Το πιρούνι του λέλεκα
-Μπαμπά, πώς το λένε αυτό το λουλούδι;
-Ποιο απ’ όλα παιδί μου;
-Αυτό το μπλε, το περίεργο!
-Α, είναι το πιρούνι του λέλεκα…
-Και γιατί το λένε έτσι;
-Ξέρω γω; Έτσι το ’λεγαν οι πατεράδες και οι παππούδες μας…
Ήταν μεσημέρι, τέλος Απριλίου, και καθόμασταν κάτω από τα δέντρα στο εξωκλήσι του χωριού μας, την Αγία Παρασκευή, πάνω ακριβώς από ένα πλουμιστό στρωσίδι λουλουδιών, ποικίλων χρωμάτων και σχημάτων. Οι καρό πετσέτες απλωμένες χάμω με το λιτό φαΐ μας: ψωμί, τυρί, ελιές, κόκκινα αυγά από την Πασχαλιά και δυο τρία φρέσκα σκορδάκια. Τα αγαπούσε πολύ ο πατέρας μου, κι ας φώναζε η μάνα μου ότι βρωμοκοπούσε το δωμάτιο όπου κοιμόντουσαν. Δίπλα η στάμνα με το δροσερό νερό. Παραπέρα, στο άδειο διπλανό χωράφι, το άλογό μας έβοσκε ευχαριστημένο. Η μεσημεριανή ξεκούραση κρατούσε περίπου τρία τέταρτα με μία ώρα. Κι έτσι, μετά το φαΐ, ενώ ο πατέρας μου έκλεινε για λίγο τα μάτια κι έπαιρνε έναν ελαφρύ υπνάκο, εγώ χάζευα και παρατηρούσα τα αγριολούλουδα. Τα περισσότερα είχαν ονόματα: να, τα κορασίτσια, τα λαζαράκια, οι μαργαρίτες, οι πασχαλούθρες, οι βρούβες και οι αγριομολόχες, το «τζουν τζουν καλόγερε», τα πρώτα χαμομήλια και μύρια άλλα ανώνυμα, αλλά τόσο γνώριμα… Όταν με την Άνοιξη άρχιζαν να ανθοβολούν ήταν σα να ξανασυναντούσα φίλους παλιούς.
Οι χρωματισμοί των αγριολούλουδων απλώνονταν σε όλες τις αποχρώσεις του κίτρινου και του ροζ- μοβ. Κι ανάμεσά τους, έριχναν λαμπερές μπλε σκούρες πιτσιλιές τα πιρούνια του λέλεκα! Ένα τσουτσούνι ανέβαινε περήφανο πάνω από τα φύλλα του φυτού που τροφοδοτούνταν από τον βολβό του μέσα στη γη, ενώ στην κορυφή του έβγαζε τα μικρά μπλε λουλουδάκια του, συσπειρωμένα γύρω από τον κορμό του, σαν ένα μακρουλό μούρο. Ήταν για μένα κάτι το ξεχωριστό, σαν να είχε έρθει από έναν άλλο κόσμο, λίγο ατίθασο, λίγο ξιπασμένο, αλλά τόσο όμορφο μέσα στην αλήθεια του! Καθώς ξάπλωνα και κοιτούσα τον ουρανό, έλεγα ότι μάλλον από κει πρέπει να είχε έρθει κάτω στη γη, από κει πήρε αυτό το βαθύ μπλε χρώμα του. Κι όταν, ανάσκελα, έβλεπα τα λελέκια να κάνουν αργούς κύκλους με ανοιχτές τις φτερούγες σε μέγα βάθος επάνω στο απύθμενο γαλάζιο, τότε νόμιζα ότι κάτι αποκρυπτογραφούσα από το νόημα του ονόματός του. Τα λελέκια το έφεραν, σκεφτόμουν, από τον ουρανό, και το εναπόθεσαν στη γη σαν δώρο, σαν πράξη ευχαριστήρια για την τροφή που τους προσφέρει: σκουληκάκια και έντομα, μικρά ψαράκια στα κανάλια και τους βάλτους, φιδάκια και ένα σωρό άλλα ζουζούνια…
Υπήρχαν στιγμές που ξαφνικά όλα ακινητούσαν μέσα σε απόλυτη σιωπή. Κάπου δίπλα μου ο πατέρας μου μαρμαρωμένος στον ύπνο του, σαν εικόνα που ερχόταν από μακριά, το άλογο ακίνητο στο χωράφι με την ουρά του μετέωρη στον αέρα, οι μέλισσες και τα έντομα χωρίς βόμβο μόλις ν’ αγγίζουν τα λουλούδια και να μένουν εκεί… Μόνον οι πελαργοί στο βάθος τ’ ουρανού συνέχιζαν τον αργό τους κύκλο, σα να επόπτευαν το αέναο γύρισμα του χρόνου, το ανεπαίσθητο στροβίλισμα της γης κι όλων των πλασμάτων πάνω της. Άλλος κύκλος ατέρμονος αυτός ανάμεσα στην ανατολή και τη δύση, το φως και το σκοτάδι, την αρχή και τέλος…
Κι έπειτα, σα να φυσούσε ένα αεράκι και όλα ξανάπαιρναν τον συνηθισμένο ρυθμό – το διάλειμμα είχε τελειώσει. Ο πατέρας έδινε το σύνθημα. Βιαστικά επιστρέφαμε στο χωράφι για να συνεχίσουμε τη δουλειά. «Γεμίζαμε» τις πατάτες, δηλαδή μαζεύαμε το χώμα γύρω από τους τρυφερούς βλαστούς των φυτών, που είχαν αρχίσει να ανθίζουν, αφήνοντας ανάμεσα στις σειρές τους ένα πλατύ αυλάκι, χρήσιμο τόσο για το σκάλισμα και το ξεβοτάνισμα των αγριόχορτων όσο και για το πότισμα. Το καλοκαίρι, όταν οι καρποί θα είχαν ωριμάσει κάτω από τη γη, με το άλογο ζεμένο στα αλέτρι κι οργώνοντας πάνω ακριβώς στις σειρές, θα βγάζαμε τις πατάτες στην επιφάνεια για να τις σακιάσουμε στη συνέχεια. Για μένα ήταν πάντα μια αποκάλυψη αυτή η τελική πράξη, κι ας την είχα ζήσει τόσες φορές. Ήταν η στιγμή που καρπωνόμασταν τον κάματο τον δικό μας, του αλόγου και της γης. Ένας πλούτος που σε έκανε να αισθάνεσαι ζωντανός και περήφανος, γιατί είχες κι εσύ συντελέσει σ’ αυτή τη νέα γέννα.
Η σκέψη μου όμως ξαναγύριζε στο ερώτημα: γιατί «το πιρούνι του λέλεκα»; Όλη τη μέρα σχεδόν στο χωράφι απασχολούσα το μυαλό μου (ήταν κι αυτός ένας τρόπος να περνά υποφερτά ο άχαρος χρόνος κάτω από το αργό διάβα του ήλιου) για να βρω μια απάντηση. Δοκίμαζα διάφορες εκδοχές, αλλά μία μού φαινόταν ως η πιο πιθανή: μάλλον, έλεγα, κόβοντας τα λελέκια το λουλούδι αυτό και χρησιμοποιώντας το ως δόλωμα μέσα στα κανάλια και τους βάλτους, έπιαναν τα ψάρια και τα άλλα ζωύφια για το γεύμα τους. Αλλά και πάλι, άφηνα πολλές άλλες εκδοχές ανοιχτές στην οργιώδη φαντασία μου. Πολύ αργότερα, όταν το ξαναείδα στο Πήλιο και αναφώνησα χαρούμενος «να, το πιρούνι του λέλεκα!», η πηλιορείτισσα φίλη της παρέας μού είπε: α, αυτό εμείς το λέμε το ψωμί του κούκου. Νάτο, είπα, πάλι σχετικό με ένα πουλί και το φαγητό του!
Πέρασαν τα χρόνια, άλλαξαν οι συνθήκες, δεν είχαμε πια πατάτες για να γεμίσουμε, η αγροτική κοινωνία έγινε πολύ γρήγορα και ισοπεδωτικά παρελθόν, κι ο κάμπος, με τη συνεχή και βαθιά άροση, με την αλόγιστη χρήση των φυτοφαρμάκων, που εισέρχονταν βαθιά στο σώμα του και το δηλητηρίαζαν, έχασε μεγάλο μέρος του φυσικού του πλούτου, κυρίως του φυτικού. Πρώτα εξαφανίστηκαν τα τσιτσέκια, δηλαδή οι αγριοτουλίπες, που γέμιζαν κάθε Απρίλη με το πορφυρό τους χρώμα τα χαντάκια, τις βραγιές και τα σύνορα των χωραφιών, και μετά πλήθος άλλων φυτών και λουλουδιών, επώνυμων και ανώνυμων, ανάμεσά τους και το πιρούνι του λέλεκα. Θα το ξανασυναντούσα αργότερα σε άλλα μέρη της χώρας, σε τόπους που έμειναν άθικτοι από την εντατική καλλιέργεια. Και οι πελαργοί όλο και λιγόστευαν, όλο και πιο λίγοι έρχονταν κάθε χρόνο για να διαγράψουν τον υπέροχο κύκλο τους στον ουρανό μας. Φέτος, ένα ζευγάρι μόνο ήρθε στο χωριό μας στην παλιά του φωλιά…
Τέλη Νοεμβρίου του 1980, βροχερό, κρύο και σκοτεινό μεσημέρι, διασχίζω τον θεσσαλικό κάμπο με το λεωφορείο του ΚΤΕΛ με προορισμό το Γυμνάσιο του κοντινού ορεινού χωριού, όπου πρωτοδιορίστηκα ως καθηγητής. Και αίφνης, μέσα από το θαμπό τζάμι, τον είδα: ένας πελαργός μόνος, με σπασμένη και σερνάμενη τη μια του φτερούγα, που έχασε τη δυνατότητα και την ελπίδα της μετανάστευσης, βάδιζε με δυσκολία μέσα στη λασπουριά των χωραφιών και προσπαθούσε να βρει κάτι να φάει μέσα στην αντιξοότητα του χρόνου και του τόπου. Η εικόνα του καταπλάκωσε την καρδιά μου και έμεινε καρφωμένη, βαθιά και για πάντα, στο μυαλό μου. Καημένε μου, σκέφτηκα, δεν υπάρχει αυτή την εποχή και το πιρούνι του λέλεκα για να σε βοηθήσει! Δεν ήταν τόσο η λύπη για τον συγκεκριμένο πελαργό, που κάποια στιγμή, ήταν βέβαιο, μέσα στον χειμώνα θα έχανε τη ζωή του – τέτοιες απώλειες εξάλλου είναι συνηθισμένες στη φύση. Περισσότερο ήταν η συνειδητοποίηση του οριστικού τέλους, της αμετάκλητης μετάβασης στην πραγματικότητα του νέου, σκληρού μας κόσμου, όπου η παραμυθία των φυσικών κύκλων, των φυτών και των ζώων που τους συνόδευαν, εγκατέλειπε για πάντα τη ζωή μας. Είχαν αρχίσει πια να τρέχουν όλα γρήγορα, αγχωτικά, ισοπεδωτικά και ανεξέλεγκτα, χωρίς μια μικρή έστω ανάσα, μια στάση συνειδητοποίησης της πορείας. Όπως ο κάμπος στέρεψε από τα νερά του, έτσι στέρεψαν και οι δικές μας πηγές που τροφοδοτούσαν τα όνειρα, το στοχασμό, το συμβολικό υπόστρωμα και τη φαντασιακή στοιχειοθέτηση της ύπαρξής μας. Θα έπρεπε πια, σαν τους αγρότες του κάμπου, που για να βρουν νερό φτάνουν τις γεωτρήσεις τους στα διακόσια ή τριακόσια μέτρα, να σκάβουμε κι εμείς βαθιά, μέσα στα πετρώματα της μνήμης, για να ανασύρουμε ψήγματα του χαμένου μας Παραδείσου.
Κι εγώ, σ’ αυτή τη βυθομέτρηση, το πρώτο που συναντώ είναι συνήθως το πιρούνι του λέλεκα, αυτό το αγγελτήριο μήνυμα του ουρανού στην ολάνθιστη γη, που κάποια στιγμή ένας πελαργός εναπόθεσε με αγάπη και ευγνωμοσύνη πάνω της, ως παρηγοριά ομορφιάς, αγνότητας και ελπίδας σε μας, τους κλεισμένους μέσα στο χρόνο και τις καθημερινές έγνοιες φτωχούς ανθρώπους…
Εξάλλου, όλοι διψάμε για ουρανό, όπως είπε κι ο ποιητής!