Απολογισμός
Σαν το σβησμένο -όποιο μας- πάθος, που ρίχνει πίσω
του κλεφτές ματιές να ιδεί αυτό που ήταν πριν :
Ζωή γεμάτο, έντονο, σφριγηλό! Και τώρα χάθηκε, νεκρό,
σαν το χαμένο -όποιο μας- όνειρο, που επιμένει,
πού και πού, στο ύπνο μας τις νύχτες να έρχεται
να μας ταράζει, ευθύνες να ζητάει, που από μας
για κάποιο λόγο έσβησε και ξεθώριασε, χλομό,
στ’ αζήτητα πεταμένο και παρατημένο,
σαν το νερό που άσκοπα ξοδεύτηκε· όπως ποτάμι που
στη θάλασσα άσκοπα το άδειασε, χωρίς κανέναν κήπο
ή και μποστάνι, μα κι ούτε δέντρο, ένα, στη ροή του
να ποτίσει, χαρίζοντας λίγη ζωή, δίψες να ξεδιψάσει,
υπάρχουν μέρες, ή και νύχτες, κάποτε, που τόσο
μοιάζουν να ’ναι ίδια άγονες, σπαταλημένες άσκοπα,
άσκεφτα κι ατελέσφορα χωνεμένες, ζωή χαμένη!,
στ’ αζήτητα άμορφα σωριασμένες, στα σκουπίδια.
Πώς όλα αυτά μπορούν να μπουν σε άλλη ρότα;
Κι ο κήπος να γεμίσει ανεμώνες; Στα πράσινα
των δέντρων τα κλωνάρια να κελαηδούν αηδόνια,
καρδερίνες, άλλα κοτσύφια και τρελοί κορυδαλλοί;…
Λειψών νόστος
Αφήσαμε τις γραμμένες πέτρες με τα κρυφά
μηνύματα πάνω τους χαραγμένα, με γράμματα
και ζωγραφιές και τις αβέβαιες ίσως δεσμεύσεις
με τόσους όρκους, κάποτε φλογερούς,
ερώτων θερινών κι άλλων στιγμών ωραίων.
Αφήσαμε τις γραμμένες, όμορφες πέτρες να περιμένουν
οι άγονοι ερχόμενοι χειμώνες να περάσουν
και να ’λθουν τ’ άλλα καλοκαίρια, τα επόμενα,
μ’ αυτούς που ίσως, κάπως, θυμηθούν τις υποσχέσεις,
τους όρκους τους θερμούς τους, κάποτε, να τηρήσουν,
και στο Μαράθι, το μαγευτικό, μια μέρα να γυρίσουν,
εκεί με την ωραία ήρεμη, πράσινη και γαλάζια θάλασσα,
τα καταπράσινα ως το κύμα πεύκα και τη χρυσή, ψιλή
την αμμουδιά, τα όμορφα μοναχικά τα καταλύματα.