Ποια είναι η γνώμη του Σέρλοκ Χολμς και κατ’ επέκταση του δημιουργού του Σερ Άρθουρ Κόναν Ντόιλ για τους αστυνομικούς; Ο επιθεωρητής Λεστράντ που εμφανίζεται σε πολλά από τα έργα του, κουτοπόνηρος και ποντικομούρης, δεν περιποιεί ιδιαίτερη τιμή για το αστυνομικό σώμα.
Και ο Έντγκαρ Άλαν Πόε δεν φαίνεται να έχει καλύτερη γνώμη. Ο αριστοκρατικής καταγωγής ήρωάς του, Ωγκύστ Ντυπέν («Φόνοι της οδού Μοργκ», «Το κλεμμένο γράμμα», «Το μυστήριο της Μαρί Ροζέ») δεν φαίνεται να έχει σε μεγάλη εκτίμηση την αστυνομία, την παρισινή εν προκειμένω.
Αντίθετα, σε πολλά σύγχρονα σύγχρονο ελληνικά (και όχι μόνο) αστυνομικά μυθιστορήματα οι αστυνομικοί κατέχουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Και δεν είναι πρωταγωνιστές μόνο σε ένα βιβλίο, αλλά σε περισσότερα. Οι συγγραφείς δημιουργούν έναν μυθιστορηματικό αστυνομικό, του οποίου τις περιπέτειες εξιστορούν, από βιβλίο σε βιβλίο.
Aν, όμως, ο Μίκα Βαλτάρι επινοεί τον επιθεωρητή Πάλμου («Ποιος σκότωσε την κυρία Σκρουφ;») γιατί το ’39 στη Φιλανδία δεν υπάρχουν ιδιωτικοί ερευνητές (ή αν υπάρχουν δεν ασχολούνται με τη διαλεύκανση εγκλημάτων), ισχύει το ίδιο για τους Έλληνες συγγραφείς του 21ου αιώνα;
Στα 80 χρόνια που μεσολάβησαν από τη δολοφονία της κυρίας Σκρουφ, στην αστυνομική λογοτεχνία εμφανίστηκαν πολλοί ήρωες που δεν ήταν εκπρόσωποι του νόμου. Καθηγητής κλασικής κιθάρας είναι ο ήρωας στο «Σ’ ουρανό και γη» του Ρενέ Μπελετό, στέλεχος επιχείρησης στο «Μελαγχολικό κομμάτι της δυτικής ακτής» του Ζαν Πατρίκ Μανσέτ, συγγραφέας στο «Ο ελέφαντας του Hotel Phidias» του γράφοντος. Η διαφορά αυτών των προσώπων (από τους αστυνομικούς) είναι ότι καθένας τους εμφανίζεται σε ένα και μόνο βιβλίο.
Η επιλογή, λοιπόν, ενός αστυνομικού ή άλλου εκπροσώπου του νόμου (όπως ο δικαστής Τι του Ρόμπερτ Βαν Γκούλικ) εξασφαλίζει την προοπτική μιας συνέχειας των περιπετειών του και άρα και των βιβλίων του συγγραφέα.
Το ίδιο του εξασφαλίζουν και άλλα πρόσωπα, που ασχολούνται κατ’ επάγγελμα με το έγκλημα (π.χ. ιδιωτικοί ντετέκτιβ, όπως ο Φίλιπ Μάρλοου του Ρέιμοντ Τσάντλερ ή ο Σέρλοκ Χολμς του Σερ Άρθουρ Κόναν Ντόιλ), ή πρόσωπα που ρέπουν προς αυτό εκ φύσεως ή λόγω των συνθηκών (όπως ο Τομ Ρίπλεϋ της Πατρίσια Χάισμιθ, ή ο Αρσέν Λουπέν του Μωρίς Λεμπλάν).
Αν, όμως, ένα βιβλίο έχει εμπορική επιτυχία, είναι εύλογο ο εκδοτικός οίκος να θέλει να αποκομίσει τα μέγιστα οικονομικά οφέλη από αυτή. Και ένας τρόπος είναι να επιδιώξει τη συνέχειά του. Κατ’ αυτή την έννοια, η επιλογή αστυνομικών, δικαστών ή εγκληματιών ως πρωταγωνιστών στα αστυνομικά μυθιστορήματα θα λέγαμε ότι προκρίνεται από εμπορική σκοπιά. Είναι, άραγε, ένας τέτοιος στόχος ανταγωνιστικός με την ποιότητα; Όχι. Οι περιπτώσεις του Χολμς και του επιθεωρητή Μαιγκρέ (του Ζωρζ Σιμενόν) το αποδεικνύουν.
Η εμπορική σκοπιμότητα, ένα εξωλογοτεχνικό ευκταίο, δημιουργεί, όμως, και μια κουλτούρα γύρω από το είδος, που αφορά την ίδια τη γραφή και οδηγεί στην παραλογοτεχνία, αφορά την ανάγνωση και οδηγεί στην παραλία, αφορά την κατανάλωση και οδηγεί σε ταινίες βιντεογκέιμς κ.α, και, συνολικά, οδηγεί σ’ ένα συγκεκριμένο ήθος κοινού.
Για παράδειγμα, η έντονη επιθυμία ενός συγγραφέα να είναι συμβατός με τις ανάγκες της αγοράς δημιουργεί συχνά καρικατούρες, μιμήσεις ανάξιες λόγου, που καλώς αποκαλούνται παραλογοτεχνία.
Ενδιαφέρον από τη σκοπιά της κουλτούρας της αστυνομικής λογοτεχνίας έχει η ιστορία του Χολμς και του Ντόιλ.
Η περιπέτειά τους ξεκινάει το 1887 με το «Σπουδή στο κόκκινο», και γίνεται ευρύτερα γνωστή όταν το περιοδικό Στραντ αρχίζει να δημοσιεύει σε συνέχειες ιστορίες του ιδιοφυούς ντετέκτιβ.
Η επιτυχία, όμως, προβληματίζει τον συγγραφέα, που θέλει να αφοσιωθεί στη συγγραφή ιστορικών μυθιστορημάτων, αφού θεωρεί τις περιπέτειες του Χολμς, στοιχειώδη μορφή μυθοπλασίας. Το 1891 γράφει στη μητέρα του «Σκέφτομαι να σκοτώσω τον Χολμς, να τον ξαποστείλω μια και καλή. Με αποσπά από σημαντικότερα πράγματα».
Και όντως το επιχειρεί τον Δεκέμβριο του 1893 στο «Τελικό πρόβλημα». 20.000 αναγνώστες του Στραντ διακόπτουν τη συνδρομή τους.
Το 1901 ο Χολμς επανεμφανίζεται στο «Σκυλί των Μπάσκερβιλ», –η κυκλοφορία του περιοδικού αυξάνεται κατά τριάντα χιλιάδες κομμάτια εν μία νυκτί– αν και ο Ντόιλ ξεκαθαρίζει ότι ο ντετέκτιβ δεν ζει πια και πως η ιστορία διαδραματίζεται πριν το μοιραίο συμβάν στους καταρράκτες του Ράιχενμπαχ.
Δυο χρόνια αργότερα, πάντως, ο Χολμς επιστρέφει στη ζωή, στο «Άδειο σπίτι», για να αποκαλύψει στον καημένο Γουότσον ότι ο θάνατός του ήταν ένα τέχνασμα.
Ο Ντόιλ δεν μπορεί να σκοτώσει τον Χολμς.
Σήμερα η αίγλη περιοδικών όπως το Στραντ έχει σβήσει. Όμως, υπάρχει η τηλεόραση, ο κινηματογράφος, η μουσική βιομηχανία, τα βιντεοπαιχνίδια, τα λογής memorabilia (φλιτζάνια, ρούχα κλπ), που όχι μόνο δεν αναιρούν αλλά εμβαθύνουν την εμπορική διάσταση της (συγκεκριμένης) λογοτεχνίας.
Ο τηλεοπτικός χρόνος, για παράδειγμα, και η διαφήμιση εξυπηρετούνται από ήρωες που εμφανίζονται και ξαναεμφανίζονται σε συνέχειες, σε καινούργιες περιπέτειες. Τι καλύτερο άρα από ήρωες αστυνομικούς; Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Μονταλμπάνο της RAI. Η παγκόσμια επιτυχία της σειράς οδήγησε το κανάλι, όταν μετέφερε όλα τα βιβλία του Καμιλλέρι στην οθόνη, να ζητήσει από τον συγγραφέα να γράψει κι άλλες ιστορίες. Και έτσι γεννήθηκε ο Young Montalbano, η σειρά που αφηγείται τα πρώτα χρόνια του επιθεωρητή στο σώμα, σε σενάριο του συγγραφέα αποκλειστικά για τις ανάγκες της παραγωγής.
Η παράδοση των ιστοριών σε συνέχειες πιθανώς έρχεται από πολύ παλιά. Θα μπορούσαμε να ανιχνεύσουμε τις απαρχές της στα έπη και στις τραγωδίες, που αφηγούνται τις περιπέτειες ενός προσώπου (ή μιας οικογένειας) σε συνέχειες και επιτρέπουν την προβολή ταύτιση του ακροατή/θεατή τους με τον ήρωα. Οι ήρωες σ’ αυτά συνιστούσαν ένα κοινωνικό παράδειγμα, μια κοσμοθεωρία. Τι παράδειγμα, όμως, συνιστούν οι αστυνομικοί, δικαστές, ντετέκτιβ κ.α. της αστυνομικής λογοτεχνίας;
Με ποιον τρόπο συμβάλλουν στη φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας μας; Στην ιδέα τελικά που έχουμε για την αστυνομία, στο νόημα και την αξία που της προσδίδουμε;
Οι αστυνομικοί εκτελούν εντολές και υπόκεινται σε ένα σύνολο αυστηρών κανόνων συμπεριφοράς. Ως εκπρόσωποι του νόμου και της Τάξης, της καθεστηκυίας τάξης, οφείλουν εκ τη θέσεως τους να είναι τρόπο τινά συντηρητικοί. Πόσο μάλλον καθώς το σύνολο των συντακτικών κανόνων κάθε ρόλου ή θέσης ορίζει σε έναν βαθμό και το φάσμα της ενδεχομενικότητας της συμπεριφοράς του προσώπου που την κατέχει (παρά τις αποκλίσεις που αναγνωρίζει σ’ αυτή την υπόθεση ο Άντονι Γκίντενς στα έργα του). Αυτό περιορίζει τους συγγραφείς. Ίσως γι’ αυτό στο παρελθόν προτιμούσαν άλλους ήρωες (Μις Μαρπλ ) και δη ιδιωτικούς ντετέκτιβ (Χολμς, Ντυπέν), αφού οι τελευταίοι δεν υπόκειντο στους περιορισμούς, το ήθος και την κουλτούρα μιας κρατικής υπηρεσίας.
Όμως, οι μυθιστορηματικοί αστυνομικοί (δικαστές και άλλοι εκπρόσωποι του νόμου), όπως δείξαμε, εξυπηρετούν έναν εμπορικό σκοπό.
Ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο αντιτιθέμενα προτάγματα, ένα λογοτεχνικό και ένα εμπορικό, φαίνεται να στριμώχνεται συχνά ο συγγραφέας. Και η λύση που βρέθηκε για την ώρα είναι η εξής: παρεκκλίνοντες αστυνομικοί, ιδιοσυγκρασιακοί, αστυνομικοί, καθάρματα, αλήτες, μέθυσοι αστυνομικοί, οι ήρωες του Χάμετ, της Σκανδιναβικής λογοτεχνίας και πολλοί δικοί μας.
Πόσο μάλλον οι δικοί μας σε μια χώρα βαθιά συντηρητική, αναγκαστικά συντηρητική λόγω των πολύ συχνά βίαιων εκδηλώσεων των κοινωνικών ανταγωνισμών, και της ακόμα μεγαλύτερης σκληρότητας των εκπροσώπων του Νόμου, σε μια χώρα όπου κατά τη δεκαετία του ’90 έγινε συστηματική προσπάθεια αντιστροφής της εικόνας της Αστυνομίας (αλλά και εκσυγχρονισμού –επιτέλους– της εκπαίδευσης των αστυνομικών).
Μήπως ήρθε η ώρα να αναπτυχθεί δίπλα στην αστυνομική λογοτεχνία, τη λογοτεχνία των αστυνομικών (roman policier), όπου πρωταγωνιστούν αστυνομικοί, μια λογοτεχνία εγκλημάτων (crime fiction – novel), όπου θα πρωταγωνιστούν καθαρίστριες, λογιστές, οικοδόμοι, ψαράδες, ταξιτζήδες και άλλοι –θύματα ή θύτες–, με την έννοια ότι το δίκαιο είναι υπόθεση όλων; Θα μπορούσε κανείς να σκοτώσει τον Χάρι Χόλε;