45…!
Μη γελαστείς και πεις,
όπως κι εκείνος, στην αρχή:
Πως ήλθε, λέει, στον ύπνο του
να του θυμίσει, τότε
που στα σαρανταπέντε ήταν!
Με τα πολλά που ’χε μπροστά του,
να κάνει ακόμη και να πει,
μα κι όλα όσα κιόλας είχε πράξει.
Μα δεν μπορεί να σήμαινε αυτό,
το άθλιο, το βαρύ
«Σαρανταπέντε»
που βράχος, ακατέργαστος γρανίτης,
το στήθος όλη νύχτα πλάκωνε,
ακίνητο και σιωπηλό.
Σα να ’θελε μ’ αυτό να πει πολλά.
Σαν κάνη ξεχασμένου colt,
σε χέρια αδίσταχτων φονιάδων,
στραμμένο καταπάνω του,
ομολογίες ν’ απαιτεί και τέτοια,
λύση να βρει στον γρίφο,
απάντηση στον παιδεμό.
Έφερε στο μυαλό του καθετί
με το σαράντα πέντε μέσα.
Θυμήθηκε -να δεις!- εκείνους
τους παλιούς, τους φυλαγμένους
δίσκους άλλων εποχών,
με τις στροφές σαράντα πέντε.
Αλλά, μπα! …
Αυτό ήταν ανάμνηση,
καλή, νοσταλγική,
καθόλου σκέψη τύψης
κι άλλων στιγμών, κακών.
Θυμήθηκε –να δεις- και την Αρλέτα
με την κιθάρα, τη γλυκιά φωνή της,
να τους τραγουδάει.!
Θυμήθηκε τον Νίκο Χουλιαρά
να τραγουδάει κι αυτός
τους ίδιους τους «Σαρανταπέντε»,
που το φαρδύ ποτάμι διάβηκαν.
Αλλά και πάλι,
σκέφτηκε,
αυτοί
«Την άνοιξη κουβάλαγαν,
Κι είχαν στα στήθια τους φωτιά,
στα μάτια καλοκαίρια».
Μην τάχα κάτι άλλο ήταν,
απ’ τον «Σκληρό Απρίλη του ’45»;
Μα μπα!
ξανά… και πάλι όχι!
Και για σκληρά, ακόμη, αν λέει ο Μάνος
γαληνεύει.
Άσε που Ιούλης ήταν τώρα
κι όχι σκληρός Απρίλης!
Και τι ήταν στο μυαλό να φέρει
τον μήνα και τη μέρα που κυλούσε,
κι ο γρίφος λύθηκε με μιας:
21 Ιουλίου 2019 ήταν!
Ολόκληρα σαράντα πέντε
από τότε χρόνια!
Με τα 16.465 σαράκια
«ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ»,
να τρώνε σάρκες!
Και πόσα ακόμη μένουν!….
ΥΓ. Το ποίημα γράφτηκε στα 45 χρόνια του Αττίλα Ι, στις 21 Ιουλίου 2019.
Τώρα τα χρόνια από τότε έφτασαν τα 46 και τα κρυφά σαράκια που τρώνε σάρκες πολλαπλασιάστηκαν και πολλαπλασιάζονται. Ως πότε, όμως;…..