You are currently viewing Θοδωρής Τσαπακίδης: Η απεικόνιση του αστυνομικού στο σύγχρονο ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα

Θοδωρής Τσαπακίδης: Η απεικόνιση του αστυνομικού στο σύγχρονο ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα

«Υπάρχουν κι άλλοι μπάτσοι σαν κι εσένα;» […]
«Δεν απαντώ σε ηλίθιες στερεοτυπικές χαμηλοτάτου επιπέδου ερωτήσεις». […]
«Δεν υπάρχεις […]»
«Υπάρχω»**

Στη συλλογή αστυνομικών διηγημάτων από τις χώρες των Βαλκανίων, BalkaNoir (εκδ. Καστανιώτη, 2018), οι επιμελητές της έκδοσης, Β. Δανέλλης και Γ. Ράγκος συμπεραίνουν «… το βαλκανικό αστυνομικό είναι μετα-αποκαλυπτικό. Η ιδεολογική μάχη έχει χαθεί, το Κακό έχει επικρατήσει. […] Οι Αρχές δεν προστατεύουν αλλά τρομοκρατούν».
Επαληθεύεται, άραγε, το συμπέρασμα αυτό στην πρόσφατη παραγωγή αστυνομικών μυθιστορημάτων στη χώρα μας; Ποια είναι η εικόνα του αστυνομικού στο εγχώριο αστυνομικό μυθιστόρημα; Μια ανάλυση περιεχομένου (content analysis) στο σύνολο της πρόσφατης παραγωγής θα έδινε μια αρκετά ολοκληρωμένη απάντηση.  Κάτι τέτοιο, όμως, υπερβαίνει την πρόθεση αυτού του άρθρου. Εδώ θα αρκεστούμε σε μια μορφή διερεύνησης ποιοτικού χαρακτήρα, σταχυολογώντας στοιχεία για το ήθος των αστυνομικών από τέσσερα αστυνομικά μυθιστορήματα που κυκλοφόρησαν πρόσφατα, υπό μορφή ψευδο-συνέντευξης.

Αστυνόμος Γιώργος Παπαδόπουλος  – Το μυστικό του βασιλιά των γερανιών (Μιράντα Βατικιώτη)

Τι διαβάζει ο Έλληνας αστυνομικός;

«[…] [πήρα να διαβάσω] τη Μικρή ιστορία του κόσμου του Ερνστ Γκόμπριχ – η ιστορία της ανθρωπότητας όπως την έγραψε ο σπουδαίος αυτός ιστορικός της τέχνης για να τη διαβάσει ο μικρός εγγονός του».Ποια είναι η γνώμη του για τους αντιεξουσιαστές;

«[…] σε αντίθεση με πολλούς συναδέλφους που μέμφονται και βγάζουν αφρούς από το στόμα, έχω πάντα τη διάθεση να επικεντρώνομαι στο γιατί κάποιος πιάνει μια πέτρα ή μια μολότοφ στο χέρι, και όχι στο πώς θα του κόψω το χέρι. Αν δεν καταλάβουμε, δεν θα βγάλουμε άκρη ποτέ. […] άσε δε που εδώ μέσα, στη ΓΑΔΑ, ειδικά σε κάποιους συγκεκριμένους κύκλους συναδέλφων, το μίσος έχει γίνει άσβεστο και ο πετροπόλεμος έξω από το Πολυτεχνείο έχει καταλήξει να είναι μια τραγική ρουτίνα που τρώει τις σάρκες της».

Τι μουσική ακούει;

«Δεν ξέρω τι θα έκανα αν δεν υπήρχε το Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ. Ειλικρινά. Και ειδικά οι πρωινές ώρες χωρίς αυτή τη μαγική συχνότητα θα ήταν δυσβάστακτες. […] Με την κλασική μουσική οι επιλογές είναι άπειρες και συχνά νιώθω ευγνωμοσύνη για όλα αυτά τα έργα τέχνης που άφησαν πίσω τους όλοι αυτοί οι μεγάλοι συνθέτες.

[…] διάλεξα ένα σιντί με κοντσέρτο για πιάνο του Ραχμάνινοφ, το οποίο μπήκε υπέροχα μέσα στο δωμάτιο, κάνοντας την ατμόσφαιρα λίγο πιο υποφερτή».

Τι σκέφτεται για τους συναδέλφους;

«[…] [έχει] γίνει το μυαλό τους πουρές από τη θητεία στον εργασιακό στίβο και [έχουν] ξεχάσει κι αυτά που ήξεραν. […]

Ένας […] μού είπε πως του άρεσε πολύ το θέμα της υπόθεσης, αλλά δεν βρήκε πουθενά τον σχετικό νόμο για τις ευθανασίες σε ανθρώπους – του εξήγησα πως δεν υπάρχει σχετικός νόμος στην Ελλάδα […] Ένας άλλος με ρώτησε μέχρι ποια ηλικία επιτρέπω το ξύλο στην ανάκριση […]

Ήθελα να πάω στο γραφείο του [αρχηγού της αστυνομίας], να δηλώσω την παραίτησή μου και να του κάνω δώρο εισιτήριο για Καραϊβική να πάει να σκεφτεί το Σώμα που διοικεί και να κλάψει μετανιωμένος πίνοντας κοκτέιλ».

Ποιες είναι οι ερωτικές προτιμήσεις του;

«Μπήκα στο μπάνιο, στερέωσα το τηλέφωνο να μου ρίχνει νερό από ψηλά και έμεινα για λίγο να απολαμβάνω την αίσθηση. Ύστερα από λίγο ήρθε κι εκείνος. Τράβηξε την κουρτίνα μαλακά και, χωρίς να πούμε κουβέντα, βυθιστήκαμε σε μια τόσο ζεστή αγκαλιά, που η καρδιά μου γέμισε δροσιά.

Για λίγο τίποτε δεν είχε σημασία.

Τίποτα άλλο».

Συμπέρασμα: Ο έλληνας αστυνομικός σύμφωνα με την Μ. Βατικιώτη διαβάζει Ιστορία της Τέχνης, ακούει Τρίτο πρόγραμμα, επιδεικνύει μια κριτική στάση απέναντι στους συναδέλφους και απέναντι στους αντεξουσιαστές και είναι γκέι.

Αστυνόμος Χρήστος Καπετάνος – Τυφλά ψάρια (Δ. Σίμος)

Για τη σχέση του;

«[…] με έδιωχνε από το σπίτι αφού πρώτα είχαμε κάνει σεξ και με ρωτούσε αν θα πάω την κόρη μου στα γενέθλια του συμμαθητή της. […] Αυτή ήταν που με φώναξε στο σπίτι της. Αυτή ήθελε να πιούμε στην επιτυχία της που πούλησε άλλον έναν πίνακα. Τον πέμπτο της. Στο διάολο οι ζωγραφιές της. Καθηγήτρια σε γυμνάσιο ήταν και αποφάσισε να το παίξει Μυταράς. […]

Γιατί να με νοιάζει τι κάνει […]; Εκείνη είχε πάρει τις αποφάσεις της. Πριν ένα χρόνο με έδιωξε από το σπίτι με την πρόφαση πως την παραμελώ. Πως τα πράγματα έχουν αλλάξει από τη μέρα που παντρευτήκαμε. Ψέματα. Τα πράγματα πάντα έτσι ήταν. Την ήθελα από τη μέρα που τη γνώρισα. Αυτή είχε αλλάξει. Η ζωγραφική, οι πίνακες, ο γκαλερίστας που την είχε παραμυθιάσει με εκθέσεις σε γκαλερί στην Αθήνα.

[…] Ζωγράφιζε. Πάντα ζωγράφιζε. Όμως τον τελευταίο χρόνο τής έγινε εμμονή. Αυτό τα άλλαξε όλα. Η μετάβαση από το ρόλο της καθηγήτριας στο ρόλο του καλλιτέχνη. Μια μετάβαση που [κόστισε] το γάμο μας».

Για τους συναδέλφους;

«Μαύρο μπλουζάκι, πάντα κολλητό στα μπράτσα, μη τυχόν και δεν προσέξουμε τα τροφαντά ποντίκια του. Ήταν ο άνθρωπος που έπρεπε να έχεις μαζί σου, αν απεχθάνεσαι τους καβγάδες. Σκληρό βλέμμα, ξυρισμένο κεφάλι, φουσκωμένο στήθος. Δύσκολα σε προκαλεί ο άλλος μ’ αυτό το θηρίο δίπλα σου. Ο μόνος λόγος για να μην τον πάρεις στα σοβαρά ήταν αυτά τα κακόγουστα μπλουζάκια με τα φανταχτερά γράμματα της εκάστοτε μάρκας στο στέρνο. […]»

« “[…]είναι μαλάκας” […]

“Ζητούσε προστασίες από τον ξάδερφό μου” […]

[…] Ηχο-μηνυσούλες, […] είχε ονομάσει το κόλπο […] για να παίρνει χαρτζιλίκι από τα μπαρ με αντάλλαγμα την προστασία τους από τις καταγγελίες για μουσική εκτός ωραρίου. […]»

Για τη μουσική;

«“Σε έχω αφήσει ξένη, δίπλα με ό,τι περιμένει, φοβάμαι να σε δω, ξέρω πως στα μάτια σου θα χαθώ, αναμνήσεις, ένα σκληρό μεθύσι, φοβάμαι τι θα δείξουν τα μάτια σου όταν τα ανοίξεις”.

[…] Έπρεπε να τη δω».

Για το ποτό;

“Με το ποτό τι θα γίνει, ρε;” επέμεινα ανεβάζοντας ελαφρά ταχύτητα.

“Με βοηθάει στον ύπνο”, είπε άτονα.

“Στον ξύπνιο σε κάνει μαλάκα”.

Για τις σχέσεις με την οικογένεια;

«Οι σχέσεις με την αδερφή μου [είναι] τυπικές. Ένας πιο αντικειμενικός παρατηρητής της ζωής μου ίσως τις χαρακτήριζε ψυχρές. Δεν θυμάμαι πότε έγινε αδιαπέραστο αυτό το παχύ στρώμα πάγου ανάμεσά μας […]

είχα να την επισκεφτώ τέσσερα χρόνια».

Για τη δουλειά;

«Οι μόνοι δημόσιοι υπάλληλοι που η δουλειά τούς [ακολουθεί] και στα ρεπό. Δε με [πειράζει]».

Συμπέρασμα: Ο Έλληνας αστυνομικός για τον Ν. Σίμο είναι θυμωμένος με τους οικείους του ή απομονωμένος απ’ αυτούς, νιώθει αδικημένος, και περιστοιχίζεται από ματσό συναδέλφους – ανάμεσά τους, ορισμένους που έχουν βρει δόλιους τρόπους να συμπληρώνουν το εισόδημά τους, και μερικούς άλλους που καταφεύγουν στο ποτό ως ύστατη λύση– και βεβαίως τα σκυλάδικα τού μιλάνε. Όλα αυτά στη Χαλκίδα.

 Αστυνόμος Χάρης Νικολόπουλος – Η συχνότητα του θανάτου (Χ. Παπαδημητρίου)

Πού μένει;

Τριάρι ρετιρέ, με φαρδιά βεράντα και θέα στον Λυκαβηττό.

Τι βιβλία διαβάζει;

[Ξεκίνησα] το Δίλημμα δικαίου του Τζορτζ Πελεκάνος, του συγγραφέα που έγινε η καινούργια [μου] εμμονή. [Αποκοιμήθηκα] με το βιβλίο στο στήθος.

Σχέση;

[Μου είπε] «Αποφάσισα να γυρίσω στην Ολλανδία. […]» […]

«Και εμείς; Θέλω να πω, εσύ κι εγώ έχουμε μια σχέση, ζούμε σχεδόν μαζί. Τι θα γίνει μ’ εμάς; […]»

«[…] Αν έκανες διαφορετική δουλειά, θα σου έλεγα να μας ακολουθήσεις.[…] Ξέρω όμως ότι, παρά τα διαρκή παράπονά και τις γκρίνιες, την αγαπάς πολύ τη δουλειά σου, γι’ αυτό δεν θα μπω στον πειρασμό να σου προτείνω να παραιτηθείς».

[…] [συλλογίστηκα]: «I’m a loser, I’m a loser, and I’m not what I appear to be».

Για τους συναδέλφους;

«Ο καινούργιος προϊστάμενος, […] Τελειώνοντας την Αστυνομική Ακαδημία, έκανε μεταπτυχιακό στο τμήμα Ψυχολογίας του Παντείου και διδακτορικό στην Εγκληματολογία της Νομικής Σχολής Αθηνών. […] οι φήμες [λένε] ότι πήγε στις ΗΠΑ για μετεκπαίδευση

[…] [έχει] επανδρώσει […] τις καινούργιες υπηρεσίες με […] νεαρούς αλαζονικούς και φιλόδοξους, οι οποίοι [ανυπομονούν] να σκάσει καμία μεγάλη υπόθεση για να εμφανιστούν στα τηλεοπτικά παράθυρα […]

[και] μια μέρα […] η ΓΑΔΑ πλημμύρισε από νεοδιορισμένους αστυφύλακες […] εικοσιπεντάρηδες, αλλά [μοιάζουν] με μαθητές λυκείου. Τα αγόρια [φοράνε] σκουλαρίκι στο αυτί και μακό με στάμπες χέβι μέταλ συγκροτημάτων, τα κορίτσια [έχουν] πορτοκαλί και μοβ μαλλιά».

Τι του αρέσει;

«[…] αγαπημένη μουσική ταινία […] οι Blues Brothers, […] αγαπημένο καρτούν ο Ντάφι Ντακ. Από κόμικς, […] Λούκι Λουκ. [Αντιπαθώ] τον Τεν-Τεν, δεν [καταλαβαίνω] τι αστείο [βρίσκουν] οι άλλοι στις περιπέτειές του […] [οι] ταινίες του Τζέρι Λιούις […] [είναι] η αδυναμία [μου] […]».

Ταξίδια που ονειρεύεται;

«[…] Πάσχα στη Ναύπακτο και περιήγηση στα ερημωμένα χωριά της ορεινής Ναυπακτίας. Ταξίδι στην Πορτογαλία για φάδος, bacalau assado και porto. Μια συναυλία της Amy Winehouse, σε όποια γειτονική χώρα θα εμφανιζόταν […] Να κάνει Πρωτοχρονιά στο Πήλιο, πίνοντας ζεστή σοκολάτα μπροστά στο τζάκι. Και το μεγαλύτερό του όνειρο: το ετήσιο φεστιβάλ αστυνομικής λογοτεχνίας στο Μπρίστολ, για να γνωρίσει τους συγγραφείς που είχε μάθει τα τελευταία χρόνια, όπως ο Τονίνο Μπενακουίστα και η Ανν Κλιβς».

Για τις οικογενειακές σχέσεις;

«Θα [προτιμούσα] να [αποφύγω] την υποχρέωση να [πάω] στο τραπέζι της μητέρας [μου] […] Από τότε που [ζω] μόνος [μου], τα κυριακάτικα μεσημέρια [με περιμένει] για φαγητό και ανάκριση 3ου βαθμού».

Για τη μουσική;

«Θέλω να μου βρείτε σιντί με καψούρικα τραγούδια. Λαϊκά, αλλά όχι τελείως βαριά σκυλάδικα. […] Για να τα ακούω και να βαλαντώνω. Να ξεσπάω τους καημούς μου».

Συμπέρασμα: Ο έλληνας αστυνομικός για  τη Χ. Παπαδημητρίου είναι loser. Έχει, όμως, Ολλανδή σύντροφο, εκλεπτυσμένο γούστο, διαβάζει Τζορτζ Πελεκάνος, ονειρεύεται ταξίδια στην Πορτογαλία με fados και bacalau και περιστοιχίζεται από νεαρούς συναδέλφους με σκουλαρίκια και πορτοκαλί μαλλιά. Του τη σπάει η μάνα του και, παρά την εκλέπτυνσή του, καταλαβαίνει τη χρησιμότητα των λαϊκών τραγουδιών.

 

Αστυνόμος Τρύπη – Σκοτεινός Λαβύρινθος (Γ. Αζαριάδης)

Πώς είναι η εμφάνισή της;

«Αυθάδες στητό στήθος με σκούρες σκληρές ρώγες, επίπεδη σφιχτή κοιλιά, καλοσχηματισμένοι γλουτοί. […] προσελκύει αυθόρμητα τα αντρικά βλέμματα […]».

Τι λέει για τη δουλειά;

«[…] οι νεκροί είναι τα πραγματικά [μας] αφεντικά. Γι’ αυτούς [δουλεύουμε], παλεύοντας να [ανακαλύψουμε] τον δολοφόνο τους. Όσο δεν [καταφέρνουμε] να τον [βρούμε], έρχονται επίμονα φαντάσματα να στοιχειώσουν τον ύπνο [μας]».

Για τους συναδέλφους;

«Πενηντάρης, με αραιά γκρίζα μαλλιά, γαμψή μύτη, λεπτό μουστάκι, μαύρα μάτια με μόνιμα χαραγμένο πονηρό βλέμμα και προτεταμένο πιγούνι. Παρά τα λίγα πλεονάζοντα κιλά, διατηρεί ένα καλογυμνασμένο σώμα. […] Τα δύο τελευταία χρόνια, [έχει εισβάλλει στη ζωή του] [μια τριανταπεντάχρονη χυμώδης Ουκρανή καλλονή] που κάθε έντιμος άντρας τοποθετεί σε περίοπτη θέση στο κρυφό βιβλίο των φαντασιώσεών του».

«Μιλάει άσχημα, αρπάζεται με την πρώτη ευκαιρία με όποιον έχει απέναντί του. Σε βάρος του έχει δύο αναφορές τον τελευταίο χρόνο, λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς σε συναδέλφους […]

“Είπα σε όλους ότι την έδιωξα. Ψέματα. Ντρεπόμουν να πω ότι με εγκατέλειψε. Πηδιόταν με την κουμπάρα μας, με μια γυναίκα, καταλαβαίνεις τι μου έκανε η γαμιόλα;”»

Χούγια;

«[Οι συνδετήρες]. […] αγαπημένο της Ολυμπιακό αγώνισμα [η] “[σύνθλιψη] μικρών μεταλλικών αντικειμένων”».

Σχέση;

«“Πού σε πετυχαίνω;”

“Φεύγω τώρα για το σπίτι”. […]

“Η Νεφέλη;”

“Θα μείνει στη μάνα μου”.

“Να περάσω να σε πάρω για κάνα ποτό;”

“Είμαι πτώμα”.

“Κι εγώ νεκρόφιλος”.

[…] “Έλα από το σπίτι και βλέπουμε”.

[…] δεν προλαβαίνει να πάει μέχρι την κουζίνα, […] το κουδούνι χτυπάει παρατεταμένα. Ανοίγει και […] ο Κ. στέκεται χαμογελώντας απέναντί της. […]

“Δεν πρόλαβα ούτε τα ρούχα μου ν’ αλλάξω”. […]

“Άσε να βοηθήσω να τα βγάλεις, λοιπόν…”

[…] Η σχέση τους έχει ξεκινήσει πριν από ενάμιση χρόνο. Ο ανένταχτος αριστερός δημοσιογράφος με την κοινωνική ευαισθησία, τις ριζοσπαστικές απόψεις και το διαστροφικό χιούμορ έχει καταφέρει να τη βοηθήσει να ξεπεράσει το διαζύγιο και να νιώσει πάλι μια επιθυμητή, ερωτεύσιμη γυναίκα. Και το κυριότερο… την κάνει να περνάει καλά».

Για το ποτό;

«Διποικιλιακό μερλό με ξινόμαυρο».

Για τη ζωή;

«Δεν μπορείς να δραπετεύσεις από την αθλιότητα, την αδικία και τη μιζέρια αυτού του γαμημένου κόσμου […] Το καλύτερο που μπορείς να κάνεις είναι ένα μικρό διάλειμμα».

Τι βλέπει στην τηλεόραση;

«“Μαύρες χήρες” (Τρεις υπέροχες Φιλανδές δολοφονούν τους συζύγους τους) “Criminal minds” (στο κυνήγι ενός ακόμα διαταραγμένου κατά συρροή δολοφόνου). “The wire”».

Για την οικογένεια;

«Η θυγατέρα [μου ετοίμασε]], ιδίοις αυτής χερσίν, μια καρμπονάρα δικής της έμπνευσης, [μου ζήτησε να καλέσω] στο σπίτι τον Κ., [έστρωσε] το τραπέζι, [επιμελήθηκε] την επιλογή του κρασιού, Καμπερνέ Σοβινιόν. Και μετά το προφιτερόλ, που [κουβάλησε] ο επιφυλακτικός δημοσιογράφος, [αποσύρθηκε] στο δωμάτιό της ευχόμενη “καλή συνέχεια”. Και το σημαντικότερο όλων, ούτε [εγώ] ούτε ο Κ. [πέσαμε] θύματα τροφικής δηλητηρίασης. Αυτά τα πράγματα απλά δεν υπάρχουν […].

 

Συμπέρασμα: Η ελληνίδα αστυνομικός έχει τους δαίμονές της, είναι ελκυστική, διαζευγμένη, σε σχέση με αριστερό δημοσιογράφο, της αρέσει το κρασί, βλέπει αστυνομικές σειρές, περιστοιχίζεται από ματσό συναδέλφους (με διάφορα προβλήματα), αλλά τα πάει καλά με την έφηβη κόρη της. Από μια πρώτη, λοιπόν, εξέταση, φαίνεται πως η εικόνα του αστυνομικού στο εγχώριο αστυνομικό μυθιστόρημα ποικίλει. Σε όλα, όμως, τα βιβλία που εξετάσαμε, οι παραδοσιακές οικογενειακές σχέσεις έχουν διαρραγεί. Οι αστυνομικοί σ’ αυτά έχουν μονογονεϊκές οικογένειες ή είναι γκέι ή έχουν προβληματικές σχέσεις… Όλοι ή σχεδόν όλοι έχουν εκλεπτυσμένα γούστα, ενδιαφέρουσες απόψεις για τη ζωή, και, σε κάθε περίπτωση, όχι μόνο δεν τρομοκρατούν, αλλά, αντίθετα, θα λέγαμε, ότι είναι τα «καλά παιδιά» της υπόθεσης.

«Δεν είπα ότι όλοι οι μπάτσοι είναι ίδιοι, αλλά εσείς έχετε ξεπεράσει κάθε όριο!»

 

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.