I.
Πιστοί και φέτος στο καθήκον,
χάραμα θα ’ρθούμε
προσκυνητές στην πέτρα,
το χώμα να στολίσουμε
με μια αγκαλιά φρέσκα χρυσάνθεμα
κι ένα μεγάλο κόκκινο γαρίφαλο.
Η σκέψη γονατίζει μπροστά σας
την ώρα που, αερικά,
βγαίνετε από τάφους μνήμης
και σκονισμένες δέλτους.
Ίσκιοι ανακατεύονται στο πλήθος.
Νεκροί, ζωντανοί, επίγονοι.
Προπαντός οι επίγονοι
κι οι καταπατητές
με τα κίβδηλα διαδήματα,
κρεμασμένα στο στήθος, και
τις αγκράφες χρυσές της εξουσίας,
τα τόσα βούκινα αλαλάζοντα.
Η μέρα θα περάσει
στην κουβέντα,
στη σιωπή,
στην περίσκεψη.
Γαλήνια ακούτε απολογισμούς.
Οι εξομολογήσεις περισσεύουν.
Όσοι νιώθουν πώς κάτι έχουν και
μπορούν, έστω,
να το ψελλίσουν,
με δέος το λένε.
Τι έκαναν,
πόσα βήματα μπροστά
έσπρωξαν προσδοκίες.
Αέναος αγώνας η ζωή,
να φτάσει τ’ όνειρο.
- II.
Την ώρα που ο ήλιος δύει,
ο χωρισμός μια συντριβή.
Ραντεβού ανανεώνονται και πάλι,
την ίδια ακριβώς μέρα,
στα χρόνια τα επόμενα
που ’ρχονται είτε
ως νέες ερπύστριες
κι οπλές αλόγων
πατώντας σε πληγές, συχνά,
ή κι ως αγκαλιές ζεστές,
δημιουργίας.
Αφού, οι καιροί σακάτικοι.
Και μη προβλέψιμοι.
Όσο ανθίζουν τα χρυσάνθεμα
θα ’ρχόμαστε.
Έστω κι αόρατοι από τους τάχα πολλούς,
τους πρώτους στην πίστα.
Όσο οι εξουσιαστές αποστερούν το γέλιο του κόσμου,
είμαστ’ εδώ, παρόντες,
χωρίς πολλά πολλά.
Απλώς, παρόντες.
Έστω κι ως σκέψη
κι ως ζεστή αγκαλιά.
Εδώ…
Ο σπόρος, που κάθε τέτοια μέρα
σπέρνουμε βαθιά στην καρδιά,
φυτρώνει
γίνεται το μεγάλο κόκκινο γαρίφαλο,
που σας προσφέρουμε
τον άλλο χρόνο,
την ίδια ακριβώς μέρα,
αγαπημένοι μας!
Πάντα μακριά
από φωτιές και πυρκαγιές
και τέτοια τρανταχτά.
Με μόνη φλόγα το μικρό κερί
να καίει μέσα μας,
από τότε.
Ανατριχίλα, αρχαίος απόηχος.
Αγαπημένοι μας.
III.
Αυτό το κρυφό μειδίαμα, ωστόσο,
χλεύη μη γίνει.
Ενώ οι προθέσεις μας πάντα αγνές,
ποιος άνεμος μας πέταξε σε ξέρα;
Αυτό το κρυφό μειδίαμα μη γίνει χλεύη, ωστόσο.
Αγαπημένοι μας.
Και τώρα,
Πολλών Στιγμών Σιωπή…
Πάχνης χαλί οι απροσκάλεστες τύψεις
καλύπτουν πληγές
σε άνυδρους καιρούς.
Αγαπημένοι μας.
֍