Κάπου εκεί στα μέσα της δεκαετίας του 1960, το Δημοτικό Σχολείο του χωριού μας είχε γίνει το επίκεντρο της κοινωνικής ζωής. Με την παραμικρή αφορμή οργανώνονταν εκδηλώσεις και δραστηριότητες που συγκέντρωναν το ενδιαφέρον και τη συμμετοχή των περισσότερων κατοίκων του. Προφανώς, κάτι ανάλογο συνέβαινε σε όλη την επικράτεια τα χρόνια εκείνα, αλλά σε μας είχε και ένα ιδιαίτερο χρώμα, καθώς, μετά τα κυνηγητά του Εμφυλίου (που ήταν πολύ σκληρά στο χωριό μας), δειλά αλλά σταθερά, οι πρώην τρόφιμοι των ξερονησιών και των φυλακών διεκδικούσαν πίσω τη ζωή τους σε όλα τα επίπεδα του βίου.
Το σχολείο ήταν ο προνομιακός χώρος αυτής της διεκδίκησης. Οι περισσότεροι από μας τους μαθητές του Δημοτικού είχαμε πατεράδες με “κάποια ιστορία” και μερικοί από αυτούς ήταν μέλη της Σχολικής Εφορίας. Και να οι εκδρομές, να οι χοροεσπερίδες, να τα βραβεία και τα δώρα σε κάθε περίσταση!
Από τα πολλά που έχω να θυμάμαι, πιο συγκινητικά χαράχτηκαν στη μνήμη μου δύο παραμονές Χριστουγέννων, το 1964 και 65 θαρρώ. Τη νύχτα της παραμονής το σχολείο έλαμπε και όλο το χωριό ήταν εκεί για να παρακολουθήσει τη χριστουγεννιάτικη γιορτή. Και οι δάσκαλοι εκεί, ταγμένοι μερόνυχτα στο έργο τους, οικοδεσπότες άψογοι, με έκδηλη την αγωνία να πετύχει η γιορτή που είχαν οργανώσει με τους μαθητές τους… Αλήθεια, νομίζω ότι ποτέ δεν αποδώσαμε στην ηρωική γενιά εκείνων των δασκάλων την πρέπουσα τιμή και την ευγνωμοσύνη για τη μεγάλη τους προσφορά τα χρόνια εκείνα, όπως τους άξιζε!
Τις δύο εκείνες χρονιές, οι Έφοροι του σχολείου, ανάμεσά τους κι ο πατέρας μου, αποφάσισαν να κάνουν έρανο και να αγοράσουν δώρα για όλα τα παιδιά, που θα τα μοιράζονταν το βράδυ της γιορτής με κλήρωση. Την πρώτη χρονιά, λοιπόν, ανέλαβα τον ρόλο του Άι Βασίλη. Ντυμένος τη στολή του, με έκλεισαν στο γραφείο των δασκάλων, και θα εμφανιζόμουν θριαμβευτικά στην αίθουσα της γιορτής, μετά από σχετικό σύνθημα, φυσώντας μια παιδική τρομπέτα, που το ηχείο – στόμιό της ανεβοκατέβαινε μπροστά βγάζοντας τον ήχο: παραπαπάααπαμ! Θα ήμουν επίσης φορτωμένος το σακούλι με τα δώρα, που θα το τοποθετούσα κάτω από το τεράστιο χριστουγεννιάτικο δέντρο για να ακολουθήσει η κλήρωση.
Και το κακό συνέβη (ή έτσι το αισθάνθηκα, υπερβολικά, νομίζω, όταν αργότερα το ξανασκέφτηκα): Καθώς έκανα δοκιμές μέσα στο γραφείο, από το τρακ που είχα πέφτει η τρομπέτα από τα χέρια μου και σπάει ακριβώς στο στόμιό της. Τώρα; Το σύνθημα δόθηκε κι εγώ μουδιασμένος βγήκα κρατώντας την τρομπέτα από το στόμιο, για να μην φαίνεται το σπάσιμο, κάτι όμως που δυσκόλευε τον ήχο να ακουστεί καθαρά. Πήγα και στάθηκα δίπλα στο δέντρο – ένας ντροπαλός και μαζεμένος Άι Βασίλης – ενώ οι συγχωριανοί, ανάμεσά τους και οι γονείς μου, φώναζαν:
-Βόλτα στην αίθουσα, βόλτα στην αίθουσα!
-Τσου, απαντούσα εγώ σηκώνοντας το κεφάλι.
Η αίθουσα τραντάχτηκε από τα γέλια. Τότε, σα να πήρα θάρρος, φύσηξα δυνατά την τρομπέτα, χωρίς να λογαριάζω πια τη ζημιά, και άρχισα φορτωμένος να γυρνοβολώ στην αίθουσα, κάτω από τα καταιγιστικά χειροκροτήματα του κοινού. Άφησα στο τέλος το σακούλι κάτω από το δέντρο και ανήγγειλα, σύμφωνα με τα σχέδιο της γιορτής:
-Αρχίζει η κλήρωση!
Ο Άι Βασίλης δεν έμπαινε στην κλήρωση. Το τελευταίο δώρο που θα περίσσευε θα ανήκε σ’ αυτόν. Και το μαντέψατε σωστά: Άφησα να είναι το τελευταίο δώρο η σπασμένη τρομπέτα, η τρομπέτα μου!
Μαγικά, γλυκά βράδια παραμονής Χριστουγέννων, ανεξίτηλα μέσα στην ψυχή μας… Ποια ρεβεγιόν και κουραφέξαλα!