Στους γονείς μου
Κάπου εκεί γύρω στις μέρες του θερινού ηλιοστασίου, στα τέλη Ιουνίου, άρχιζε για μας τα παιδιά του κάμπου η εποποιία του καλοκαιριού. Μέρες απέραντες, από το ξημέρωμα μέχρι το δείλι, όπου η ποικιλία των βιωματικών φάσεων διόγκωνε τον χρόνο – ένα πηγαίο ανάβρυσμα ευτυχίας, ταυτισμένο με την πιο φυσική διάσταση της ύπαρξης. Οι αισθήσεις της εποχής συνόδευαν αδιάλειπτα όλες τις δραστηριότητες, από τη δουλειά στη γη μέχρι το παιχνίδι: τα πρώτα φρούτα, η εκκωφαντική σιωπή του μεσημεριού, που τη ράγιζαν τα σποραδικά τιτιβίσματα των σπουργιτιών, και το μακρινό σφύριγμα του οτομοτρίς που διέσχιζε το εκτυφλωτικό κίτρινο του θεσσαλικού κάμπου, η μυρωδιά του φρεσκοθερισμένου σιταριού, ανάκατη με τον ιδρώτα του σώματος και της γης, το κεφάλι κάτω από το δροσερό νερό της τουλούμπας, τα φυτά του περιβολιού που έδεναν τους πρώτους καρπούς τους, ο αέρας του απογεύματος στο αλώνι, ο κάματος των ζώων και η ανταμοιβή τους στην ποτίστρα και την ταΐστρα, με την επιστροφή το δειλινό στο σπίτι.
Πάει καιρός που ακούστηκε η τελευταία βροχή. Όταν πρωτοδιάβασα αυτόν τον στίχο του Ελύτη, συνειδητοποίησα την πηγή του ακλόνητου αισθήματος ασφάλειας που μας συνόδευε τότε: τίποτε δεν θα μπορούσε να διαταράξει τη ζωή μας, που ήταν συντονισμένη στην κυριαρχία της μεγάλης μέρας έναντι της μικρής νύχτας. Η ύπαιθρος η ίδια ήταν το πραγματικό μας σπίτι. Η νύχτα δεν ήταν φοβερή ανωνυμία θανάτου (πάλι Ελύτης), αλλά πάμφωτη, είτε με τη φωτοχυσία της Σελήνης είτε με την πανσπερμία των άστρων, της Γης το πολυκάντηλο του Δ. Σολωμού: μια μυστηριακή και γοητευτική ανάπαυλα, ένας εν εγρηγόρσει ύπνος, ένα, ασυνείδητο ίσως, αλλά πολύ απτό βύθισμα στον συμπαντικό ρυθμό. Και το κυριότερο: όλα βρίσκονταν στην αρχή τους, το καλοκαίρι ήταν μπροστά μας και στη σκέψη ούτε μια νύξη τέλους, ούτε μια υποψία διατάραξης του θερινού όλβου. Σαν τα ζώα και τα πουλιά, ζούσαμε στην ένταση ενός απέραντου τώρα – θρυαλλίδα αιωνιότητας!
Και τότε, εκεί στα τέλη δεκαετίας του 1950 αρχές του 1960, έγινε η μεγάλη τομή: οι αγρότες του κάμπου, οι καραγκούνηδες, ανακάλυψαν τη θάλασσα! Δειλά στην αρχή, αλλά κατόπιν όλο πιο έντονα και συχνά, άρχισαν να έλκονται από το μαγευτικό της τραγούδι, να ανταποκρίνονται στο γοητευτικό της κάλεσμα. Όχι ότι δεν την ήξεραν, αφού ο Βόλος, για πολλούς από αυτούς, ήταν ένας συχνός προορισμός, ουσιαστικά ο μόνος άνετα προσβάσιμος (βοηθούντος και του σιδηρόδρομου βέβαια) για επικοινωνίες οικονομικής φύσης, δουλειές, εμπόριο κτλ, αλλά όμως μόνο γι’ αυτό. Ούτε που είχαν σκεφτεί ποτέ ότι η θάλασσα θα μπορούσε να μπει στη ζωή τους με κάποιους άλλους τρόπους. Κυρίως τους ήταν αδιανόητο ότι θα μπορούσαν οι ίδιοι να μπουν μέσα στο θαλασσινό νερό…
-Πώς είναι η θάλασσα; ρωτούσαν όσοι δεν είχαν πάει ακόμη όσους επέστρεφαν. Είναι σαν μεγάλη μπάρα;
-Μπα όχι, απαντούσαν οι γνωρίζοντες, είναι πολύ μεγαλύτερη, ως εκεί που φτάνει το μάτι σου κι ακόμα παραπέρα, εντείνοντας έτσι στους αδαείς το αίσθημα του θαλασσινού μυστηρίου!
Οι δικές μας θάλασσες, στα παράλια του Νομού της Λάρισας, ήταν ακόμη δύσκολα προσβάσιμες. Ανάμεσα στον κάμπο και τη θάλασσα, η πανέμορφη οροσειρά του Κισσάβου και του Μαυροβουνίου, γεμάτη πλούσια δάση, ρέματα, κρυφές νεροσυρμές και πλούσια πανίδα – από αγριογούρουνα, ελάφια και ζαρκάδια, μέχρι λύκους, βίδρες, αλεπούδες και πολλών λογιών άλλα ζωντανά – αποτελούσε ένα μεγάλο εμπόδιο. Δρόμος βατός υπήρχε μέχρι την Αγιά, αλλά από κει και πέρα, για να βγει κάποιος στη θάλασσα, έπρεπε να ακολουθήσει τα αγροτικά μονοπάτια και τις διόδους που χρησιμοποιούσαν οι πληθυσμοί των ορεινών χωριών της περιοχής, δίοδοι και περάσματα πατημένα και δοκιμασμένα, τα περισσότερα ίσως, από τα αρχαία χρόνια ακόμη. Οι πληθυσμοί αυτοί ήταν ο σύνδεσμος που μετέφερε τη θαλασσινή εμπειρία και γνώση στους δικούς μας πληθυσμούς του κάμπου, αφού υπήρχαν ισχυρές οικονομικές δοσοληψίες και συναλλαγές μεταξύ τους, με επίκεντρο την κωμόπολη της Αγιάς, κυρίως κατά την περίοδο του μεγάλου πανηγυριού της στις αρχές του Σεπτέμβρη. Η ομώνυμη επαρχία, που κατέληγε στη θάλασσα, πρόσφερε κυρίως τα οπωροκηπευτικά και την ξυλεία της, ενώ τα χωριά του κάμπου τα δημητριακά τους. Η αγοραπωλησία και η ανταλλαγή ζώων, κυρίως αλόγων, μουλαριών και βοοειδών, ήταν επίσης έντονη.
Όχι ότι οι ορεινοί πληθυσμοί, που οι περισσότεροι ζούσαν με την καθημερινή θέα της θάλασσας, είχαν κάποια άλλη ιδιαίτερη σχέση μαζί της, εκτός από ελάχιστους που επιδίδονταν και στο ψάρεμα. Αγρότες ήταν κυρίως κι αυτοί και όσοι ήξεραν κολύμπι ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα. Όπως και να είχε όμως, όταν, μετά τα σκληρά χρόνια των δεκαετιών του 1940 και 1950, άρχισε να σαλεύει πάλι στις τοπικές μας κοινωνίες η χαρά της ζωής, να παραμερίζει κάπως η αδήριτη ανάγκη της επιβίωσης και να διευρύνεται ο χρόνος διασκέδασης και ψυχαγωγίας, η θάλασσα αναδείχτηκε σε μια από τις βασικές προτεραιότητες της καλοκαιρινής απόδρασης από τη συνεχή βιοπάλη. Και τί θάλασσα! Απέραντη, βαθιά, ανοιχτή στο Αιγαίο, με μια παρθένα παραλία χιλιομέτρων, τριγυρισμένη από κατάφυτα βουνά, με ρέματα που κρατούσαν το νερό τους όλο το καλοκαίρι, με σχίνα, λυγαριές και ροδοδάφνες που κατέβαιναν ευωδιαστές μέχρι το κύμα σχεδόν, με πλατάνια που τα κλαδιά τους έσκυβαν πάνω από την αμμουδιά, εκεί όπου το βουνό έσμιγε μαζί της! Να πάμε στη θάλασσα λοιπόν, λέγαμε στον κάμπο, να τη γνωρίσουμε, να τη χαρούμε, «να αναπνεύσουμε ιώδιο» (κλασική ατάκα τότε για τα καλά που θα πρόσφερε στη υγεία μας), αλλά πού θα μέναμε; Σπίτια ακόμη, εκτός από δύο τρία καφενεία, δεν υπήρχαν…
Ε, το έργο αυτό το ανέλαβαν οι κάτοικοι των ορεινών χωριών κοντά στη θάλασσα, που εξάλλου είχαν και τα χωράφια τους στον μικρό κάμπο που παρεμβαλλόταν ανάμεσα στο βουνό και την ακρογιαλιά. Κι έτσι, προέκυψαν «οι καλύβες». Ευφυείς κατασκευές πάνω στην άμμο, σε κοντινή αλλά ασφαλή απόσταση από το κύμα, με έναν γερό σκελετό από ξύλα, πάνω στον οποίον μπλέκονταν οι τοίχοι και η σκεπή με φυλλωσιές από φτέρες και πλατάνια κυρίως. Νοικιάζονταν από τους καμπίσιους, που κάθε χρόνο πληθύνονταν όλο και περισσότερο, έναντι εφικτού, για τα βαλάντια της εποχής, τιμήματος. Καλύβες μικρές και μεγάλες, με μικρότερο χώρο δίπλα εν είδει κουζίνας, αλλά και κάποιες διώροφες με εσωτερική, σχεδόν κατακόρυφη, σκαλίτσα! Αυτές οι τελευταίες προορίζονταν κυρίως για ιδίαν χρήσιν, σπανίως νοικιάζονταν, ή, αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, ήταν πολύ ακριβότερες από τις άλλες, ιδίως αν είχαν «τσίγκια» στη σκεπή για προστασία από τις ξαφνικές μπόρες του καλοκαιριού. Ξεχώριζαν συνήθως μέσα από το πλήθος των πιο ταπεινών και όλοι σχεδόν γνωρίζαμε τα ονόματα των ενοίκων τους. Μία από αυτές ανήκε σε πρώτο ξάδερφο του πατέρα μου, που είχε παντρευτεί στην Αγιά, ιδιοκτήτη φορτηγού για ποικίλες μεταφορές, κυρίως ξυλείας, με τη μεσολάβησή του οποίου νοικιάζαμε κάθε χρόνο την καλύβα, όπου θα διαμέναμε για περίπου σαράντα ημέρες. Αν θυμάμαι καλά, το ενοίκιο ήταν περίπου 100 δραχμές για όλη την περίοδο.
Έτσι λοιπόν, μέσα στο κλίμα και το πνεύμα αυτό, και καθώς οι γονείς μου ήταν από τους πρωτοπόρους της υιοθέτησης των νέων τάσεων στη ζωή του χωριού, ήρθε η ευλογημένη ώρα της οικογενειακής μας απόδρασης στη θάλασσα, το καλοκαίρι του 1960. Φορτώσαμε τα χρειαζούμενα για την καλοκαιρινή διαμονή στην καρότσα ενός θείου μου, που είχε ένα από τα ελάχιστα τρακτέρ που υπήρχαν τότε στο χωριό, το περίφημο Lanz (πιο πολύ έμοιαζε με χερσαίο θωρηκτό), και ξεκινήσαμε λίγο πριν τα μεσάνυχτα… Χτυποκάρδι και αναστάτωση σε μας τα παιδιά, όλα πρώτα ξαδέρφια, που στήσαμε ολόκληρο πανηγύρι πάνω στην καρότσα με τα πράγματα. Όταν όμως αφήσαμε τον κάμπο, περάσαμε την Αγιά και μπήκαμε στο μεγάλο ρέμα που θα μας οδηγούσε στη θάλασσα, ίσως επειδή είχαμε νυστάξει, ή ίσως και γιατί για πρώτη φορά ταξιδεύαμε μέσα στη νύχτα σε ένα πρωτόγνωρο για μας περιβάλλον, ξαπλώσαμε σιωπηλοί, ενώ η διαδρομή μας άρχισε να αποκτά μαγικές διαστάσεις. Κάπου μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, ψίθυροι παράξενοι από τις φυλλωσιές που μας σκέπαζαν χάιδευαν τα αυτιά μας, φωνές περίεργες από ζώα και πουλιά που δεν γνωρίζαμε μάς ξάφνιαζαν, μάτια που έλαμπαν μέσα στο σκοτάδι ανάμεσα στις πυκνές λόχμες μάς παρακολουθούσαν, νεροσυρμές αθέατες, που κάπου δίπλα μας έτρεχαν, μάς συνόδευαν!
……………………………………………………………………
Πολλά χρόνια μετά, όταν διάβασα το πρώτο ποίημα από «Το ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου» του Οδυσσέα Ελύτη, έλαμψε ξανά στο νου μου αυτή η μαγική νύχτα και άρχισα να κατανοώ το κρυφό της, για τη ζωή μου, νόημα: το μυστηριακό πέρασμα από τη μια κατάσταση στην άλλη, τη μετάβαση από το εδώ στο αλλού, την προετοιμασία να συναντήσεις τον άλλο εαυτό σου σε μια άλλη, τελείως διαφορετική συνθήκη!
«Δρυς, οξιές, βαλανιδιές, ακούω να σέρνονται στη σκεπή της παλιάς
καρότσας όπου ρίχθηκα όπως όπως να φύγω. Ξαναπαίζοντας ένα
έργο που γυρίστηκε κάποτε στα κρυφά και πάλιωσε χωρίς να το
έχει δει κανένας.
Γρήγορα. Προτού ξεθωριάσουν οι εικόνες. Ή σταματήσουνε
άξαφνα – κι η ταινία η φθαρμένη κοπεί.»
Ξαναπαίζω, λοιπόν, το έργο προτού ξεθωριάσουν οι εικόνες κι η ταινία η φθαρμένη κοπεί, την ψηφιοποιώ για να τη σώσω από την καταστροφή και επιχειρώ την προβολή της, μπας και η αναπαραγωγή της, μέσω της γνώσης και της μνήμης των άλλων, παρατείνει τη λαμπερή επιβίωσή της, πέρα από τα περιορισμένα όρια της δικής μου ύπαρξης. Γιατί στο τέλος τέλος, η ζωή μόνο αν γίνει ιστορίες συνεχίζεται, αναβλασταίνει στη ζωή των ανθρώπων που ακολουθούν, και κει αποκτά το νόημά της, αν έχει κάποιο νόημα, όπως το επιθυμούμε βαθιά!
…………………………………………………………………….
Το πέλαγος το αντίκρυσα για πρώτη φορά όταν βγαίναμε από τη ρεματιά, την ώρα που ανέτειλε ο ήλιος στάζοντας θαλασσινό νερό, έτσι το ένιωσα! Δεν το πίστευα, μου φαινόταν άλλος κόσμος, άλλος πλανήτης… Θυμάμαι τη χαρά της μάνας μου, που έκανε κι αυτή σαν μικρό παιδί. Στο βάθος αγκυροβολημένα τα καΐκια των ψαράδων από το Κεραμίδι, που είχαν σκάλα και τη δική μας θάλασσα, τον Αγιόκαμπο, κι εκεί πολλές φορές πουλούσαν την ψαριά τους. Άφθονα τα ψάρια την εποχή εκείνη και την ώρα που φθάσαμε είχαν βγει οι ψαράδες με τις μεγάλες βάρκες τους στην παραλία και τίναζαν τα δίχτυα τους στην ακρογιαλιά να απαλλαγούν από τα μικρά ψάρια, που σπαρταρούσαν ακόμη, αφού οικονομικά δεν τους ενδιέφεραν. Το πρώτο που έκανε η μάνα μου, μόλις φτάσαμε στην καλύβα μας, ήταν να κατεβάσει αμέσως την γκαζιέρα, το τηγάνι και το λάδι, να μαζέψει όσα περισσότερα ψάρια μπορούσε, να τα καθαρίσει δίπλα στο κύμα και να κάνει μια τηγανιά, που η ευωδιά της με κυνηγά ακόμη και σήμερα. Ήταν το πρώτο μας πρωινό στη θάλασσα…
Έτσι ξεκίνησε η ζωή μας στον θαλασσινό Παράδεισο και διήρκεσε στα περισσότερα χρόνια της δεκαετίας του 1960. Για μας τα παιδιά χανόταν η αίσθηση του χρόνου και των ημερών. Όλη τη μέρα με ένα μαγιό, ας πούμε έτσι το βρακί που φορούσαμε, μπαινοβγαίναμε στη θάλασσα, επινοώντας τα πιο περίεργα παιχνίδια, πιάναμε φιλίες με μικρούς και μεγάλους λέγοντας και ακούγοντας ιστορίες της θάλασσας, εκδράμαμε στο κοντινό βουνό, όπου ανακαλύπταμε νέα φυτά και ζώα, και καταλήγαμε στον φούρνο (τι ψωμί ήταν εκείνο!) ή σε ένα από τα δύο καφενεία της παραλίας για να βρούμε νέες παρέες, να πάρουμε παγωτό ή αναψυκτικό και να ακούσουμε στο τζουκ μποξ αγαπημένα τραγούδια της εποχής, με κυρίαρχο το «Βράχο βράχο τον καημό μου» του Θεοδωράκη. Ακόμη και σήμερα που το ακούω, έρχεται στα ρουθούνια μου η μυρωδιά και η αίσθηση της αλμύρας του πελάγου, όπως την ένιωθα τότε. Ήταν το αγαπημένο τραγούδι του πατέρα μου, αφού ήταν κι αυτός για δύο χρόνια τρόφιμος στη Μακρόνησο, όπως και ο συνθέτης, και κει γνώρισε τη θάλασσα, μαζί με την πίκρα, τον πόνο της εξορίας και των βασάνων που πέρασαν οι κρατούμενοι:
«Πάρε με θάλασσα πικρή, πάρε με στα φτερά σου, πάρε με στο γαλάζιο σου, στη δροσερή καρδιά σου…»
Εγώ είχα μεγάλο καμάρι, γιατί ο πατέρας μου ήταν ο μόνος από τους συνομηλίκους του στο χωριό που ήξερε κολύμπι. Ήταν μία από τις παράπλευρες… ωφέλειες της εξορίας. Ανοιγόταν στα βαθιά, με ήσυχες μεγάλες απλωτές, σιωπηλός και σαν συλλογισμένος… -Σκέφτεται τη Μακρόνησο, έλεγα μέσα μου. Εκείνος δεν έλεγε πολλά. Μόνο μια φορά μάς μίλησε εκτενώς για τις φώκιες που έβγαιναν στα βράχια του νησιού και έκλαιγαν, λέει! Στον πατέρα μου οφείλεται το γεγονός ότι κολύμπησα πολύ νωρίς, την πρώτη κιόλας χρονιά, κι αυτό μεγάλωσε ακόμη περισσότερο την αγάπη μου για τη θάλασσα!
Δεν έμεναν όλες τις μέρες όμως οι γονείς μας στη θάλασσα. Οι δουλειές πίσω στον κάμπο έτρεχαν, είτε στα χωράφια είτε στο σπίτι. Τότε λοιπόν, εις αντικατάσταση, ερχόταν η γιαγιά μου, η μητέρα της μάνας μας. Δεν ήταν όμως η μόνη… Πλήθος γιαγιάδων, αλλά και κάποιοι παππούδες, από το χωριό άρχισαν να έρχονται πια με την προσδοκία της θεραπείας από τα «ρευματικά». Και η θεραπεία είχε ένα και μόνο όνομα: Αμμόλουτρα! Κυκλοφορούσε ήδη στα χωριά μας η φήμη ότι η τεράστια αμμουδιά του Αγιόκαμπου ήταν θαυματουργή για την αντιμετώπιση της νόσου και, οπωσδήποτε, ήταν απαραίτητη μια διαμονή λίγων ημερών στη θάλασσα για αμμόλουτρα, για να είναι πιο υποφερτοί οι πόνοι των αρθρώσεων τον χειμώνα. Η κάθε γιαγιά είχε μπροστά από την καλύβα της τη δική της γούρνα στην άμμο, μόνιμα ανοιχτή, όπου κάθε μέρα έμπαινε γύρω στις 9,5 με 10 η ώρα το πρωί (διότι έπρεπε να ζεσταθεί πρώτα), την σκέπαζαν οι δικοί της μέχρι το λαιμό και έμενε εκεί μέχρι περίπου τις 11,5 με 12. Μετά έβγαινε, ξεπλένονταν στο κύμα, και ξάπλωνε μέσα στην καλύβα να δροσιστεί και να ησυχάσει μέχρι το μεσημεριανό φαγητό. Μεγάλος πια, ενθυμούμενος τις γούρνες στη σειρά, έλεγα, γελώντας μέσα μου, ότι η σημασία τους ήταν διττή: λίκνα θεραπείας και ζωής αλλά, ταυτόχρονα, και ένα είδος πρόβας για την αιώνια κατοικία!
Η γιαγιά μας η Αθηνά, μητέρα της μάνας μας, ήταν χοντρούλα και κάπως δυσκίνητη, γι’ αυτό μάς χρειαζόταν πάντα για την όλη διαδικασία. Να την τοποθετήσουμε στη γούρνα, να τη σκεπάσουμε, να την ξεσκεπάσουμε μετά, να τη βοηθήσουμε να κατέβει στο κύμα να πλυθεί και να τη βοηθήσουμε να επιστρέψει στην καλύβα. Μια φορά όμως, αφού τη «θάψαμε» στην άμμο, ξεχαστήκαμε με τον αδερφό μου παίζοντας στο καφενείο. Περνούσε η ώρα και η γιαγιά μας άρχισε να λιώνει από τη ζέστη. – Θουμά, Θανασάκ(ι), ιλάτι βρε, φώναζε απελπισμένα, αλλά εμείς πού να ακούσουμε… Κάποια στιγμή τη θυμηθήκαμε: -Η γιαγιά! φωνάξαμε τρομαγμένοι και τρέξαμε στην παραλία. Ευτυχώς, την είχαν βγάλει οι γείτονες κι όλα έληξαν καλώς! Στη θάλασσα οι γιαγιάδες μας έμπαιναν νωρίς το απόγευμα, διότι, σύμφωνα με τη διαδεδομένη άποψη, τα αμμόλουτρα έπρεπε να συνοδεύονται αργότερα και από ένα θαλασσινό λουτρό. Φορώντας μαύρα μακριά μισοφόρια, ξάπλωναν εκεί που έσκαζε το κύμα, σαν τις φώκιες, και χαίρονταν το παιχνίδισμά του. Ερχόταν το κύμα, πλάφ, σήκωνε τα μισοφόρια και έξω οι πάλλευκοι κώλοι τους! Γύριζε πίσω το κύμα, κατέβαζε τα μισοφόρια και τους σκέπαζε ξανά… Καμιά ενόχληση όμως και καμιά ντροπή, γιατί το να είσαι στη θάλασσα σήμαινε και μια αίσθηση αθωότητας και ελευθερίας, αδιανόητη στην υπόλοιπη ζωή τους! Υπήρχε όμως ένας ενδόμυχος φόβος: η θάλασσα είναι πανούργα, μαγεύτρα, και σε τραβάει ύπουλα βαθιά στην αγκαλιά της… Όχι ξεθάρρεμα λοιπόν, αλλά μεγάλη προσοχή. Η γιαγιά Θυμία, ξαδέρφη της γιαγιάς μου, δενόταν στη μέση της από την άκρη μιας τριχιάς, ενώ την άλλη άκρη την κρατούσαν τα εγγόνια της στην παραλία. Ένα είδος Οδυσσέα, που εξασφάλιζε το χάδι και την απόλαυση του τραγουδιού της θάλασσας χωρίς κανένα κίνδυνο!
Γεμάτοι γλυκιά κούραση πέφταμε το βράδυ για ύπνο. Μας νανούριζε το θρόισμα των ξερών φύλλων της καλύβας και ο ρυθμικός ήχος των κυμάτων που έσκαζαν στην ακρογιαλιά: Βββζντουπ, βββζντουπ, ιδίως όταν είχε εκείνη την κρυφή και ήσυχη φουσκοθαλασσιά… Χορτασμένοι ύπνο ξυπνούσαμε πολύ νωρίς, με την ανατολή του ήλιου, αδημονώντας για νέες περιπέτειες και νέες εμπειρίες. Ήδη οι γυναίκες από το γειτονικό χωρίο, την Αθανάτη (Μελίβοια σήμερα), είχαν κατέβη με τα γαΐδουράκια τους και διαλαλούσαν τα φρέσκα φρούτα και τα ζαρζαβατικά τους. Σε μια γωνιά της καλύβας μας είχαμε ένα μεγάλο καλάθι πάντα γεμάτο με φρούτα, κυρίως αχλάδια και ροδάκινα. Τι άρωμα, τι γεύσεις… Σήμερα έχουν χαθεί αυτές οι ποικιλίες. Κάθε τόσο μπαινόβγαινα στη θάλασσα, και κάθε φορά έπαιρνα δυο τρία από αυτά, τα έπλενα στο κατακάθαρο τότε νερό της, και τα έτρωγα. Πρώτο μέλημα της μητέρας μου ήταν να μαγειρέψει, ώστε γρήγορα να ξεκινήσει το κολύμπι της. Κι αυτή και η αδερφή της δύσκολα έβγαιναν από τη θάλασσα. Ήταν μια μεγάλη τους αγάπη, που τη διατήρησαν μέχρι το τέλος της ζωής τους. Μαυριδερές και οι δύο, στο τέλος των διακοπών γινόντουσαν αραπίνες. Παρά τις δυσκολίες και τα βάσανα της εποχής, ιδιαίτερα στην περίοδο της Χούντας, ήταν αδιανόητο για τη μητέρα μου να μην αποδράσουμε κάθε καλοκαίρι, έστω για λίγες μέρες, στη θάλασσα!
Κάπου εκεί κοντά στον Δεκαπενταύγουστο, το πέλαγος ταραζόταν πολύ. Άρχιζαν οι μεγάλες φουρτούνες και μεις ξέραμε ότι αυτές ήταν οι τελευταίες μας μέρες εκεί. Καθώς ο Αγιόκαμπος ήταν ανοιχτός στο πέλαγος, τα κύματα ήταν, τουλάχιστον για το μπόι μας τότε, τεράστια. Αλλά αυτό ήταν μια ακόμη ευκαιρία για νέα παιχνίδια και εμπειρίες. Ένα από αυτά ήταν να τρέχουμε με ένα παλούκι πίσω από το κύμα που υποχωρούμε και να το μπήγουμε στο σημείο ακριβώς όπου θα σηκωνόταν για να σκάσει το επόμενο, επιστρέφοντας γρήγορα πίσω πριν μας χτυπήσει με την ορμή του. Κέρδιζε αυτός που το παλούκι του θα άντεχε να μείνει όρθιο στην ορμή και το μένος του νέου κύματος! Ο Δεκαπενταύγουστος ήταν η τελευταία μέρα. Όλος σχεδόν ο κόσμος της παραλίας, με κάθε μέσον, κάρα, τρακτέρ, φορτηγά κτλ, ανέβαινε στην Παναγιά του Πολυδεντρίου στο Μαυροβούνι, στο περίφημο κτήμα του βασιλιά τότε, για να γιορτάσει, πριν τη λήξη των καλοκαιρινών διακοπών. Την άλλη μέρα όλο το μέτωπο της ακροθαλασσιάς θύμιζε στρατόπεδο που ξηλωνόταν και μετακόμιζε. Οι καλύβες άδειαζαν, τα πράγματα της κάθε οικογένειας φορτώνονταν στις καρότσες και το μεγάλο ρέμα γέμιζε με κάθε είδους τροχοφόρα. Η πομπή της επιστροφής είχε ξεκινήσει. Συγκινητικές σκηνές αποχωρισμού εκτυλισσόταν στην παραλία ανάμεσα σε όσους ζήσαμε μαζί και μας συνέδεε πια η μεγάλη εμπειρία των διακοπών στη θάλασσα. Ακόμη και κλάματα είχαμε, που συνοδεύονταν από όρκους ότι και το επόμενο καλοκαίρι θα βρεθούμε εκεί μαζί, σε διπλανές πάλι καλύβες!
Καθώς απομακρυνόμασταν από τη θάλασσα, ρίχναμε πίσω μια τελευταία αποχαιρετιστήρια ματιά: μάς αποχαιρετούσε κι αυτή, συνήθως τρικυμισμένη, σαν να μην άφηνε άλλο περιθώριο παραμονής, σαν να μας υπενθύμιζε ότι οι παραδείσιες ημέρες είχαν τελειώσει, αλλά και με την κρυφή υπόσχεση ότι πάλι του χρόνου… Βρίσκαμε το καλοκαίρι στον κάμπο σαν αποκαμωμένο πιά, με μια παράξενη ησυχία, σαν να αναλογιζόταν και να αναστοχαζόταν τον εαυτό του. Βρίσκαμε τα φρούτα που είχαν αρχίζει να ωριμάζουν, τα σύκα, τα σταφύλια, τα δαμάσκηνα, κι αργότερα τα ροδάκινα και τα αχλάδια, στα δέντρα που είχε μεταφέρει ο πατέρας μου από τον Αγιόκαμπο και τα είχαμε μεταφυτέψει στην αυλή μας. Ήταν σαν να είχε περάσει ένας ολόκληρος αιώνας. Για μια δυο μέρες ήμουν σα μουδιασμένος ώσπου να μπω στους γνώριμους ρυθμούς. Κοίταζα προς τη μεριά του βουνού, πίσω από το οποίο βρισκόταν η θάλασσα, και προσπαθούσα να μαντέψω αν ήταν ήσυχη ή ταραγμένη, να φανταστώ την ακρογιαλιά έρημη, χωρίς κόσμο πια. Μόνο για τα καΐκια με τα περίφημα γρι γρι τους ήμουν σίγουρος ότι θα ξεκινούσαν κάθε δειλινό για το βραδινό τους ψάρεμα και, αν ήμουν εκεί, θα έβλεπα πάλι τα πυροφάνια τους να φέγγουν βαθιά στο πέλαγος!
Πρέπει να ήταν αργά το μεσημέρι της δεύτερης επιστροφής μας από τις διακοπές, όταν, καθώς ακόμη η θάλασσα ηχούσε μέσα μου, ξεκίνησε αιφνίδια, αλλά τελείως σιωπηλά, ένας τεράστιος ανεμοστρόβιλος σηκώνοντας το φρυγμένο χώμα μαζί με ξερά χόρτα και φύλλα σε ένα μεγαλοπρεπές στροβίλισμα. Πέρασε αργά μπροστά από το σπίτι μας και σε εκατό μέτρα περίπου ξεθύμανε και έπεσε. Μια σκέψη με ακινητοποίησε: -Α, κάπως έτσι συμβαίνει με τη ζωή μας. Όλα στροβιλίζονται στη δίνη του χρόνου, όλα τελειώνουν και ξαναρχίζουν πάλι. Τέλειωσε κι αυτό το καλοκαίρι στη θάλασσα αλλά θα ξανάρθει πάλι. Όλα χάνονται κι όλα ξαναβρίσκονται… Εκείνη τη στιγμή ένιωσα μια περίεργη ευγνωμοσύνη για τον κάμπο και το χώμα που μας ανάθρεψε. Τι θα ήταν για μας η θάλασσα χωρίς τη ζωή και τις εμπειρίες μας στον κάμπο; Θα την αγαπούσαμε και θα την ποθούσαμε τόσο; Και τι θα ήταν ο κάμπος χωρίς τη διαφυγή μας στη θάλασσα; Θα κατανοούσαμε και θα νιώθαμε τη μεγάλη του αξία χωρίς την εκπλήρωση του πόθου μας να ζήσουμε τους ορίζοντες που μάς ξάνοιξε, το παραμύθι στο άγνωστο και το απέραντο;
Σήμερα πια, απόμακρα στη μνήμη όλα αυτά, κι όμως τόσο ζωντανά ακόμη μόλις σταθώ για λίγο και ακούσω, απερίσπαστος από τους θορύβους της ταραγμένης εποχής, το τραγούδι της φύσης, ίδιο και απαράλλαχτο όπως και τότε. Χώμα και νερό, κάμπος και θάλασσα, φυτά, λουλούδια κι ευωδιές, ζώα και πουλιά που συνεχίζουν τον αέναο κύκλο, το ατέρμονο στροβίλισμα… Κι όπως τότε, μικρό παιδί, παρατηρούσα στο απομεσήμερο το αργό γύρισμα της σκιάς του σπιτιού, καθώς, στο προχώρημα του καλοκαιριού, ο ήλιος ανέτειλε όλο και πιο αργά και έδυε όλο και πιο νωρίς, έτσι και τώρα, στο απόγευμα της ζωής μου, βλέποντας τις σκιές να μεγαλώνουν όλο και πιο γρήγορα, ανακαλώ – και ξαναζώ – τις μεγάλες μέρες του καλοκαιριού, αυτές τις ριπές αιωνιότητας, ψιθυρίζοντας τους τελευταίους στίχους από το «Θερινό Ηλιοστάσι» του Γιώργου Σεφέρη:
φώναξε τὰ παιδιὰ νὰ μαζέψουν τὴ στάχτη
καὶ νὰ τὴ σπείρουν.
Ὅ,τι πέρασε πέρασε σωστά.
Κι ἐκεῖνα ἀκόμη ποὺ δὲν πέρασαν
πρέπει νὰ καοῦν
τοῦτο τὸ μεσημέρι ποὺ καρφώθηκε ὁ ἥλιος
στὴν καρδιὰ τοῦ ἑκατόφυλλου ρόδου.
Είχα την απίστευτη τύχη να ζήσω το καλλίγραφο δημιούργημα του κ. Θ. Μπεχλιβάνη αναγνωσμένο από την αγαπημένη Γεωργία Παπαδάκη. Απ’ τη μια η πρώτη βραδιά του Αυγούστου, απ’ την άλλη η τόσο ζωντανή ανάγνωση με μετέφεραν στον ευλογημένο κάμπο. Σας ευχαριστώ πολύ για την εμπειρία!
Λουίζα Παπαδάκη