Μπαίνοντας ο Ιούνης είτε «πυργοδεσπότη αριθμό Ιούνη» [1] τον πεις, είτε «αγριεμένο σύνολο Ιούνη» [2], είτε τον αποκαλέσεις, προσφωνώντας τον, «Ιούνη αδέρφι από το πέλαγο» [3] όπως τον λέει σε στίχους του ο Έκτορας Κακναβάτος σε κάποια του ποιήματα, ο Ιούνης για μας του κάμπου είναι ο μήνας Θεριστής, ο μήνας που αποδόθηκε από τον Δημήτρη Γιολδάση [4], τον Καρδιτσιώτη ζωγράφο, με σκυμμένες τις καραγκούνες να φορούν τα άσπρα τους τσεμπέρια και να κόβουν τα στάχυα με τα δρεπάνια τους για να αλωνιστεί το κίτρινο χρυσάφι της γης, το στάρι και το κριθάρι.
Αρχή του καλοκαιριού, πάντως για όλους είναι, αν και με πολλές καιρικές ανωμαλίες φέτος. Μπαίνει, λοιπόν, το καλοκαίρι για να μείνει πίσω η πίκρα της φετινής άνοιξης, αυτής που τόσα δεινά τη σημάδεψαν με τη γνωστή πανδημία του κορωνοϊού, τις οιμωγές των πονεμένων, τους πολλούς θανάτους ανά τον κόσμο (σε μας ευτυχώς λιγότερους), τα κομβόι των στρατιωτικών φορτηγών να κουβαλούν φέρετρα και νεκρούς στο Μπέργκαμο κι αλλού, και με τον φόβο για την αβέβαια εξέλιξη του κακού, από πολλές απόψεις· αυτής της χαμένης άνοιξης που, όταν ο Αχιλλέας Κυριακίδης μου ζήτησε να διαβάσω ένα ποίημα ή ένα πεζό για κάποιο σχετικό αφιέρωμα ανάγνωσης κειμένων για τον ΧΑΡΤΗ 17, στη λογική του ΜΕΝΟΥΜΕ ΣΠΙΤΙ, αντί οποιουδήποτε άλλου, από τα πολλά ωραία κείμενα που υπάρχουν και που αγαπώ, επέλεξα να γράψω κάτι που η κατάσταση με οδηγούσε να πω. Κάτι εντελώς δικό μου που οι στιγμές εκείνες της πίκρας μου προκαλούσαν.
Είναι το ακόλουθο ποίημα με μότο τρεις στίχους από τον Κωστή Παλαμά:
[…]
καὶ εἴτανε μιᾶς ἄγριας ἄνοιξης
μηνυτάδες διαβατάρικοι,
μαῦρα χελιδόνια,
[…]
Κωστής Παλαμάς, «Ο Δωδεκάλογος του γύφτου»,
ΛΟΓΟΣ Α΄- Ο ΕΡΧΟΜΟΣ
Η Άνοιξη της πίκρας μας
Δεν είναι αυτή η άνοιξη δική μας·
έστρωσε μαύρο θάνατο στη γη,
πίκρα και πόνο θλίψης σκόρπισε.
Δίχως λουλούδια κι άλλες ευωδιές,
χωρίς στις γλάστρες λίγο χρώμα,
έρημα βλέπεις και γυμνά μπαλκόνια.
Την περιμέναμε αλλιώς να ’ρθει, γλυκιά,
ζωής πνοή τα νιοφερμένα χελιδόνια,
στ’ ανθάκια οι κερασιές, νυφούλες.
Τραπέζια στρώσαμε με όλα τα καλά,
ανοίξαμε διάπλατη τη γιορτινή τη σάλα,
χαρά από παντού στα σπίτια μας να μπει,
να φιλευτεί χαρά κι η Άνοιξη μαζί μας,
φρέσκο γλυκό στην κούπα να γευτεί,
δροσιά ν’ αφήσει στο παλιό σταμνί μας.
Αντί για πέπλο πλουμιστό, αέρινο μετάξι,
σφιχτά μαντήλα θλίψης, μαύρη νεκρική,
απ’ τα ξανθά μαλλιά της, γύρω, έδεσε.
Προσμέναμε τα χάδια τ’ απαλά, ζεστά,
στυφά τα δάκρυα, πικρά, μας δίνει!
Πηγή νέας ζωής την Άνοιξη τη λέμε,
να δίνει τη χαρά, το γέλιο να σκορπάει,
χωρίς λυγμούς και θρήνους πένθιμους,
τα μαύρα, τα σπαρακτικά τα μοιρολόγια.
Ουρλιάζουνε παντού τ’ ασθενοφόρα,
στους άδειους δρόμους καθώς τρέχουν,
κι ακούς, χτυπούν συνέχεια οι καμπάνες.
Σειρήνες φόβου τις καρδιές παγώνουν·
κι οι μήνες θλιβεροί περνούν και μαύροι,
στα ρημαγμένα σπίτια ρίζωσε ο τρόμος!
Φαιό, ψυχρό κομβόι τα φορτηγά,
κάμπιες, βουβές, σε άθλια λιτανεία,
παίρνουν και φέρουν φέρετρα κλειστά·
μουντά τα σούρουπα γεμάτα θλίψη.
Αυτή η άνοιξη δεν είναι η δική μας!
Την περιμέναμε αλλιώς, μας πρόδωσε!
Μια άνοιξη με τρόμο, πίκρα, πόνο,
που σαν θηλιά μας πνίγει, μας πεθαίνει.
Ξάγρυπνοι περιμένουμε τις φρυκτωρίες·
τα μάτια τσούζουν στην απέραντη αγρύπνια,
να ιδούν να φτάσει μήνυμα με τις φωτιές,
ν’ ακούσουμε πως έπεσε η Τροία… Στάχτη!
Και να χαράξει απ’ αύριο νέο πρωί, με φως,
κι η ελπίδα μια καινούρια αυγή να φέξει!
[1] […] ἕνας πυργοδεσπότης ἀριθμὸς ἰούνης /νὰ σὲ χωρίζει /σὲ ἠπείρους κατακόρυφες μιὰ κορυφογραμμὴ /ἕνας ἀσβέστης αἰγαιάτης /τὸ ὕψος τοῦ πέλαγου ποὺ ναυαγεῖ στὴ μνήμη / τὸ χάλκινο μῆκος τῶν ἑλλήνων σὲ ὀξείδωση / τὸ πλάτος τῆς πίκρας / ἴσαμε ποὺ πάει τὸ μάτι πέρα στὶς ἑσπέρες /μιὰ κορυφογραμμὴ —τί καμπύλη ράτσας θεέ μου— /νὰ βόσκει πάνω της ξανθὸ τὸ χαμομήλι /ἀπὸ τοὺς γαλαξίες. (Βλ. Κακναβάτος, Έκτωρ (1990). ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1943-1974, Α΄ τόμος, «ΔΙΑΣΠΟΡΑ», εκδ. ΑΓΡΑ, Αθήνα, σσ. 41-42.
[2] […] / Ὦ Ἰούνη ἀδέρφι ἀπὸ τὸ πέλαγο / […] (Βλ. Κακναβάτος, Έκτωρ (1990). ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1943-1974, Α΄ τόμος, «ΔΙΗΓΗΣΗ», εκδ. ΑΓΡΑ, Αθήνα, σ. 180.
[3] […]/ Μὲ τρύπες στὰ μηλίγγια του αἱμορραγοῦσε /τὸ ἀγριεμένο σύνολο Ἰούνης, / […] (Βλ. Κακναβάτος, Έκτωρ (1990). ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1943-1974, Β΄ τόμος, «ΤΑ ΜΑΧΑΙΡΙΑ ΤΗΣ ΚΙΡΚΗΣ», εκδ. ΑΓΡΑ, Αθήνα, σ. 123.
[4] Δημήτρης Γιολδάσης (1897- 1993). Βραβευμένος Έλληνας ζωγράφος με καταγωγή από Καρδίτσα.
440