ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Τη γλώσσα εδώ μιλούν τα όνειρα
στο μισοσκόταδο
βαδίζοντας έξω απ’ τον ύπνο.
Ι
Δεν έχει χρόνο αυτή η πόλη
Μια λεπτή βροχή και γαλάζια, κατ’ευθείαν απ’τής σελήνης τα έγκατα
Επίμονα πότισε τους λόφους, τα πλατιά πεζοδρόμια
Την επιφάνεια του νερού, τα πρόσωπα, τις ρόδες των ποδηλάτων
Κι αμέσως λες, πήραν να βαραίνουν τα σπίτια στον ύπνο τους
Τόσων αιώνων δάκρυα βαστάζοντας η σιωπή
Όπως οι πέτρες οι αρχαίες ανάμεσα, βαστούν μια μαργαρίτα.
Χαράζει;
ΙΙ
Δεν έχει χρόνο αυτή η πόλη.
Ένα ατελεύτητο ταξίδι φυσώντας ο άνεμος
Το πλοίο τσίγκινο κι ελαφρύ γλιστρά μαζί με το λιμάνι
Και μια λεπτή κλωστή καπνού
Τραβάει αργά το τοπίο στη δύση…
Πρώτα ο πύργος- σα χάρτινος ,οι καμάρες μετά
Τα ψηλά δέντρα,τα βουβά κτίρια,η παλιά αγορά με τα λουλούδια
Οι τρούλοι,τα λουτρά, οι εξώστες, τα σύννεφα
Κι αργά πολύ σαν ακίνητη ν’ακολουθεί η αχειροποίητος
Μόνη, μέσα στο μπλε της μετάξι .
Έξω μένουν,στην προκυμαία,οι άνθρωποι άναυδοι να κοιτούν
Μια πόλη μέσα στο νερό ,πραγματική
Και μία άλλη απέναντι, είδωλο του καθρέφτη.
Κάποιοι ανάβουνε φως. Πολύχρωμα παράθυρα εμφανίζονται.
Παρακολουθεί καθένας τ’όνειρό του.
Κι ύστερα μπαίνει σκυφτός στο σπίτι του.
Βράδιασε.
ΙΙΙ
Δεν έχει χρόνο αυτή η πόλη.
Μήτε ήχο, απόψε, μήτε μουσική
Μόνο ένας μικρούλης άγγελος, ψηλά παίζει τ’αόρατο βιολί του.
Κι εκεί, πάνω στη νότα σι ,την αθέατη
Γυρνώ και σε φιλώ.
Από μακριά ακούγεται να ’ρχεται το πρώτο τραίνο.
Και κλείνουν μεμιάς όλα της πόλης τα νυχτολούλουδα.