Τα Απριλίου ξανθίσματα, όταν κυκλοφόρησε η συλλογή αυτή του Νίκου Μοσχοβάκου, είχα την τιμή να τα παρουσιάσω στις 28-11-2016 στο «Αίτιον», τον φιλόξενο πολιτιστικό πολυχώρο, που είχε δημιουργήσει η Τούλα Μπαρνασά.[1]
Σήμερα, ο λόγος μου έχει διαφορετική στοχοθεσία, αφού τα πράγματα έχουν αλλάξει, έχουν εξελιχθεί ορθότερα, και η καλότυχη αυτή ποιητική συλλογή, πέρα από την ευμενή υποδοχή της και την αναγνωστική επιτυχία της, δικαιώθηκε και με άλλο τρόπο, με τη μετάφρασή της, έξι χρόνια μετά, στη γαλλική γλώσσα, γλώσσα με μακρά και δόκιμη λογοτεχνική θητεία και πολιτιστικό βάθος.
Με τη μετάφρασή της, λοιπόν, ως λογοτεχνικό συμβάν θα ασχοληθώ, γεγονός που με οδηγεί στον «Δεσμό» και την ιστορία του, στο πνευματικό και κοσμοπολίτικο Παρίσι. Ο εκδοτικός αυτός οίκος που ίδρυσε το 1983 ο φίλος Γιάννης Μαυροειδάκος, ακολούθησε από την ίδρυσή του τον δρόμο που χάραξε ήδη απ’ τις αρχές του 19ο αιώνα η ελληνική ανά την Ευρώπη διασπορά και συνέχισε ο απόδημος στη Γαλλία ελληνισμός, είτε αναζητώντας τα φώτα της επιστήμης και τις χαρές της τέχνης, είτε καταφεύγοντας εκεί, για να αναπνεύσει ελεύθερο αέρα, σε καιρούς χαλεπούς για την πατρίδα (αρκεί να θυμίσω τους απόδημους και τους αυτοεξόριστους του Εμφυλίου και της επταετούς Δικτατορίας).
Ο «Δεσμός» αποτέλεσε και αποτελεί σημείο συγκέντρωσης και αναφοράς. Πρόβαλε την ελληνική παράδοση και τη σύγχρονη λογοτεχνία στη Γαλλία, εξέδωσε δίγλωσσα τα έργα πολλών λογοτεχνών μας, λειτουργεί ως πολιτιστική φωλιά, όπου συναντώνται γνωστοί καλλιτέχνες, συγγραφείς, πάσης κατηγορίας δημιουργοί, Έλληνες και Γάλλοι. Και ακόμη, συνιστά πυρήνα για την καλλιέργεια της ελληνογαλλικής φιλίας και της ανταλλαγής των καλλιτεχνικών επιδόσεων των δύο χωρών. Θα προσθέσω ότι μέλημα των ανθρώπων του εκδοτικού αυτού οίκου και βιβλιοπωλείου, της οικογένειας Μαυροειδάκου δηλαδή, είναι η διάδοση της ελληνικής γλώσσας, και ότι στο εργαστήριό του μεταφράζονται στη γαλλική τα ελληνικά έργα, καθώς και ότι διαθέτει από το 1999 δικό του περιοδικό όργανο, τον ομώνυμο Desmos/ Le Lien, τιτλοφορούμενο ελληνιστί και γαλλιστί, που αριθμεί άνω των 50 τευχών και άνω των 350 συνδρομητών. Δεν θα επεκταθώ, αν και θα μπορούσα να μνημονεύσω και άλλες δραστηριότητές του, σχετικά με τις τέχνες, θα αρκεστώ μόνο να καταχωρίσω μερικά ονόματα λογοτεχνών και συγγραφέων, ενδεικτικά πάντοτε, για τα πρόσωπα που φιλοξενήθηκαν στον χώρο του ή έλαβαν μέρος σε εκδηλώσεις και εκδόσεις του: Βασίλης Αλεξάκης, Βασίλης Βασιλικός, Νάνος Βαλαωρίτης, Ανδρέας Κέδρος, Ιάκωβος Καμπανέλλης, Άλκη Ζέη, Κώστας Αξελός, Ζακ Λακαριέρ, Κλωντ Μοσέ, Ζακλίν Ρομιγί, Ζαν-Πιερ Βερνάν κ.ά., κ.ά.
Έπρεπε να επισημάνω την παρουσία του «Δεσμού», της ελληνικής αυτής πνευματικής φωλιάς, στην καρδιά του Παρισιού, για δύο λόγους: για την αντοχή και ανάδειξη αφενός της σύγχρονης λογοτεχνίας μας στη Γαλλία, πεζογραφίας και ποίησης, και αφετέρου για τη συμπερίληψη στους ποιητές της σειράς του «Δεσμού» της μεταφρασθείσας συλλογής του Νίκου Μοσχοβάκου, τα Απριλίου ξανθίσματα, τεκμήριο της ευαισθησίας και της ποιότητάς της, η οποία έρχεται να προστεθεί σε μεταφρασμένα αντικριστά, στα ελληνικά και τα γαλλικά, ποιητικά κείμενα, μεταξύ πολλών άλλων, των Νίκου Γκάτσου, Ντίνου Χριστιανόπουλου, Τάκη Σινόπουλου, Χριστόφορου Λιοντάκη, Γιώργου Μαρκόπουλου, Αντώνη Φωστιέρη, Τίτου Πατρίκιου, Μιχάλη Γκανά, Νίκου Καρούζου, Άρη Φακίνου, αλλά και νεοτέρων, και αυτό πρέπει να τονιστεί, όπως του πρεβεζάνου ποιητή Θωμά Ιωάννου.
Έρχομαι τώρα στο βιβλίο, το αναγκαστικό αίτιο της μετάφρασης και το κεντρικό σημείο της παρουσίασής μου. Δεν είμαι σε θέση να κρίνω, εικάζω, όμως, από την υποδοχή των μεταφρασμένων έργων του «Δεσμού» και από την πολυετή μεταφραστική παραγωγή του ότι η μετάφραση της Laurence Campet (Λοράνς Καμπέ), πρώτη σημειωτέον, αλλά συγκροτημένη, δουλειά της, είναι επιτυχής και αποδίδει το πνεύμα του ποιητή. Και αυτά, αν κρίνω από τον μεστό πρόλογό της στο βιβλίο, σύντομο αλλά περιεκτικό και με σαφή τα δείγματα ότι συνέλαβε τις επί μέρους θεματικές και τα βασικά γνωρίσματα της ποίησης του Νίκου Μοσχοβάκου, επίσης τις ευαισθησίες του, καθώς και το γαλήνιο χιούμορ, την αθώα και αβλαβή ειρωνεία του μάλλον για να κυριολεκτήσω, μπροστά στα παιχνίδια που μας παίζει η ζωή, η μοίρα αν θέλετε να το εξειδικεύσω – τον όρο «παιχνίδια» τον χρησιμοποιώ ως μέση λέξη, εν προκειμένω, με τη φυσική, τη σκληρή, την ανελέητη δηλαδή όψη του πεπρωμένου μας.
Η συλλογή του Νίκου Μοσχοβάκου, πολυθεματική, με πανοραμική θεώρηση των κυριότερων πτυχών του ανθρώπινου βίου, αποτελείται από μικρές ομάδες ποιημάτων, ετερόκλητων με φευγαλέα ματιά μεταξύ τους, τα οποία, όμως, περιστρέφονται συνεπέστατα γύρω από τον κεφαλαιώδη άξονα των δύο αδιαλείπτως αντιμαχόμενων και παραδόξως ερωτικά συμπλεκόμενων πόλων που μας καθορίζουν, της ζωής και του θανάτου· είναι ποιήματα που περιέχουν όλο το φάσμα του κύκλου της ζωής, από την παιδική ηλικία και τη γλυκιά αμεριμνησία της, το στενό δέσιμο με το χώμα της μάνας γης, τον έρωτα, την περιπλάνηση στις πόλεις του κόσμου, έως την ισόβια αυτή εκδρομική διαδρομή, το τέλος δυστυχώς της οποίας το γνωρίζει ο ποιητής από βαθιά βιωμένες εμπειρίες· ταυτόχρονα, συστηματικά τα διαποτίζει η καταλυτική επενέργεια του χρόνου, ο σκληρός κλήρος της μοναξιάς μας με οχληρό ή παραμυθητικό συμπαραστάτη τη μνήμη, η οποία άλλοτε μας ανακουφίζει, παραπλανητικά πάντως, με τη μαγεία της νοσταλγίας η οποία φλογίζει, και άλλοτε μας ταράζει με τη συνειδητοποίηση της πλανερής ύπαρξής της. Ο Μοσχοβάκος παρακολουθεί μέσα από τους στίχους του τις αλλαγές και τις αντινομίες της ζωής, και τις αποδέχεται με καρτερικότητα∙ έχει συναίσθηση της αβεβαιότητας του ανασφαλούς τοπίου που ζούμε, του φαινομενικά αλλοπρόσαλλου, με τις συγκυρίες και τις συμπτώσεις, και πάνω από όλα την κάθε λογής απώλεια, το μόνο σταθερό δείγμα της ύπαρξής μας, με την κορύφωσή της στον θάνατο, που ελλοχεύει και καραδοκεί παντού και πάντα. Αναγνωρίζει, εν τέλει, ως σύνθεση όλων των προηγούμενων, το πεπρωμένο, το αναπόφευκτο μοιραίο για τα έμβια και για τα άψυχα, τα οποία συνάπτονται άρρηκτα με τη ζωή μας, αποκτώντας υπόσταση και ψυχή. Η ποίηση του Μοσχοβάκου αναδεικνύει τις συνθήκες, μέσα στις οποίες αναστρεφόμαστε, ανυποψίαστοι και ανυπεράσπιστοι στην πραγματικότητα. Γι’ αυτό και παραμένει σταθερά προβληματισμένος, επιφυλακτικός, αλλά νηφάλιος, με συναίσθηση της περατότητας του βίου, τη βαθιά συνείδηση του τέλους, που τον αφήνει σκεπτικό, με το πικρό χαμόγελο της αδυναμίας και την αθώα, όπως την προσδιόρισα, ειρωνεία του μπροστά στον απειλητικό Γολιάθ, που ρυθμίζει και διακόπτει το ταξίδι μας.
Η μνήμη, ωστόσο, δεν εμπαίζει τον ποιητή, βαυκαλίζοντάς τον· αντίθετα, του υπενθυμίζει την προσωρινότητά του. Παρά ταύτα, δεν τον οδηγεί στην απαισιοδοξία αλλά στη συμφιλίωση με την ματαιότητα, με το μελαγχολικό του μειδίαμα, στο οποίο απογτυπώνεται δραματικά η επίγεια παραμονή μας. Στα «Φτηνά ξενοδοχεία», θα αναφέρω ένα παράδειγμα, μέσα από τον αγοραίο έρωτα, δοσμένο με τον τρόπο της απροσποίητης αθωότητας του Μοσχοβάκου, υποβόσκει η παροδικότητα, η μοναξιά, ο θάνατος και η μελαγχολική αποτίμηση της μνήμης:
[…]
«Σεσίλ» «Ωραία Ελλάς» «Παρνασσός»
παμπάλαιες μισοσβησμένες πινακίδες
φτηνών ξενοδοχείων λίγης ώρας
μ’ ένα μελαγχολικό μειδίαμα
παρακολουθούν σαρκαστικά
τ’ οδυνηρό πέρασμα του χρόνου.
Η νοσταλγία του Μοσχοβάκου, υπαρκτή αλλά μετρημένη, είναι προσγειωμένη στην πραγματικότητα· θυμίζει τις ώρες που βραδιάζει, στιγμές περισυλλογής και αρχόμενης ανησυχίας μπροστά στο επερχόμενο σκότος. Ο καταλύτης χρόνος έρχεται να διακόψει την ηδονή της ανάκλησης του τετελεσμένου, της ψευδαίσθησης της αναβίωσης του παρελθόντος, και να προσγειώσει. Μέσα από απλές σκηνές – είναι το μεγάλο προτέρημα του Μοσχοβάκου να αποτυπώνει την υπαρξιακή αγωνία με εικόνες της καθημερινότητας, με απλοϊκές φιγούρες ανθρώπων, με μουντά σκηνικά πόλεων και τόπων, με εαρινά χαρμολυπικά χρώματα και αρώματα. Η τεχνική του αυτή αποτελεί σημαντικό βοήθημα για την κατανόηση των αφηρημένων, των υπαρξιακών ανησυχιών του. Και, εν προκειμένω, είναι βοήθεια για τον μεταφραστή, ώστε να προσεγγίζει αλάθητα το πρωτότυπο μέσα από τις παραβολές και τις εικόνες του:
Πώς τα σκεπάζει όλα
τόσο καταλυτικά ο χρόνος;
Μόνο λίγη από την οσμή
της ξαφνικής βροχής να μου φυλάξεις.
Στην ουσία από ποίημα σε ποίημα έχουμε να κάνουμε με μικρές απώλειες, για αλλεπάλληλους μικρούς θανάτους, που προετοιμάζουν τον αναγνώστη για τη μοναξιά του τέλους, για την οριστική απώλεια.
Ο Μοσχοβάκος είναι δεμένος με τη φύση, με τη μητέρα γη, και ερωτικά με τη γη της πατρίδας του. Τα τραχιά τοπία της Μάνης που «σφιχτοκρατεί τη μοίρα της απ’ την αρχή ως το τέλος», όπως γράφει, συνιστούν πρότυπο γι’ αυτόν της τραχύτητας αλλά και του πείσματος για ζωή. Αυτή η ορεινή χώρα τού δίδαξε την αντοχή, του έμαθε να τακτοποιεί, να διευθετεί και να κανονίζει τον τρόπο λειτουργίας του. Γράφει:
[…]
Πέτρινο τραχύ τοπίο
που δεν κοντοστάθηκε στιγμή
να μετρήσει κουρσάρους κι αγίους
προδομένους και προδότες
νικητές και νικημένους
παρά μόνο καμαρώνει αδιάφορο
για την άγρια και σκληρή μοίρα του.
Είναι πραγματιστική και όχι πεσιμιστική η ποίηση του Μοσχοβάκου, είναι αυτή η «άγρια και σκληρή μοίρα» μας. Παρά το ελεγειακό υπόστρωμά της, χωνεμένο οργανικά, με πρότυπο το μανιάτικο μοιρολόι καταθέτει τις εμπειρίες και τα πάθη του· είναι αληθινή η ποίησή του με έντονη τη διαπορία και την αμφιβολία για το περαιτέρω, γι’ αυτό που λανθάνει και θα λανθάνει εν ζωή, το υπερπέραν της αιώνιας περιφοράς, όπως το αποτυπώνει στο ποίημα «Age quod agis», όπου σαν έτοιμος από καιρό, συμβουλεύει, μάλλον απευθύνεται εις εαυτόν, στους τελευταίους στίχους ως εξής:
Όταν όμως φτάσει η ώρα
να κοιταχτείς στη λεία και στιλπνή
επιφάνεια του καθρέφτη σου
μην παραξενευτείς για το πρόσωπο
που θα συναντήσεις.
Οι καταζητούμενοι έχουν συνήθως
αγριεμένη όψη, βλέμμα αβυσσαλέο
και το φόβο της τιμωρίας έκδηλο
όπως ακριβώς ο απέναντί σου.
Θα επιστρέψω στο μεταφραστικό μέρος, από το οποίο και ξεκίνησα. Η ποίηση του Νίκου Μοσχοβάκου, με εμφανείς επιδράσεις από τον Καβάφη, αλλά και σημαντικό το γνώρισμα της αμφιβολίας της γενιάς του, της γενιάς της αμφισβήτησης του 1970, παρέχει το πλεονέκτημα στον μεταφραστή να διεισδύει στο υπαρξιακό της βάθος, χάρη στη μορφή των ποιημάτων του, στα οποία το φιλοσοφικό έρμα αποτελεί το βαθύ στρώμα τους, η δε επιφάνεια με τις εικόνες από τη φύση, από την καθημερινή ζωή, την εκδίπλωση μιας ιστορίας, την παρουσίαση ενός απλού συμβάντος, με τον περιγραφική και συναισθηματική πλευρά της, οδηγεί με τρόπο παραβολικό στο ζητούμενο.
[1] «Για ποιον χτυπά η καμπάνα; Νίκος Μοσχοβάκος, Απριλίου ξανθίσματα», Κοράλλι, τχ. 11 (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2016), σ. 130-137.