σπάεις την πόρτα τσ μπαράγκας μου;

ΕΦΟΡΑΣ: Εσείς ποιος είστε και τι σχέση έχετε με την παράγκα;

ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ: Ιγώ είμι ου Μπαρμπαγιώργους ου τσέλιγκας, μι τα τρακόσια πρόβατα κι τα διακόσια γίδια. Η μπαράγκα είνι θκιάμ κι τνέδουσα στουν αχαΐριυτο ανηψιόμ τουν Καραγκιόζι να κατσει μέσα μι τφαμίλιατ να μη βρέχιτι.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ (φωνή από μέσα): Μας υποχρέωσες μπάρμπα.

ΒΕΛΗΓΚΕΚΑΣ: Καραγκιόζη έλα έξω ρε γιατί άμα θα μπω εγώ μέσα, εσύ θα βγεις με σπασμένο κεφάλι.

ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ: Καραγκιόζι, έλα όξω κι μη φουβάσι τίπουτα. Όσου είμι ιγώ ιδώ κανένας δε θα σι πειράξι.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ (βγαίνει): Μπαρμπούλη καλά που ήρθες. Αυτοί εδώ ήρθαν απ’ τα χαράματα και γυρεύουν παράδες. Θέλουν να μας πουλήσουν τη μπαράγκα μας.

ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ: Θκιατς είνι κι θα μας την πουλήσουν;

ΕΦΟΡΑΣ: Κύριε Καραγκιόζη, πότε είπα εγώ να σας πουλήσω την παράγκα; Κύριε Βεληγκέκα εί…

ΒΕΛΗΓΚΕΚΑΣ (τον διακόπτει οργισμένος): Σκάσε και μη με ξαναπείς έτσι γιατί θα γίνει μεγάλο κακό. Τέλειωνε να φεύγουμε από δω.

ΕΦΟΡΑΣ: Θα φύγουμε αλλά πρώτα πρέπει να διευκρινίσουμε το ιδιοκτησιακό καθεστώς της παράγκας.

ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ: Τι είπι τώρα ρε Καραγκιόζι αυτούνους ου καλαμαράς; Κατάλαβις τίπουτα;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Αυτό που κατάλαβα μπάρμπα είναι πως όταν οι καλαμαράδες λεν χωρίς να λεν, κάποιος φουκαράς χάνει το σπίτι του.

ΕΦΟΡΑΣ: Κύριοι. Επειδή έχουμε να πάμε και αλλού, σας ζητώ κάτι πολύ απλό. Θέλω να μου πείτε ποιο όνομα γράφει η άδεια της παράγκας;

ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ: Άδεια; Τι άδεια; Καραγκιοζι, θέλει η μπαράγκα άδεια;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Εγώ ξέρω μπαρμπούλη ότι άδεια θέλουν μόνο οι φαντάροι.

ΕΦΟΡΑΣ: Κάνετε λάθος. Άδεια θέλουν ΚΑΙ οι παράγκες. Εφόσον δεν έχετε βγάλει άδεια, η παράγκα σας είναι αυθαίρετη.

ΚΟΛΛΗΤΗΡΗΣ: Μπαμπάκο, αυτό που λέει για τη μπαράγκα μας, είναι καλό;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Δε νομίζω Κολλητήρη. Απ’ τα χαράματα που ήρθαν καλό λόγο δεν ακούσαμε.

ΒΕΛΗΓΚΕΚΑΣ (θυμωμένα): Τα καλά τα λόγια θα τ’ ακούσεις απ’ τον Καδή. Εσύ φορατζή κάτσε εδώ κι εγώ πάω να φέρω τον Καδή, να δει με τα ίδια του τα μάτια την παρανομία.

 

Η ΣΚΗΝΗ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΔΗ

ΚΑΔΗΣ (καθώς μπαίνει): Δείξε μου Βεληγκέκα αυτή την παράνομη παράγκα.

ΒΕΛΗΓΚΕΚΑΣ: Να αυτή είναι Καδή μου η παράνομη παράγκα κι αυτοί οι δύο από το πρωΐ μας λένε παλαβομάρες.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ανάποδα τα λέει Καδή μου. Από τα χαράματα που ήρθαν τίποτα λογικό και σωστό δεν είπαν.

ΚΑΔΗΣ: Καλά-καλά, θα δούμε τώρα εσένα… Τον λογικό και τον σωστό. Έχεις άδεια για την παράγκα;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Όχι.

ΚΑΔΗΣ: Και πως τόλμησες βρε κακούργε και έφτιαξες μια παράνομη παράγκα και μάλιστα τόσο κοντά στο σαράι;

ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ: Θα σπώ ιγώ πως τόλμησα. Η μπαράγκα είνι θκιά μ κι τώρα κάθιτι μέσα του ανηψούδι μ ου Καραγκιόιζ. Μια φουρά κι έναν κιρό, ιδώ ήταν θκός μου βουσκότοπος. Ούλα αυτά τα λιβάδια ήταν θκά μ. Ιδώ έβουσκα κι άρμιγα τα κουπάδια μ. Έστησα κι αυτή τ μπαράγκα κι ιδώ μέσα έβγαζα του βούτυρου, έπηζα του τυρί κι ξάπλωνα. Μια μέρα ήρθαν κάτ καλαμαράδις κι μ’ είπαν να μάσου τα κουπάδια μ και να τα πάου αλλού, γιατί ου Πασάς διάληξι του θκομ του μέρους, για του καινούργιου σαράι. Με ρώτσαν πόσες λίρις θελς για τουν βουσκότουπου κι ιγώ είπα…δε θέλω λίρις κι χαλαλίζου του λιβάδι στουν Πασά για του σαράι τ, μον θέλου όρθια τ μπαράγκα μ.

ΚΑΔΗΣ: Αααα εσύ ξεπέρασες και τη Χαλιμά στα μασάλια!!!

ΚΟΛΛΗΤΗΡΗΣ: Μπάρμπα, γιατί δε λες και σε μας τέτοια ωραία παραμύθια;

ΚΑΔΗΣ: Και περιμένεις τώρα να πιστέψω τα παραμύθια σου;

ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ: Ιγώ ψέματα δε λέω κι άμα θέλις ρώτα κι τ’ ανιψούδι μ τουν Καραγκιόζι.

ΚΑΔΗΣ: Και που ξέρει αυτός; Ήταν εδώ και τα είδε;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ναι Καδή μου, ήμουν εδώ και τα είδα όλα. Έτσι έγιναν τα πράγματα. Ο μπάρμπας μου δεν λέει ψέματα.

ΚΑΔΗΣ: Και πότε μωρέ έγιναν όλα αυτά;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Όλα αυτά έγιναν τότε που ήρθε ο Πασάς.

ΚΑΔΗΣ: Ήρθε ο Πασάς εδώ; Θα με τρελάνετε; Ποιος Πασάς μωρέ;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Όχι αυτός, ο άλλος που πέθανε.

ΚΑΔΗΣ: Εννοείς τον πατέρα του πολυχρονεμένου μας Πασά, τον αείμνηστο Μωχαμέτ Πασά;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Αυτόν.

ΚΑΔΗΣ: Και γιατί ήρθε εδώ;

ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ: Ιγώ θα σ’ πω. Ήρθει για να μι γνωρίσει κι να διει κι του βουσκουτόπ. Αφού τουν καλουσώρσα κι μιλίσαμι, τουν φίλεψα κι μια γαβάθα γιαούρτι κι φχαριστήθκι. Μιτά μι ρώτσει τι θέλου κι ιγώ τούπα… “Πασά μ, ιγώ δε θέλου λίρις, μον δε θέλω να πειράξει κανένας τ μπαράγκα μ.”  “Μη στεναχουριέσει μη λέει, θα δώσου διαταγή κι κανένας δε θα πειράξει τ μπαράγκας. Όσου ζεις, μπαράγκας θα είνι όρθια”. Ύστρα δώσαμι τα χέρια κι έφκει.

ΚΑΔΗΣ: Τι είναι αυτά που λες; Ποιος ξέρει γι αυτή τη διαταγή; Είναι πουθενά γραμμένη;

ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ: Ααα τώρα θμύθκα!!! Πριν φύγει ου Πασάς, μ’ έδουσει ένα χαρτί που δεν ξέρου να του διαβάσου κι όλου ήθελα τόσα χρόνια να μάθου τι λέει. Να ιδώ στου σελάχι του έχου. (Βγάζει και δίνει το χαρτι στον Καδή).

ΚΑΔΗΣ: (έκπληκτος) Μα αυτό είναι ένα χρυσόβουλο του αείμνηστου Μωχαμέτ Πασά. Να και η υπογραφή του! Να και η σφραγίδα του!!! Εδώ μέσα γράφει πως ότι μας έλεγες τόση ώρα είναι αλήθεια!!! Κύριοι, καθήστε εσείς εδώ κι εγώ θα πάω τώρα αμέσως στο σαράι να δείξω το χρυσόβουλο στον πολυχρονεμένο μας Ιμπραήμ Πασά και να μου πει τι να κάνουμε μ’ αυτό. (Φεύγει)

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Αυτά να τα βλέπεις εσύ Χατζατζάρη που μου κουβάλησες αυτόν τον καλαμαρά με το κιτάπι κι αυτόν τον τραμπούκο με τη μαγκούρα να μας γυρεύουν άδεια για τη μπαράγκα μας…Τέτοια άδεια δεν έχει ούτε το σαράι.

ΚΟΛΛΗΤΗΡΗΣ: Μπαμπάκο; Και το σαράι είναι αυθαίρετο σαν την μπαράγκα μας;

ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ (έκπληκτος): Καραγκιόζη, δεν έχει άδεια ούτε του σαράι;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Αυτόν τον φορατζή ρώτα Μπάρμπα.       

ΧΑΤΖΙΑΒΑΤΗΣ (συνωμοτικά): Καραγκιόζη, δεν τα ρωτάν αυτά τα πράγματα.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ (δυνατά): Εγώ θα τα ρωτάω.

ΒΕΛΗΓΚΕΚΑΣ: Μη φωνάζεις μπρε και θα μας ακούσει όλη η γειτονιά.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Αυτό θέλω και γω. Να μας ακούσουν, γιατί όλοι οι γείτονες είναι σαν και μένα και σαν τον Πασά. Ούτε άδειες έχουν, ούτε γρόσια.

ΚΟΛΛΗΤΗΡΗΣ: Μπαμπάκο κι ο Πασάς δεν έχει γρόσια;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Δεν έχει αγόρι μου. Άμα είχε, από μας θα γύρευε για να παντρέψει τη θυγατέρα του;

ΒΕΛΗΓΚΕΚΑΣ: Σκάσε Καραγκιόζη γιατί θα σε πάω φυλακή για αναρχικό.

ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ: Για τόλμησει να τουν πειράξεις κι τα λέμε. Θα χεις να κάνεις μι μένα κι μι τη μαγκούρα μ που είνι απού κρανιά.

 

H ΣΚΗΝΗ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΣΑ   

 

 (Εμφανίζεται ο Πασάς με τον Καδή κι ένα φρουρό που αναγγέλει την άφιξη του Πασά)

                                                                  

ΦΡΟΥΡΟΣ: Προσκυνήστε τον πολυχρονεμένο μας Ιμπραήμ Πασά.

(Όλοι προσκυνούν εκτός από τον Μπαρμπαγιώργο)

ΠΑΣΑΣ: Ποιος είναι ο άνθρωπος που είχε το χρυσόβουλο του αείμνηστου πατέρα μου Μωχαμέτ Πασά;

ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ: Ιγώ είμι Πασά μ. Ου Μπαρμπαγιώργους ου τσέλιγκας.

ΠΑΣΑΣ: Εσύ λοιπόν γνώρισες τον πατέρα μου και σου έδωσε αυτό το χρυσόβουλο;

ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ: Ναι Πασά μ,τουν γνώρσα κι μ’έδουσι αυτό του χαρτί για τ’ μπαράγκα μ κι γω τουν κέρασα μια γαβάθα γιαούρτ κι πουλύ του φχαριστήθκει.

ΠΑΣΑΣ: Αυτή είναι η παράγκα σου;

ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ: Ναι πασά μ.

ΠΑΣΑΣ: Και πως μένεις μέσα σ’ αυτό το ερείπιο άνθρωπέ μου;

ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ: Δε μένου ιδώ Πασά μ. Ιγώ μένου ψηλά στου βουνό. Ικεί έχου τα κουπάδια μ. Ιδώ μένει του φτουχαδάκι τ’ανηψούδι μ’ ου Καραγκιόζης μι τ’φαμίλια τ.

ΠΑΣΑΣ: Μπαρμπαγιώργο, θέλεις να κατεδαφίσω την παράγκα σου και να σου δώσω ένα κανονικό σπίτι σε μια άλλη γειτονιά;

ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ: Φχαριστώ Πασά μ αλλά δε θέλου. Ιδώ ήταν τα βουσκουτόπια μ κι θέλω να έρχουμι όσο ζω κι να βλέπω όρθια τ’ μπαράγκα μ, έτσι όπως μ υπουσχέθκι ου σχουριμένους πατέρα σ.

ΠΑΣΑΣ: Μπαρμπαγιώργο, θα γίνει αυτό που θέλεις γιατί εγώ σέβομαι και τιμώ την υπογραφή του πατέρα μου. Εσύ όμως Καραγκιόζη για πες μου ,πως ζεις σ’ αυτή την άθλια μπαράγκα; Έχεις και παιδιά που θέλουνε  ανέσεις!

ΚΟΛΛΗΤΗΡΗΣ  (ουρλιάζοντας): Δε θέλω, δε θέλω,πονάνεεε!

ΠΑΣΑΣ: Τι έπαθε αυτό;

ΚΟΛΛΗΤΗΡΗΣ: Δε θέλω ενέσεις δε θέλω ενέσεις

ΠΑΣΑΣ: Είπα εγώ για ενέσεις;

ΚΟΛΛΗΤΗΡΗΣ (με παράπονο): Σε άκουσα που είπες «τα παιδιά θέλουνε ενέσεις»…οι ενέσεις πονάνε… κι εγώ πονάω… κι εγώ πεινάω.

ΠΑΣΑΣ: Όχι παιδί μου, ανέσεις είπα, απ’ αυτές που δεν έχετε σ’ αυτή την άθλια παράγκα.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Έτσι άθλια δείχνει απ’ έξω Πασά αλλά από μέσα είναι πολύ όμορφη. Και πάνω απ’ όλα Πασά είναι το σπίτι μας. Το δικό μας σπίτι. Άσε που κάθε φορά που βρέχει έχουμε και τρεχούμενο νερό. Κάνουμε όλοι μπάνιο και μετά η γυναίκα μου βάζει μπουγάδα. Τα βράδια όμως όταν δε βρέχει, ξαπλώνουμε όλοι ανάσκελα κι ο Κολλητήρης μετράει τ’ άστρα.

ΠΑΣΑΣ: Τι λες!!!Τόσο μικρός και ξέρει να μετράει; Τον στέλνεις στο σχολείο;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Όχι Πασά μου, στο κεραμιδαριό τον στέλνω να μάθει την τέχνη και μια μέρα θα γίνει κεραμέας και θα βγάζει  γερά τούβλα.

ΠΑΣΑΣ: Ωραία λοιπόν, αφού τακτοποιήθηκαν όλα, ο καθένας ας πάει στη δουλειά του.

ΕΦΟΡΑΣ: Η δική μας η δουλειά Πασά μου είναι εδώ και δεν γίνεται όσο αυτός ο τζαναμπέτης δεν μας πληρώνει και δεν φτάνει αυτό αλλά κάνει και φασαρία από πάνω.

 ΠΑΣΑΣ (αυστηρά): Μα τι γίνεται εδώ;

ΚΑΔΗΣ (προσκυνώντας): Πολυχρονεμένε μου Πασά, να πως έχουν τα πράγματα. Ήρθε από δώ ο φορατζής μαζί με τον τελάλη και τον τζιαντουρμά να εισπράξουν το καινούργιο χαράτσι για την προίκα της βασιλοπούλας κι αυτός ο μπελαλής ραγιάς αντί να πλερώσει, χάλασε τον κόσμο με τις φωνές του.

ΠΑΣΑΣ (προς τον έφορα): Δε μου λες εσύ, αυτό γίνεται σε κάθε σπίτι που πας για να μαζέψεις την προίκα της πριγκίπισσας;

ΕΦΟΡΑΣ: Δεν ξέρω πασά μου. Τώρα ξεκινήσαμε. Αυτό είναι το πρώτο σπίτι.

ΠΑΣΑΣ (προς τον Καραγκιόζη): Κι εσύ Καραγκιόζη γιατί δεν πληρώνεις;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Αφού δεν έχω;

ΠΑΣΑΣ (προς έφορα): Κι εσύ μπρε φορατζή, απ τους φτωχούς ξεκίνησες να μαζεύεις το χαράτσι;

ΕΦΟΡΑΣ: Πάντα έτσι κάνουμε πασά μου, απ τους φτωχούς ξεκινάμε… Ε, κι αν δε γεμίσει η κάσα..τότε πάμε και στους πλούσιους. Αλλά αυτό δεν έγινε ποτέ.

ΚΟΛΛΗΤΗΡΗΣ: Μπαμπάκο…οι πλούσιοι είναι πιο φτωχοί από μας;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Έτσι φαίνεται.

ΠΑΣΑΣ: Αυτό που άκουσα δεν μου άρεσε καθόλου. Είναι άδικο.  Τώρα που θα πάω στο σαράι θα διορθώσω όλες τις αδικίες .

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Θα το κάνεις αυτό για μας πασά;

ΠΑΣΑΣ: Βεβαίως θα το κάνω.

ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ: Ιμένα μ’ άρεσε πουλύ Πασά μ αυτό που είπις. Κι ιγώ για να σι φχαριστήσου θα σι στείλου πεσκέσι μια γαβάθα γιαούρτι να του φχαριστηθείς.

ΠΑΣΑΣ: Εγώ πηγαίνω τώρα στο σαράι να διορθώσω όλες τις αδικίες κι εσύ Καδή φρόντισε να αφήσουν ήσυχους αυτούς τους ανθρώπους. Μπαρμπαγιώργο μη ξεχάσεις το γιαούρτι.

ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ:Δε θα του ξεχάσου Πασά μ.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Και συ πασά να φροντίσεΙς να μη ξεχάσεις το δίκιο μας.

ΠΑΣΑΣ: Μα και βέβαια δε θα το ξεχάσω (και καθώς απομακρύνεται)… αρκεί να το θυμηθώ.

(Σιγά σιγά αποχωρούν όλοι και στο τέλος μένει ο Καραγκιόζης με τον Κολλητήρη)

ΚΟΛΛΗΤΗΡΗΣ: Πάμε στη μπαράγκα να ξαπλώσουμε μπαμπάκο; Απόψε θάχει ξαστεριά.  

ΤΕΛΟΣ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

  

 

 

 

 

 

This Post Has One Comment

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.