You are currently viewing Θωμάς Μπεχλιβάνης: Μικρό αφήγημα για το Μεγαλοβδόμαδο και την Ανάσταση

Θωμάς Μπεχλιβάνης: Μικρό αφήγημα για το Μεγαλοβδόμαδο και την Ανάσταση

Η ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ

         

 

“Χαλκιά χαλκιά φκιάσι καρφιά, φκιάσι τρία πιρώνια…”. Καθισμένη στην άκρη του μικρού της κρεβατιού, στην κουζίνα του σπιτιού της, η γιαγιά μου η Αθηνά, αφού είχε βάψει τα κόκκινα αυγά της Μεγάλης Πέμπτης, πλέκοντας με το βελονάκι της “έμελπεν” εκ βαθέων και στοχαστικά τους θρήνους της Παναγιάς. Κι εγώ, ακούγοντας τον συγκεκριμένο στίχο, φανταζόμουν ότι ο Χώτας, ο σιδεράς του χωριού μας, έλιωνε με την τεράστια φυσούνα του το μέταλλο, για να κάνει τα καρφιά και τα πιρώνια που θα έδινε στους Εβραίους για να καρφώσουν και να βασανίσουν τον Χριστό στο σταυρό. Κι η γιαγιά μου συνέχιζε, αργά και σταθερά, τον θρήνο, που μου φαινόταν ατέλειωτος, γιατί τον ήξερε σχεδόν όλον. Σε τέτοιες στιγμές κανείς δεν διανοούνταν να τη διακόψει.

Βέβαια, ξέραμε όλοι ότι η γιαγιά μου, που έμεινε χήρα 41 χρονών με έξι παιδιά τον Οκτώβρη του 1943, όταν σκότωσαν τον άντρα της και παππού μου οι Γερμανοί με πολλούς άλλους στο χωριό, από τα δικά της πάθη ξεκινούσε τον θρήνο, όπως και οι περισσότερες της ηλικίας της. Αυτό όμως που έκανε το τραγούδι της γοητευτική αφήγηση για μας ήταν ότι, καθώς ήταν ενταγμένο σε μια παράδοση αιώνων που λειτουργούσε ακόμη, τα προσωπικά δεινά είχαν χωνευτεί μέσα στην πορεία του πανανθρώπινου πάθους – σε αντίθεση με την εγωιστική, κλειστή και περίφοβη στάση ημών των σύγχρονων απέναντι στα συλλογικά πάθη, αφού δεν έχουμε πια απάγκιο, δεν έχουμε αγκαλιά να στεγάσει τον πόνο μας – ο ομφάλιος λώρος με την παράδοση κόπηκε εδώ και δεκαετίες…

Η γιαγιά μου όλο το Μεγαλοβδόμαδο ήταν από τις πρώτες που πήγαιναν στην  εκκλησία και από τις τελευταίες που έφευγαν. Με το βιβλιαράκι της (γιατί είχε βγάλει το δημοτικό μαζί με μια φίλη της ακόμη – όλες οι άλλες της ηλικίας τους ήταν αγράμματες), παρακολουθούσε με κατάνυξη και μεγάλη προσοχή τα δρώμενα του Πάθους μέχρι τη Μεγάλη Παρασκευή, σιγοψέλνοντας η ίδια. Μέχρις εκεί όμως. Από το 1943 και μετά (έτσι μου είπε η μάνα μου) ποτέ δεν πήγε στην εκκλησία ούτε στην πρώτη Ανάσταση το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου, ούτε βέβαια στη μεγάλη Ανάσταση του μεσονυκτίου. Δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω αν ήταν θυμωμένη με τον Υιό του Θεού που μπορούσε να αναστηθεί, ενώ ο άντρας της και ένα κοριτσάκι που έχασε μικρό όχι, ή αν υπήρχε κάποια βαθύτερη – θεολογική στο πλαίσιο μιας προσωπικής οντολογίας – σκέψη.

Νήστευε βέβαια όλη την Τεσσαρακοστή και τη Μεγάλη Εβδομάδα. Όταν εμείς γυρίζαμε από την Ανάσταση – ένα χαρούμενο και φασαριόζικο σμάρι από κόρες, γιους, γαμπρούς, νύφες κι αγγόνια – για να πέσουμε με τα μούτρα στο πασχαλινό δείπνο της μαγειρίτσας – αυτή ήταν ήδη ντυμένη με το μαύρο της φόρεμα και το πανωφόρι, την καλή μαύρη μαντίλα της στο κεφάλι, μας εύχονταν σοβαρά με το Χριστός Ανέστη και ξεκινούσε για την πασχαλιάτικη λειτουργία μετά την Ανάσταση. Τότε μεταλάβαινε. Μας έλεγε ότι δεν κάνουμε καλά που δεν καθόμαστε, γιατί εκεί λέγονται (και εννοούσε: γίνονται) τα πιο σπουδαία πράγματα! Γύριζε τα χαράματα για να ξεκουραστεί στο κρεβατάκι της, ενώ όλοι οι άλλοι ήμασταν σε βαθύ ύπνο, και ξυπνούσε μαζί μας, όταν ξεκινούσε η χαρούμενη προετοιμασία για το μεγάλο γεύμα της Λαμπρής.

Τη γιαγιά μου δεν την είδαμε ποτέ χωρίς μαύρα ρούχα και μαύρη μαντίλα. Δεν γνωρίζαμε τα μαλλιά της. Κάποια Σάββατα όμως, στην τελετουργία του μπάνιου της, που κρατούσε όλο το πρωινό, τα είδα! Ήταν μακριά και κατσαρά, που γκριζάριζαν και άσπριζαν καθώς περνούσαν τα χρόνια, και, μόλις τέλειωνε το λούσιμο, τα χτένιζε για ώρα με το καλό της χτένι από ήλεκτρο. Κατόπιν τα έπλεκε σε κοτσίδες, που τις τύλιγε προσεχτικά γύρω από το κεφάλι της, τις έδενε με ένα απλό μαντήλι και από πάνω έβαζε την μαύρη μαντήλα της. Γινόταν πάλι η γιαγιά που ξέραμε.
Τα μαλλιά της, κάτασπρα πια, τα είδαμε τις τελευταίες μέρες πριν το θάνατό της. Καθώς είχε πέσει και η λεκάνη της είχε διαλυθεί, μετά το νοσοκομείο, όπου πια δεν μπορούσε τίποτε να γίνει, οι κόρες της τής έβγαλαν τη μαντήλα, την κούρεψαν, την έλουσαν και την εγκατέστησαν σε ένα κρεβάτι στο σπίτι της μεγάλης κόρης. Εκεί πηγαίναμε και τη βλέπαμε, εκεί την αποχαιρετήσαμε. Κι όλοι συμφωνούσαμε ότι ποτέ δεν είχαμε δει έτσι, τόσο όμορφη, τη γιαγιά μας όσο εκείνες τις μέρες. Όμως από κανέναν δεν άκουσα αυτό που έβλεπα πια καθαρά εγώ και το ένιωθα από μικρό παιδί, όταν την άκουγα να τραγουδά το μοιρολόι της Παναγιάς: ένα βλέμμα σοφίας και εγκαρτέρησης, μια βαθιά κατανόηση της ανθρώπινης μοίρας, μια υποταγή στο ρυθμό του κόσμου που γίνεται ελευθερία και αγάπη!

Γεια σου γιαγιά μου! Πόσο ωραίο θα ήταν να μπορούσες να μας πεις τι γίνεται το βράδυ της Ανάστασης στον κάτω κόσμο, αν πράγματι η Ζωή κατέβηκε τροπαιοφόρα εκεί και νίκησε τον Άδη. Να μας στείλεις ένα μήνυμα, εμάς τους τρομαγμένους του σήμερα, που θα μας απαλλάξει από το φόβο και θα μας φωτίσει με το φως της αγάπης! Αν και νομίζω ότι δεν χρειάζεται. Τα μηνύματα τα έδωσες όσο ζούσες, κι όποιος κατάλαβε κατάλαβε!

                                   

 

                                                           

                                                           

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.