You are currently viewing Θουκυδίδη Ιστορία, βιβλίο Γ΄,  Κεφ. 81-83 ( βλ. υποσημείωση 1 ), Μετάφραση: Γεωργία Παπαδάκη   

Θουκυδίδη Ιστορία, βιβλίο Γ΄,  Κεφ. 81-83 ( βλ. υποσημείωση 1 ), Μετάφραση: Γεωργία Παπαδάκη  

         81 […] Στις επτά ημέρες που παρέμεινε εκεί ο Ευρυμέδων2 με τα εξήντα πλοία μετά την άφιξή του, οι Κερκυραίοι3 εξακολουθούσαν να σκοτώνουν όσους θεωρούσαν εχθρούς τους, με την κατηγορία ότι ήθελαν να καταλύσουν το δημοκρατικό πολίτευμα, αλλά μερικοί φονεύθηκαν και από προσωπικά μίση, και άλλοι που τους οφείλονταν χρήματα θανατώθηκαν από τους οφειλέτες τους. Επικράτησε δε κάθε λογής  μορφή θανάτου και, όπως συνήθως συμβαίνει σε τέτοιες περιστάσεις, τίποτε δεν παραλείφθηκε που να μην έγινε, κι ακόμη περισσότερα. Γιατί και πατέρας σκότωνε το παιδί του, και από τα ιερά άρπαζαν ικέτες και τους θανάτωναν εκεί στο πλάι, και μερικοί πέθαναν μέσα στο ιερό του Διονύσου όπου τους έκλεισαν χτίζοντας ολόγυρα τοίχο.

  82    Σε τέτοια ωμότητα έφτασε η εμφύλια σύγκρουση και φάνηκε ακόμη πιο άγρια, γιατί ήταν η πρώτη που έγινε σ’ αυτόν τον πόλεμο, καθώς αργότερα ολόκληρος, μπορεί να πει κανείς, ο ελληνικός κόσμος συνταράχτηκε, εφόσον παντού υπήρχαν κομματικές διαφορές έτσι ώστε οι αρχηγοί των δημοκρατικών να καλούν σε βοήθεια τους Αθηναίους και των ολιγαρχικών τους Λακεδαιμονίους. Και σε περίοδο ειρήνης δεν θα μπορούσαν να έχουν πρόφαση ούτε τη διάθεση να ζητούν την επέμβαση αυτών, όταν όμως  ενεπλάκησαν σε πόλεμο και μπορούσαν και οι μεν και οι δε να έχουν τη βοήθεια συμμάχων ώστε να κάνουν κακό στους αντιπάλους και συγχρόνως οι ίδιοι να ενισχύσουν τη δύναμή τους, όσοι επεδίωκαν την ανατροπή του πολιτεύματος έβρισκαν εύκολα την ευκαιρία να ζητούν βοήθεια από εξωτερικούς υποστηρικτές. Και έπεσαν πολλές και μεγάλες συμφορές από τις εμφύλιες συγκρούσεις, συμφορές που γίνονται και θα γίνονται πάντοτε όσο η φύση του ανθρώπου παραμένει η ίδια, και άλλοτε είναι περισσότερο βαριές, άλλοτε πιο ελαφριές και με διαφορετική μορφή, ανάλογα με τις μεταβολές των περιπτώσεων που κάθε φορά παρουσιάζονται. Γιατί σε καιρό ειρήνης και με κατάσταση ευημερίας, τόσο οι πόλεις, όσο και οι απλοί πολίτες έχουν καλύτερες διαθέσεις, επειδή δεν πιέζονται από ανάγκες που ανακύπτουν έξω από τη θέλησή τους. ΄Όμως ο πόλεμος αφαιρεί σιγά-σιγά την ευκολία της καθημερινής ζωής, γίνεται δάσκαλος της βίας και εξομοιώνει τις ψυχικές διαθέσεις των περισσοτέρων με τις επικρατούσες εκείνη τη στιγμή καταστάσεις. Μαίνονταν λοιπόν οι εμφύλιοι σπαραγμοί στις πόλεις, και όπου καθυστέρησαν να ξεσπάσουν, επειδή μαθαίνονταν όσα είχαν γίνει αλλού, αυτό συντελούσε πολύ στο να υπερβάλλουν σε επινοητικότητα και ως προς τη δολιότητα των εγχειρημάτων και ως προς τον πρωτοφανή χαρακτήρα των αντεκδικήσεων. Και άλλαζαν την καθιερωμένη σημασία των λέξεων για να δικαιολογούν όπως τους συνέφερε τις πράξεις τους. ΄Ετσι, η ασυλλόγιστη αποκοτιά θεωρήθηκε παλληκαριά από αφοσίωση στους ομοϊδεάτες, η προνοητική διστακτικότητα θεωρήθηκε εύσχημη δειλία, η σωφροσύνη πρόσχημα ανανδρίας, και η σύνεση για το καθετί απόλυτη αδράνεια· η παράφορη ορμητικότητα θεωρήθηκε γνώρισμα του αληθινού άνδρα, ενώ η επίμονη μελέτη ενός σχεδίου για την ασφαλή επιτυχία του εύλογη πρόφαση υπεκφυγής. Και εκείνος μεν που έδειχνε οργισμένος λογιζόταν πάντα άξιος εμπιστοσύνης, ενώ όποιος του έφερνε αντιρρήσεις, ύποπτος. ΄Οποιος μηχανευόταν κάποιο ύπουλο σχέδιο και το πετύχαινε θεωρούνταν έξυπνος, αλλά ακόμη πιο ικανός εκείνος που το αντιλαμβανόταν έγκαιρα· αντίθετα, αυτόν που ήταν αρκετά προνοητικός ώστε να μη χρειαστεί να κάνει τίποτε από αυτά, ούτε το ’να ούτε τ’ άλλο, τον θεωρούσαν διαλυτικό στοιχείο του κόμματος και τρομοκρατημένο από τους αντιπάλους. Με απλά λόγια, όποιος προλάβαινε άλλον που σχεδίαζε να του κάνει κακό ήταν άξιος επαίνου, το ίδιο και εκείνος που παρακινούσε στο κακό όποιον δεν είχε διανοηθεί να το πράξει. Αλλά και ο συγγενικός δεσμός έγινε λιγότερο δυνατός από τον κομματικό, επειδή τα κομματικά μέλη ήταν προθυμότερα να τολμήσουν οτιδήποτε χωρίς καμία πρόφαση· γιατί αυτές οι κομματικές ενώσεις δεν σχηματίζονταν αποβλέποντας στην κοινή ωφέλεια βάσει των κειμένων νόμων, αλλά στο προσωπικό κέρδος κατά παράβαση των υπαρχόντων νόμων. Και τη μεταξύ τους εμπιστοσύνη τη στήριζαν περισσότερο όχι στον θείο νόμο παρά στην κοινή παρανομία. Επίσης, όσα ορθά λέγονταν από την αντίπαλη πλευρά οι άλλοι, αν ήταν ισχυρότεροι, τα δέχονταν όχι με πνεύμα γενναιοψυχίας, αλλά παίρνοντας συγχρόνως λόγω δυσπιστίας μέτρα προφύλαξης. Και προτιμούσε κανείς να εκδικηθεί κάποιον για το κακό που έπαθε, παρά να προλάβει ο ίδιος να μην το πάθει. Και αν τυχόν ανταλλάσσονταν όρκοι συμφιλίωσης, ίσχυαν προσωρινά, καθώς δίνονταν μπροστά στο υπάρχον αδιέξοδο, εφόσον και οι δύο πλευρές δεν είχαν να περιμένουν από αλλού στήριγμα· μόλις όμως παρουσιαζόταν ευκαιρία, όποιος πρώτος ανακτούσε το θάρρος του, αν έβλεπε τον αντίπαλο αφύλακτο, τον εκδικούνταν με μεγαλύτερη ευχαρίστηση επειδή διάλεξε τη στιγμή που ο άλλος, δίνοντας εμπιστοσύνη στους όρκους, δεν φυλαγόταν, παρά αν το έκανε στα φανερά κι αντρίκεια· επιπλέον, υπολόγιζε ότι μ’ αυτόν τον τρόπο κ α ι εξασφαλιζόταν από τον αντίπαλο κ α ι πετύχαινε το κατόρθωμα της μεγάλης εξυπνάδας ότι επικράτησε με απάτη. Εξάλλου, πιο εύκολα οι περισσότεροι άνθρωποι δέχονται να χαρακτηρίζονται επιτήδειοι όταν είναι εγκληματίες, παρά ανόητοι όταν είναι τίμιοι, και για τούτο το τελευταίο νιώθουν ντροπή, ενώ για το πρώτο καμαρώνουν. Αιτία όλων αυτών ήταν η δίψα της εξουσίας, που γεννά η πλεονεξία και η φιλοδοξία· εξ αυτών προήλθε και το πάθος για επικράτηση, όταν ενεπλάκησαν στις φατριαστικές συγκρούσεις. Γιατί οι αρχηγοί των παρατάξεων στις διάφορες πόλεις επιλέγοντας ο καθένας, και της μιας και της άλλης πλευράς, ένα ελκυστικό σύνθημα, οι δημοκρατικοί την πολιτική ισότητα του λαού ενώπιον του νόμου, οι ολιγαρχικοί τη σύνεση της αριστοκρατικής διακυβέρνησης, μόνο με λόγια υπηρετούσαν τα κοινά, ενώ στην πραγματικότητα τα μετέτρεπαν σε έπαθλα των προσωπικών τους επιδιώξεων. Και αγωνιζόμενοι με κάθε τρόπο να υπερισχύσουν οι μεν επί των δε, κ α ι τόλμησαν τα πιο φοβερά εγκλήματα κ α ι προχώρησαν σε ακόμη μεγαλύτερες αντεκδικήσεις, που τις εφάρμοζαν όχι ώς το σημείο που επέτρεπε η δικαιοσύνη και το συμφέρον της πολιτείας, αλλά θέτοντας και οι δύο πλευρές ως όριο το σημείο που κάθε φορά  τους πρόσφερε ευχαρίστηση· και είτε με άδικες καταδικαστικές αποφάσεις είτε με τη βίαιη αρπαγή της εξουσίας ήταν έτοιμοι να κορέσουν το πάθος εκείνης της στιγμής για σύγκρουση. Αποτέλεσμα, ούτε οι μεν ούτε οι δε τηρούσαν τους κανόνες ηθικής, και όσοι τύχαινε να διαπράξουν κάτι απεχθές συγκαλύπτοντάς το με ωραία λόγια, έχαιραν μεγαλύτερου επαίνου. Οι δε μετριοπαθείς ουδέτεροι πολίτες εξολοθρεύονταν και από τις δύο παρατάξεις, είτε γιατί αρνούνταν να αγωνιστούν στο πλευρό τους είτε από φθόνο, επειδή θα επιζούσαν μένοντας μακριά απ’ τους κινδύνους.

      83   ΄Ετσι, εξαιτίας των εμφύλιων σπαραγμών επικράτησε κάθε μορφή αχρειότητας στον ελληνικό κόσμο, και η καλοψυχία, που είναι χαρακτηριστικό κυρίως του ευγενούς ανθρώπου, έγινε τόσο καταγέλαστη που χάθηκε, και υπερίσχυσε η αμοιβαία αντιπαράθεση απόψεων μέσα σε κλίμα δυσπιστίας· γιατί δεν υπήρχε τίποτε που να μπορεί να τη διαλύσει, ούτε λόγος αξιόπιστος ούτε όρκος φοβερός, και όλοι γενικώς, όταν ήταν ισχυρότεροι από τους αντιπάλους τους, με τη σκέψη ότι η σταθερότητα της κατάστασης είναι κάτι το απρόβλεπτο, πιο πολύ έψαχναν να βρουν εγκαίρως τρόπο να μην πάθουν κάποιο κακό, παρά μπορούσαν να εμπιστευθούν τον άλλον. Και ως επί το πλείστον επικρατούσαν οι περιορισμένης νοημοσύνης· διότι από φόβο τόσο για τη δική τους ανεπάρκεια, όσο και για την εξυπνάδα των αντιπάλων, μήπως αφενός ηττηθούν στις συζητήσεις και αφετέρου πέσουν θύματα των όσων προφτάσουν να μηχανευτούν με την ευστροφία τους οι άλλοι εναντίον τους, προχωρούσαν με τόλμη στη διάπραξη κακουργημάτων. ΄Οσοι, από την άλλη, τους περιφρονούσαν επειδή πίστευαν ότι μπορούσαν έγκαιρα να αντιληφθούν τα σχέδιά τους και ότι δεν ήταν ανάγκη να πάρουν με τη δύναμη όσα μπορούσαν να εξασφαλίσουν με την ευφυΐα τους, δεν φυλάγονταν, και περισσότερο γι’ αυτό τον λόγο εξολοθρεύονταν.

 

 

 

 

1) Ο καταστροφικός Πελοποννησιακός πόλεμος που διήρκεσε 27 χρόνια (431-404 π. Χ.) ήταν ουσιαστικά ο αγώνας μεταξύ της δημοκρατικής Αθήνας και της αριστοκρατικής Σπάρτης, αγώνας που προκάλεσε μέσα στις πόλεις αναρρίπιση των παθών μεταξύ των πολιτικών κομμάτων. Ο μεγάλος ιστορικός Θουκυδίδης, με αφορμή τον εμφύλιο σπαραγμό στην Κέρκυρα μεταξύ των δημοκρατικών και ολιγαρχικών του νησιού ( 427 π. Χ. / Κεφ. 81), γενικεύει το θέμα και δίνει μια πλήρη, διεξοδική περιγραφή των ολέθριων από πολιτική και ηθική άποψη συνεπειών του πολέμου, εντυπωσιάζοντας με την εμβρίθεια της ανάλυσής του και τη βαθιά γνώση της ανθρώπινης φύσης ( Κεφ. 82-83 ).
2) Αθηναίος στρατηγός, ο οποίος επικεφαλής εξήντα πλοίων στάλθηκε στην Κέρκυρα μόλις ξέσπασε εκεί ο εμφύλιος πόλεμος, για να εμποδίσει την κατάληψη του νησιού από τους Λακεδαιμονίους.
3) Ο λόγος για τους δημοκρατικούς που τελικά επικράτησαν με τη βοήθεια των Αθηναίων.

Γεωργία Παπαδάκη

H Γεωργία Παπαδάκη γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου υπηρέτησε για δέκα χρόνια ως Βοηθός στον Τομέα Αρχαιολογίας και, παράλληλα, έλαβε μέρος σε διάφορες ανασκαφές. Τα τελευταία χρόνια μελετάει αρχαίους συγγραφείς και μεταφράζει αγαπημένα της κείμενα της ελληνικής γραμματείας. Από το Α΄Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας έχει παρουσιάσει παλαιότερα μια σειρά σχετικών εκπομπών με τον τίτλο « Είτε βραδιάζει είτε φέγγει, μένει λευκό το γιασεμί». ΄Εχουν εκδοθεί εξι βιβλία της: "Aνθολογία αρχαίας ελληνικής ερωτικής ποίησης", "Ο δικός μας Αριστοφάνης",  "Μούσας άγγιγμα", " Αισχύλος. Ο ποιητής του μεγαλοπρεπούς και του τιτανικού", "Σοφοκλής. Η «μέλισσα» του αρχαίου ποιητικού λόγου", "Η γυναίκα και ο γυναικείος λόγος στο έργο του Ευριπίδη".

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.