Ο καπετάνιος φώναξε «Μηχανές στο φουλ»
Μαύρος καπνός γέμισε αίθριο ουρανό
Φουγάρο περήφανο διαφεντεύει
Πρωινό ήρεμο κοντά στις δέκα
Σφυρίχτρα ξάφνιασε
Νωχελικοί γλάροι
Ναύτες κι επιβάτες στο πόστο
Τεντωμένα παλαμάρια αίφνης τρίζουν
Το νησί φύλλο, νούφαρο
Κυλάει ήσυχο στο πέλαγο
Αφημένο σε θαλασσινά παιχνίδια και χάδια
Οι δέστρες βαστούν γερά
Μονάχα κάτι αλαφροΐσκιωτοι
Όπως πάντα
Πίνουν αμέριμνα καφέ και συζητούν
Μιλούν για παλιά ταξίδια κι άλλα παραμύθια
Δίπλα σε ανοιχτό μπαλκόνι
Περβάζι τραπεζάκι
Ακουμπούν μνήμες και θρύλους
Κι ο αέρας κόβεται
Καμάρες πέτρινες η κορνίζα
Τα παλαμάρια σέρνουν το νησί
Σε άλλα μέρη ανεπαίσθητα
Θαρρείς
Χάδι πεταλούδας.
Αυτοί συζητούν ακόμη αμέριμνοι,
Το πλοίο τράβηξε το νησί σε άλλα μέρη
Δεν το κατάλαβαν
Έμειναν στην ίδια καρέκλα,
Δεμένοι σε άγκυρες
Στο ίδιο περβάζι στην ίδια θέα
Στις ίδιες αφηγήσεις
Στις ίδιες ψάθινες καρέκλες
Αμετακίνητα χαμένοι
Στον μικρό τους κόσμο
Ωστόσο απέραντο
Κι ας έπιασαν άλλο λιμάνι
Ανεπαίσθητα η ζωή κυλάει ίδια
Έστω κι αλλού.
Το πλοίο ξανάδεσε
Φεύγοντας ο Αύγουστος
Ο ίδιος καφετζής έφερε δεύτερο βαρύ γλυκό.