ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
Πάει ο καιρός, πάει ο καιρός
που ήταν ο κόσμος δροσερός…
Νίκος Γκάτσος
Οι περισσότεροι από όσους μεγαλώσαμε σε χωριά, στην ελληνική ύπαιθρο, σίγουρα το έχουμε νιώσει: εκεί γύρω στον Δεκαπενταύγουστο κάτι φαίνεται να αλλάζει στην ατμόσφαιρα. Το καλοκαίρι, σαν αποκαμωμένο, αρχίζει να αναστοχάζεται τον εαυτό του. Ξαφνικά, στην καρδιά του Αυγούστου, πέφτει μια παράξενη ησυχία. Καθώς το σταφύλι ωριμάζει (στην ησυχία της νύχτας μπορείς να ακούσεις πώς τρίζουν οι ρώγες που γεμίζουν χυμό), καθώς το σύκο ή το δαμάσκηνο αδημονούν να κοπούν από το δέντρο, πριν πέσουν στο έδαφος, αντίστοιχες διεργασίες συντελούνται και εντός μας. Η αίσθηση ενός ακόμη κύκλου που κλείνει μας οδηγεί αναγκαστικά στον απολογισμό και την προετοιμασία για τον καινούριο που θα ανοίξει.
Ζούμε σε έναν τόπο όπου ο ψυχικός μας βίος αναπτύχθηκε σε απόλυτη συνάφεια με τους φυσικούς κύκλους των εποχών, οι οποίοι αισθητοποιούν και αντανακλούν τον ρυθμό και την ποιότητα των συναισθημάτων και της σκέψης μας. Η ελληνική πολιτισμική κατάθεση έχει άμεση σχέση με αυτή τη συνάφεια. Στην παράδοσή μας, το καλοκαίρι εκλαμβάνεται ως δυνατότητα υλοποίησης όλων των πιθανοτήτων ευτυχίας που έχουμε στα χέρια μας. Για να μην πάμε πολύ πίσω, μια γρήγορη περιδιάβαση στους στίχους του παλιού καλού ελληνικού τραγουδιού (του παρεξηγημένου «ελαφρού», του «Νέου Κύματος», των μεγάλων συνθετών μας) αρκεί για να επιβεβαιώσει την παραπάνω διαπίστωση.
Δεν μπορώ να ξέρω με ασφάλεια τι συμβαίνει στην ψυχή και το μυαλό των νεώτερων, αλλά νιώθω ότι στο σύγχρονο φαντασιακό των Νεοελλήνων η συνάφεια αυτή έχει σχεδόν εξαφανιστεί. Προφανώς, η μετάλλαξη της κοινωνίας μας ήταν τόσο γρήγορη και ισοπεδωτική («Εδώ διαβαίνουν και θερίζουν / χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα», για να θυμηθούμε τον Σεφέρη), που κατέστρεψε πολύ γρήγορα βιώματα και αποτυπώσεις ζωής αιώνων. Θεωρώ ότι μια από τις μεγαλύτερες καταστροφές που έχει συντελεστεί στον ψυχισμό και στην πνευματική ζωή μας είναι η αποσύνδεση των εκφράσεων του κοινωνικού βίου και του πολιτισμού μας από την πραγματικότητα της φύσης που μας περιβάλλει.
Άλλη ήταν η θάλασσα τότε, όταν αδημονούσες όλη τη νύχτα να φτάσεις σ’ αυτήν, ταξιδεύοντας πάνω στην καρότσα, μέσα από τα ρέματα και τους ψιθύρους του δάσους, και άλλη σήμερα, όταν σε μισή ώρα φτάνεις με το Ι.Χ., εν μέσω μυριάδων άλλων και ψάχνεις να βρεις θέση για παρκάρισμα. Άλλο ήταν το καλοκαίρι, όταν ο ένας μήνας σε καλύβα στην ακρογιαλιά, με τις λυγαριές και τις πικροδάφνες γύρω, φάνταζε αιώνας του Παραδείσου, και άλλο σήμερα, ανάμεσα σε ομπρέλες, ξαπλώστρες και «μουσικό» ορυμαγδό, που αποτυπώνεται ως στιγμιαία απόδραση και ανακούφιση από τις καθημερινές μέριμνες. Άλλος ο Αύγουστος τότε, όταν ευτυχισμένος γευόσουν τους καρπούς της αυλής και του περιβολιού σου, που και με δικούς σου κόπους έδεσαν και ωρίμασαν, κι άλλος σήμερα, όταν ψάχνεις στη «Λαϊκή» να ξαναβρείς κάτι από τις χαμένες γεύσεις και τα αρώματα.
Κι όμως, η ελληνική φύση, αν και πληγωμένη από τη βαρβαρότητά μας, συνεχίζει τον κύκλο της απτόητη, πάντα γενναιόδωρη μέσα στο θριαμβικό φως. Αρκεί μια στιγμή να αφεθούμε στον ρυθμό της, να θυμηθούμε, να αφουγκραστούμε, να νιώσουμε την ευλογία που σκορπά σε όλους αδιακρίτως ο δωροδότης Αύγουστος. Και τότε ίσως αισθανθούμε να ωριμάζουν μέσα μας και κάποιοι άλλοι καρποί, εφόδια αναγκαία για το «θερμό» φθινόπωρο και τον «σκληρό» χειμώνα που θα ακολουθήσουν. Μέρες περισυλλογής και προετοιμασίας, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο.