Η παρουσίαση μιας ποιητικής συλλογής μεταφρασμένης ποίησης προκαλεί συχνά την αμήχανη αντίδραση του κοινού, στο πλαίσιο που κάποιοι υποστηρίζουν ότι η ποίηση στη μετάφρασή της χάνει ένα πολύ μεγάλο ποσοστό της δυναμικής της, αφού τόσο θέματα περιεχομένου δεν μπορούν να αποδοθούν με ακρίβεια, όσο και θέματα εσωτερικού ρυθμού ή σωστής ανάσας μπορούν να επιδράσουν στη σημασιολογική απόδοση του ποιήματος και άρα να το αποδυναμώσουν. Από την άλλη μεριά, είναι τόσο περιοριστικό το να περιχαρακώνεις μια ποίηση στα στενά δεσμά της γλώσσας της και να στερείς από τις άλλες γλώσσες να την αγγίξουν, να την προσπαθήσουν, να την τολμήσουν και να την κάνουν βίωμα, που μια τέτοια στάση δε συνάδει με την ελευθερία πνεύματος και λόγου που χαρακτηρίζει κάθε τέχνη.
Και κάπου εδώ γεννιέται το άλλο ερώτημα που αφορά το ποιος δικαιούται να μεταφράζει ποίηση. Είναι ο ποιητής πιο ικανός να διαβάσει και να μεταλαμπαδεύσει νοήματα και σκέψεις, συναισθήματα και αξίες ή είναι αδιάφορη η ιδιότητα του μεταφραστή και μπορεί κανείς να ακολουθήσει τη μεταφραστική λογική ενός οποιουδήποτε πεζού κειμένου;
Σύμφωνα με μια επικρατούσα άποψη, ποίηση «δικαιούνται» να µεταφράζουν αποκλειστικά και µόνον οι ποιητές. ∆ιότι, η µετάφραση της ποίησης δεν είναι απλή µετάφραση, αλλά δηµιουργία ενός εξολοκλήρου διαφορετικού ποιήµατος. Έτσι, αυτός που µπορεί να µεταφράσει µε επιτυχία ένα ποίηµα, θα πρέπει όχι µόνο να είναι ικανός να µπει στο πνεύµα του πρωτοτύπου, άλλα και να συνθέσει ένα νέο ποίηµα που να περιέχει και να αποδίδει στο ακέραιο το πνεύµα του αρχικού ποιήµατος χωρίς να είναι ποτέ το ίδιο.
Σύµφωνα µε τον Valery «τοποθετηµένος µεταξύ του όµορφου ιδανικού του, που ακόµα δεν έχει πάρει µορφή, και του τίποτα, ο ποιητής αποτελεί ένα είδος µεταφραστή». Ήδη, λοιπόν, ο ποιητής αποτελεί ένα είδος µεταφραστή –γλωσσικού, όχι διαγλωσσικού– στο πλαίσιο που καλείται να μεταπλάσσει και να μεταφράσει τη σκέψη του σε λόγο. Έχουν πει πως «Ποίηση είναι ό, τι χάνεται στη μετάφραση». Ναι, αλλά, συνυπολογιζομένων των ιδιαιτεροτήτων, ο αναγνώστης, που δεν έχει τη δυνατότητα να απολαύσει την πρωτότυπη εκδοχή, έχει πρόσβαση μέσω της μεταφρασμένης. Διαβάζοντας κατά καιρούς ποιήματα σπουδαίων ποιητών σε διάφορες μεταφράσεις, διαπιστώνουμε ελαφρές παραλλαγές της μιας από την άλλη. Αλλά το θέμα παραμένει, η ιδέα είναι πάντα εκεί∙ κάθε φορά μια νέα οπτική αιωρείται για να κάνει τη διαφορά. Στην περίπτωσή μας στο “Δέρμα από πεταλούδες” έχουμε μια γνήσια ποιήτρια, την Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη, σε ένα άλλο ρόλο τόσο κοντινό, αλλά και τόσο μακρινό από το δικό της, στη μετάφραση σουηδικής ποίησης, μιας γλώσσας που γνωρίζει πολύ καλά. Και αν αυτό θεωρείται προτέρημα, είναι ταυτόχρονα και βαρύς σταυρός, γιατί η γνώση μια γλώσσας σε καθιστά κοινωνό μιας κουλτούρας, στοιχεία της οποίας δεν είναι πάντα σίγουρο ότι μπορείς να μεταφέρεις με την έτερη γλωσσική υποδομή. Άλλωστε, αν είσαι ποιητής πραγματικός, έχεις πάντα τη γεύση του ανικανοποίητου. Ο µεταφραστής ποίησης, λοιπόν, είναι, ποιητής αληθινός και τολμηρός, και όχι ένας µικρός ποιητής κατ’ αναλογία µε τον µεταφραστή πεζογραφίας, τον οποίο θεωρούµε έναν µικρό λογοτέχνη. Τόλμημα, λοιπόν, αποκαλώ τη μεταφραστική απόπειρα της Καϊτατζή-Χουλιούμη, αλλά τόλμημα που αποζημιώνει τον αναγνώστη και τον καθιστά κοινωνό μιας γκάμας από τα πιο αντιπροσωπευτικά σουηδικά ποιήματα. Αλλά ταυτόχρονα και κοινωνό μιας νέας ποίησης, μιας μεταποίησης, που προσδίδει μια αίσθηση ελευθερίας στην πρόσληψη του ποιήματος.
Χαρακτηριστικό για την τέχνη του μεταφραστή ποίησης είναι το ποίημα «Μεταφραστής Ποίησης», που −καθόλου τυχαία− βρίσκεται μετά την αφιέρωση στην αρχή του βιβλίου. Το ποίημα ανήκει στον Ζμπίγκιεφ Χέρμπερτ και αποδίδει την τέχνη του μεταφραστή ποίησης μέσα από μια πολύ εύστοχη αναλογία με μια μικρή και αδέξια –όπως λέει– μέλισσα. Στο ποίημα αυτό, περιγράφεται η προσπάθεια μιας μέλισσας να ανοίξει το δρόμο του λουλουδιού για να φτάσει να καρπωθεί την ομορφιά της γύρης του, με το δρόμο του μεταφραστή μέχρι να φτάσει στην καρδιά του ποιήματος. Κι ενώ όλα βαίνουν καλώς κατά το όλο εγχείρημα, η μέλισσα αδυνατεί να φτάσει στη ρίζα του λουλουδιού από το κεφάλι με τον ίδιο τρόπο που ο μεταφραστής αδυνατεί να φτάσει από την τελική μορφή του ποιήματος στη σκέψη και την ψυχή του ποιητή που το μετουσίωσε σε λόγο. Ωστόσο, η μέλισσα-ποιητής δεν απογοητεύεται, παρά μένει με την ευχαρίστηση της απλής εισόδου στον κόσμο του λουλουδιού-ποιήματος. Και έχει στη μύτη της χνάρια από τη γύρη που προσέγγισε, όπως και ο μεταφραστής ποιητής μένει με προφανές το στίγμα από την ποίηση που προσπάθησε να ξεκλειδώσει
Πόσο κοντά είναι όλη αυτή η σύλληψη στα «Αντικλείδια» του Παυλόπουλου, όπου ποιητές −και μη− επιχειρούν κάτι να αποσπάσουν από τη μεγάλη ιδέα της Ποίησης γράφοντας ο καθένας αδέξια ή επιδέξια ποιήματα, που τους φέρνουν πιο κοντά στον κόσμο της και μπαινοβγαίνοντας από μια πόρτα που ανοιγοκλείνει τακτικά και τους αφήνει να δουν τόσο μόνο, ώστε να μην την κατακτήσουν ολάκερη ποτέ: «Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή / Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν / τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί / κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι /και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν»
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο της ανοιχτής πόρτας εντάσσεται και η απόπειρα της Δέσποινας Καϊτατζή-Χουλιούμη να δει έναν άλλο κόσμο, αυτόν της σουηδικής ποίησης, προτείνοντας το δικό της «Κλειδί», όπως λέει στο ομώνυμο ποίημά της, με το οποίο εξηγεί τον προσωπικό αγώνα συγγραφής ποίησης ή μεταποίησης: Το κλειδί
Είναι ένα φίδι μαγικό /άχρονης χώρας / Ευθυτενές δεν κουλουριάζεται ποτές /ούτε ελίσσεται /δεν κάνει πιρουέτες /Το δέρμα του στιλπνό /οι μύες απ’ ατσάλι / Η γλώσσα του διχαλωτή /σκαλίζει σχετικότητας σκαλιά /σωρεύει σκότους αποχρώσεις / Η μια διχάλα φλόγα του χάους του χαμού / κλειδώνει πόρτες και παράθυρα /Η άλλη από βελούδο / βγάζει το δέρμα του φιδιού / κι ορθώνεται ο πρίγκιπας / Τότε ανοίγουν χίλια / παράθυρα / κουρτίνες λικνίζονται στον άνεμο /γίνονται ουράνια σώματα / Τότε μέσα απ’ τη γλίτσα στάσιμων νερών /εφορμά σμήνος γυρίνων /και πως κουνάνε την ουρά /Τότε κι εγώ μυροδοχείο γίνομαι /γαζία συγκατάβασης /ψάχνω το αντικλείδι
Η ποιητική συλλογή Δέρμα από πεταλούδες είναι ένα πανέμορφο μικρό βιβλιαράκι σε μοναδικό μοντέρνο σχήμα, που επιφυλάσσει στον αναγνώστη εκπλήξεις αντιστρόφως ανάλογες του μεγέθους του. Έχει δανειστεί τον τίτλο από το ομώνυμο ποίημα της Κάριν Μπόγιε (μιας από τις ποιήτριες που εντάσσεται στη συλλογή), ένα ποίημα αρκετά δύσκολο, που αναφέρεται στο βελούδινο εξώτερο ανθρώπινο δέρμα, το έτοιμο να πετάξει και να κατακτήσει τόπους μακρινούς, να βρει κλειστές τις πόρτες και να αναγκαστεί να επιμείνει και να υπομείνει για να πραγματώσει στόχους, να πεθάνει με μικρούς θλιβερούς σπασμούς και να ξαναγεννηθεί σαν αετός-φοίνικας από την ίδια του τη στάχτη.
Η ποιητική συλλογή συμπεριλαμβάνει τέσσερις ποιητές: τρεις γυναίκες και έναν άντρα, και συγκεκριμένα οκτώ ποιήματα της Έντιθ Σέντεργκραν, πέντε της Κάριν Μπόγιε, έξι ποιήματα της Γιλά Μοσάεντ και επτά ποιήματα του Τούμας Τρανστρέμερ. Τα θέματα που διαπερνούν την ποιητική συλλογή σχετίζονται με τη δύναμη της αγάπης και του έρωτα, με το φθαρτό της ανθρώπινης διάστασης, με τη φύση, με την οδύνη της προσφυγιάς, και πολλά υποθέματα ανακύπτουν από τις νοηματικές αποχρώσεις του εκάστοτε ποιήματος.
Θα ξεκινήσω με την Έντιθ Σέντεργκραν, της οποίας και τα οκτώ ποιήματα που φιλοξενούνται στον τόμο υποδηλώνουν τη ροπή της στον μοντερνισμό, το ιδιαίτερα σκοτεινό, υπαινικτικό περιεχόµενο, την απουσία λογικής αλληλουχίας − με τα νοήµατα να μην ακολουθούν µια φυσική νοηµατική σειρά, τους στίχους να µην έχουν καµιά νοηµατική σχέση µεταξύ τους, τις εικόνες να διαδέχονται η µια την άλλη µε το µηχανισµό του συνειρµού, με προτάσεις ελλειπτικές ή αποσπασµατικές, με πρωτότυπους συνδυασµούς λέξεων, με καθηµερινό λεξιλόγιο, αλλά και χρήση λόγιων λέξεων. Πρόκειται για μια ποιήτρια που αφήνει, όπως η ίδια ομολογεί, τη συνείδησή της να δομήσει ό,τι ο νους της παρατηρεί σε κατάσταση αναμονής. Διάβασα στην ποίησή της την καθαρότητα της αγάπης, όπως εκφράζεται από μια γυναίκα που δεν πρέπει να έχει τίποτα να φοβηθεί, που μέσα από την αδυναμία του φύλου της οικοδομεί τη δυνατότητά της και μέσα από τη δυναμική της οφείλει να προασπίσει την ευγενή αδυναμία της. Πιο συγκεκριμένα, στο ποίημα «Αγάπη» η γυναίκα καταθέτει την ψυχή της και την ομολογημένη της αγάπη στον αγαπημένο της, χάνεται στη μαγεία του έρωτά του, γίνεται τρωτή απέναντι στη δύναμη του ερωτισμού του και επιβεβαιώνει γυμνή από κάθε υποκριτικό συναίσθημα ότι ως φθαρτό αδύναμο φύλο έχει την ανάγκη να κρατηθεί από τα γερά αντρίκια μπράτσα του ερωτά της. Δε διστάζει να έρθει αντιμέτωπη με το φθαρτό του υλικού από το οποίο είναι πλασμένη, καθώς η δύναμη της αγκαλιάς και της αγάπης είναι το αντίδοτο στη βεβαιότητα του θανάτου:
«Και πήρες χαμογελώντας τον καθρέφτη και μου ζήτησες να δω τον εαυτό μου / Είδα πως οι ώμοι μου ήταν φτιαγμένοι από χώμα και διαλύθηκαν /Είδα την ωραιότητά μου ασθενική και δεν είχα καμιά διάθεση – να χαθώ / Ω κράτα με δεμένη στα μπράτσα σου τόσο σφιχτά που να μη χρειάζομαι τίποτα»
Συναρπαστική είναι στο ποίημα «Τι είναι το αύριο;» και η αναφορά στην αέναη επιστροφή του έρωτα, που παρά το γεγονός ότι αλλάζει συνεχώς μορφή, δεν παύει να είναι το ίδιο ευθύβολος και να συνταράσσει εξίσου κάθε άνθρωπο-στόχο, που, παλεύοντας με το συναίσθημα, παλεύει με τη μοίρα και τον εαυτό του.
Από την άλλη μεριά η γυναικεία καταπίεση με την οποία έχει πορευτεί η γυναίκα στο ρου της Ιστορίας δε μένει ασχολίαστη μέσα στην ποίηση της Σέντεργκραν. Στο ποίημα «Η μέρα δροσίζει» η γυναίκα έρχεται αντιμέτωπη με το δυνάστη της, αυτόν που περιορίζει το πέταγμά της στο όνειρο και στην ελευθερία: «Σήμερα για πρώτη φορά είδα τον αφέντη μου / Τρεμάμενη τον αναγνώρισα αμέσως /Τώρα νιώθω κιόλας το βαρύ του χέρι/Στο ελαφρύ μου μπράτσο…/ Πού είναι το ηχηρό μου παρθένο γέλιο / Η γυναικεία μου ελευθερία με ψηλά το κεφάλι»
Και στη συνέχειά του το ποίημα απευθυνόμενο σε ένα υποθετικό αρσενικό εσύ, στο οποίο όλα χαρίστηκαν γενναιόδωρα, εκφράζει ρητά την απογοήτευση που πρέπει να νιώθει από τον περιορισμό του σε ένα αρσενικό σώμα και μυαλό, τόσο μακριά από τον κόσμο της γυναίκας που εδράζεται στο άυλο της ψυχής και τελειώνεται μέσα από τον πλούτο της καρποφορίας:
«Αναζήτησες ένα λουλούδι / Και βρήκες ένα καρπό. Αναζήτησες μια πηγή / Και βρήκες έναν ωκεανό /Αναζήτησες μια γυναίκα / Και βρήκες μία ψυχή / Είσαι απογοητευμένος…»
Η αναφορά στο γυναικείο φύλο κορυφώνεται ακόμη περισσότερο στο ποίημα «Μοντέρνα γυναίκα», ένα ποίημα που καθιστά τη γυναίκα κρουνό ζωής, που μετουσιώνεται σε πλήθος στοιχείων για να εμφυσήσει αγάπη και δύναμη, χαρά και κουράγιο, και ταυτόχρονα αποτελεί το στόχο κάθε επιτήδειου ψαρά που με τα παράνομα δίχτυα του υποδουλώνει αθώες ψυχές με μόνη χαρά την ευτυχία της κατάποσης. Η ποιήτρια νιώθει ότι ο γυναικείος ποιητικός λόγος εκφράζει όλο το γυναικείο φύλο, και είναι το μέσο για να ειπωθούν με λόγο εύσχημο αλήθειες σκληρές: «Είμαι ένα δοχείο για την τιμή των γυναικών όλων, / Είμαι ένα βήμα προς την ατυχία και την τυχαιότητα». Πράγματι, πόση αλήθεια κρύβει ο στίχος αυτός σχετικά με την μακραίωνη καταδίκη της γυναίκας, τη μεγάλη αυτή ατυχία: η γυναίκα-έρμαιο μιας τυχαιότητας, που μάλλον δε θα αποκατασταθεί ποτέ… Πόσο κοντά στο «Σημείο αναγνωρίσεως» την Κικής Δημουλά, όπου η τυχαιότητα του να γεννηθεί κανείς γυναίκα συναντά την ατυχία που ενθαρρύνουν βάναυσα κάποια χρόνια κοινωνικά νοσήματα: «…δεμένα είναι πισθάγκωνα τα χέρια σου / μ’ ένα σκοινί μαρμάρινο /κι η στάση σου είναι η θέλησή σου / κάτι να σε βοηθήσει να ξεφύγεις / την αγωνία του αιχμάλωτου… Έτσι σε παραγγείλανε στο γλύπτη: /αιχμάλωτη / Όλοι σε λένε κατευθείαν άγαλμα /εγώ σε λέω γυναίκα αμέσως»
Η δεύτερη ποιήτρια η Καρίν Μπόγιε, όπως και ο ποιητής της παρέας ο Τούμας Τρανστρέμερ, δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον για τη φύση, κι απλώνουν την ποιητική τους ματιά σε όλο το εύρος της. Η ποίησή τους διαπερνάται από ψυχαναλυτικές προεκτάσεις και έντονη πνευματικότητα. Η Μπόγιε, όπως αναφέρεται και στο εισαγωγικό της σημείωμα, γράφει μια ποίηση ενορατική με τη γλώσσα να αποτελεί. το μέσο για την κατάκτηση του ασυνείδητου. Μόνιμο αίτημά της μέσα από τον υπαινικτικό της λόγο, μια έκκληση για να σωθεί αυτός ο θαυμαστός κόσμος που μας χαρίστηκε. «Για χάρη του δέντρου, έλεος!/Για χάρη του δέντρου, έλεος!/Για χάρη του δέντρου, σας καλώ από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα!/Ή πρέπει να περιμένουμε έναν θεό – και ποιον;»
Γιατί, τελικά, από την προσοχή απέναντι στο εύθραυστο και το ευαίσθητο ανδρώνεται ο άνθρωπος κι αποκτά δύναμη ψυχής, για να βγει νικητής απέναντι στα φθοροποιά στοιχεία του κόσμου, όπως σημειώνει η ποιήτρια στο ποίημα «Μια γαλήνη απλώθηκε»: «Κι έγινε το πόδι μου τόσο προσεκτικό που δε θα σκοντάψει /Κι έγινε το χέρι μου τόσο σταθερό που δε θα τρέμει/ Και κρατήθηκα τότε πλημμυρισμένη από τη δύναμη εύθραυστων πραγμάτων»
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο διαμορφώνεται το σταθερό πέταγμα προς την ελευθερία, ένα πέταγμα με το οποίο αφουγκράζεται ο ποιητής τον παλμό του κόσμου όλου: «Ο χρόνος χύνεται κάτω απ’ τον ήλιο και το φεγγάρι και μέσα σε όλα τα τικ τακ τικ τακ τακτικά ρολόγια. Όμως εδώ ακριβώς δεν υπάρχει χρόνος. Μόνο η φωνή του αηδονιού, αυτές οι ακατέργαστες αντηχήσεις που ακονίζουν το φωτεινό δρεπάνι του νυχτερινού ουρανού».
Πόσο κοντά στο αέρινο πέταγμα του ποιητικού υποκειμένου της Σονάτας του σεληνόφωτος του Γιάννη Ρίτσου: «…Θά καθήσουμε λίγο στό πεζούλι, πάνω στό ὕψωμα, /κι ὅπως θά μᾶς φυσάει ὁ ἀνοιξιάτικος ἀέρας /μπορεῖ νά φανταστοῦμε κιόλας πώς θά πετάξουμε, /γιατί, πολλές φορές, καί τώρα ἀκόμη, ἀκούω τό θόρυβο τοῦ φουστανιοῦ μου /σάν τό θόρυβο δυό δυνατῶν φτερῶν πού ἀνοιγοκλείνουν ,/κι ὅταν κλείνεσαι μέσα σ’ αὐτόν τόν ἦχο τοῦ πετάγματος /νιώθεις κρουστό τό λαιμό σου, τά πλευρά σου, τή σάρκα σου,/κ’ ἔτσι σφιγμένος μές στούς μυῶνες τοῦ γαλάζιου ἀγέρα, /μέσα στά ρωμαλέα νεῦρα τοῦ ὕψους, /δέν ἔχει σημασία ἄν φεύγεις ἤ ἄν γυρίζεις…» Και τι, μόνο, θα μπορούσε να διακόψει αυτό το πέταγμα κατά τον βραβευμένο με νόμπελ Τούμας Τρανστρέμερ; Το απέραντο φως, που καθιστά τη φύση προέκταση του ανθρώπινου ψυχισμού και τον καλεί να σμίξει με το συνάνθρωπο, τον τόσο διαφορετικό και τόσο ίδιο, τον τόσο ατελή, μα και τόσο τέλειο. Διαβάζουμε στο «Ημιτελής ουρανός»: «Μια μισάνοιχτη πόρτα κάθε άνθρωπος /Που οδηγεί σ’ ένα χώρο για όλους /Το απέραντο έδαφος από κάτω μας /Το νερό λάμπει ανάμεσα στα δέντρα /Η λίμνη ένα παράθυρο προς τη γη»
Αντί για αυτό, ο ποιητής παρατηρεί ότι ο άνθρωπος επιμένει να απομακρύνεται ψυχικά από τον άλλον, γεμίζοντας, ωστόσο, την απόσταση με λέξεις, για να δώσει μιαν επίφαση επικοινωνίας. Μα οι λέξεις συχνά είναι λόγια δίχως αιτία και δίχως σκοπό. Κι ανάποδα, είναι πολλές οι φορές που ο άνθρωπος διαβάζει λόγια εκεί που δεν ακούγονται λέξεις. Και παραμένει αμφίβολο το αν ο λόγος ή η ομιλούσα σιωπή έχουν τελικά να πουν περισσότερα πράγματα στον άνθρωπο μέσα στη σύγχρονη πολύβουη καθημερινότητα: «Κουρασμένος με όλους που έρχονται με λέξεις, λόγια μα δίχως λόγο / Πήγα στο σκεπασμένο με χιόνι νησί /Η ερημιά δεν έχει λόγια. /Οι άγραφες σελίδες απλώνονται προς κάθε μεριά!/Βρίσκω χνάρια από οπλές ζαρκαδιών στο χιόνι /Λόγος μα δίχως λόγια»
Η μόνη σίγουρη αλήθεια, αδιαφιλονίκητη μαρτυρία του καθενός μας, το φθαρτό του ανθρώπου, το οποίο επιμένουμε να ξεχνούμε και να ζούμε καθημερινά σαν να μην πρόκειται ποτέ να πεθάνουμε:
«Μαύρες καρτ ποσταλ / Εν μέσω ζωής συμβαίνει να εμφανίζεται ο θάνατος / Και να παίρνει του ανθρώπου τα μέτρα. Η επίσκεψη/ξεχνιέται και η ζωή συνεχίζεται. Αλλά το κοστούμι /ράβεται στη σιωπή»
Τελευταία, η ποιήτρια Γιλά Μοσάεντ, με ποίηση γεμάτη από σύμβολα και αλληγορίες −προίκα από τις περσικές καταβολές της έμπνευσής της− είναι Ιρανή πρόσφυγας στη Σουηδία και γράφει γιατί, όπως η ίδια ομολογεί, πονάει να φέρει μέσα της τόσο οδυνηρές λέξεις και εικόνες. Έχει παλιά, βαθιά και χιλιετή τραύματα στην ψυχή της – οι λέξεις είναι το αντίδοτο, το λίκνο και ο τάφος της. Αντίδοτο, λίκνο και τάφος, ιδέες όμοιες με αυτές που θέλουν την ποίηση παυσίπονο, που κάνει –για λίγο– να μη νιώθεται η πληγή, όπως ομολογεί ο Καβάφης. Η οδύνη της εξορίας διαπερνά σχεδόν κάθε στίχο που φιλοξενείται μέσα στη συλλογή και αντικαθρεφτίζει τα προσωπικά βιώματα της Καϊτατζή-Χουλιούμη. Η ποιήτρια και η μεταφράστρια μιλούν ουσιαστικά με μια φωνή, αποδίδουν στο μέγιστο τη θλίψη του ξεριζωμού και καθιστούν την Τέχνη του Λόγου έναν κρουνό που διαχέει το οικουμενικό, ανθρώπινο παράπονο, που, αδιακρίτως της γλώσσας εκφοράς του, καταλήγει σε έναν πανομοιότυπο λυγμό: «Είμαι ένα έθνος μονάχο. Με όρια που έχουν συρρικνωθεί/Μια πληγή περιφερόμενη»
«Της εξορίας η γη / Είναι ραγισμένο έδαφος / Μην το πατάς / Μην πηδάς πάνω του/Ψάξε μόνο τη μνήμη σου /Διαφορετικά γκρεμίζεται και βυθίζεσαι»
Και πιο κάτω η ποιήτρια βιώνει το καθολικό αίσθημα του πόνου, που το κάθε έμβιο το εκφράζει τόσο διαφορετικά, αρκεί να έχει κανείς ευήκοα ώτα για να το αφουγκραστεί: «Βγάζω έναν ήχο που μόνο εγώ μπορώ να εκφέρω/Μόνο εγώ/Άκουσέ με»
Κλείνοντας, θα έλεγα ότι τα ποιήματα που επέλεξε και μετέφρασε η ποιήτρια Καϊτατζή-Χουλιούμη, μας καθιστούν κοινωνούς ενός αντιπροσωπευτικού μέρους όχι μόνο της σουηδικής, μα και της παγκόσμιας ποίησης, καθώς ο έρωτας, η αγάπη, η γυναίκα, η φύση, η οδύνη, η φθορά αποτέλεσαν κι αποτελούν βασικούς πυλώνες της παγκόσμιας λογοτεχνίας και ποίησης. Κράτησα για το τέλος έναν στίχο και ένα μόττο που κατά τη γνώμη μου αποτελούν μια ολόκληρη στάση ζωής, στην οποία η συλλογή αυτή προτρέπει επικυρώνοντας τη σπουδαιότητά της. Σε ένα ποίημά της η Μοσσάεντ, έχοντας μόλις χάσει τον πατέρα της και έχοντας έρθει σε επαφή με την πιο σκληρή μα και αληθινή πραγματικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, μεταφέρει στον αναγνώστη τα πατρικά λόγια λίγο πριν από τον τελικό αποχαιρετισμό: «Δε θα κλάψετε, είπε, / Η χαρά είναι το μέγιστο καθήκον της ζωής, μην το ξεχνάς»
Δίπλα στη χαρά διάλεξα να τοποθετήσω το πνεύμα της δημιουργίας και της αέναης ανησυχίας, όπως το διατύπωσε ο Τούμας Τρανστρέμερ και όπως το αναδίδει το μεταφραστικό εγχείρημα της Καϊτατζή-Χουλιούμη: «αυτός που είναι μπροστά έχει πολύ δρόμο να περπατήσει»
Με τη χαρά της έκδοσης αυτής της ποιητικής συλλογής και με ελπίδα να συνεχιστεί αυτή η προσπάθεια πολιτισμικής ανταλλαγής μέσω της μετάφρασης ποιημάτων από την ποιήτρια Καίτατζή-Χουλιούμη, κλείνω γεμάτη από ποιητική αλήθεια αυτήν την κριτική ανάγνωσή μου.
*Η Ισιδώρα Μάλαμα είναι φιλόλογος-διορθώτρια/επιμελήτρια κειμένων.