Είμαι
Η έρημος
έρημος
Η νύχτα
διάττων
έστω φως
Έλεος
Ψιθυρίζει
Την αγκαλιάζω
να ακούσω
Μου δείχνει το κλαδί
για το σχοινί
Όλα θα γίνουν
Θα σε κρατήσω
μου λέει
Είχα να σκαρφαλώσω
από παιδί
της λέω
Έτσι κι αλλιώς
κανείς δεν φεύγει
ζωντανός
Ελιά μου
Παρά φύση
Μπήκα στη βαλίτσα σου
δίπλα στις κάλτσες
και έκλαψα
μέχρι να γίνει ασήκωτη
Η ύαινα
Έπνιξε όλα τα πουλιά
Έσφαξε τα κατσίκια
Με τα λιοντάρια δυσκολεύτηκε
τα ήξερε με το όνομά τους
Σκότωσε τους λύκους
Οι ελέφαντες σαν να το περίμεναν
Εκείνη τη μία καμηλοπάρδαλη
λίγο άτσαλα
πλησίαζε η ώρα
Στο τέλος έβαλε τη στολή του
και κάθισε στο γραφείο
Τότε άρχισε ο βομβαρδισμός
Μόνο εκείνην άφησε
o φύλακας του κήπου
Ξένος
Θάλασσα θάλασσα
θάλασσα θάλασσα
μακριά από τις φωτιές
Θάλασσα θάλασσα
θάλασσα θάλασσα
μακριά από το αίμα
Θάλασσα θάλασσα
θάλασσα θάλασσα
εγώ, ένα μικρό πουλί
Θάλασσα θάλασσα
θάλασσα θάλασσα
μόνοι
Από πού ήρθες;