Το καλλιτεχνικό έργο της Φωτεινής Στεφανίδη εκφράζει με τον πιο μεστό και ταυτόχρονα απλό τρόπο την αναζήτηση της ομορφιάς και της αρμονίας, την οποία η ζωγράφος βλέπει ως ανάγκη του νου και της ψυχής. Διαβάζοντας το βιβλίο της Παπούτσια με λουράκι που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Καλειδοσκόπιο», έχεις την αίσθηση ότι κάθε του λέξη έχει γραφτεί με την ίδια διακριτική και μυστική αγάπη της γης, του αέρα, της θάλασσας, της ζωής και του ανθρώπου που διακρίνουμε και στη ζωγραφική της. Το βιβλίο έχει εικονογραφήσει η Στεφανίδη με την ίδια πάντα ενότητα του αισθήματος που φωτίζει ακόμα και τις ενδιάμεσες καταστάσεις της ψυχής. Ο λεπτομερής τρόπος με τον οποίο περιγράφει το χώρο και τα πρόσωπα οδηγούν, από τις πρώτες σειρές του κειμένου, στο συμπέρασμα ότι αφηγητής και ήρωας είναι το ίδιο πρόσωπο.
Ξεφεύγοντας από τα τωρινά, η συγγραφέας γυρνάει στο παρελθόν για να συναντήσει το μικρό παιδί που κάποτε ήταν. Οι θύμησες, το απλό, το υποτυπώδες και το πρόσκαιρο, γίνονται σπινθήρες που φωτίζουν το περιβάλλον και τις συνθήκες, μέσα στις οποίες ζει η ηρωίδα του βιβλίου, και τις μετουσιώνουν σε Τέχνη, αφού στη λογοτεχνία η ευρυμάθεια και οι φιλοσοφίες υποχωρούν μπροστά στο βίωμα. Με λιτό, αυθόρμητο ύφος η συγγραφέας δημιουργεί και αναγνωρίζει ένα σώμα μνήμης, με θέματα και επαναλαμβανόμενες σιωπές που δίνουν νόημα στη ζωή και συγκροτούν την ταυτότητά της. Με λόγο υπαινικτικό πολλές φορές, με λέξεις σχεδόν ποιητικές, μιλάει με τρυφερότητα και αγάπη για τον αγώνα του ζωγράφου πατέρα της σ’ εκείνα τα ζοφερά χρόνια (από δω και πέρα, κοριτσάκι μου, να μπορείτε και μόνοι σας), τη σπουδή και την αγωνία της μάνας, τη νοσταλγία της γιαγιάς από την Τρίγλια (αχ, πουλί μου, ήταν όμορφα, πολύ όμορφα στην Τρίγλια […] Είχαμε σχολειό πιο μεγάλο κι από αυτό της Πόλης […] Και την πιο ωραία εικόνα της Παναγιάς σ’ όλο τον τόπο […]).
Η ηρωίδα ζει γλυκές και πικρές εμπειρίες στον παράξενο όσο και μαγικό κόσμο των μεγάλων. Μέσα από τα πρώτα σκιρτήματα του έρωτα, τους καημούς της φιλίας, τα βιώματά της στην αλάνα, στο μπακάλικο της γειτονιάς, στην Παναγίτσα και στον Πράσινο λόφο, στα Τρία Αστέρια και στο σχολείο, με τους καλούς και τους κακούς δασκάλους, συνειδητοποιεί πολλές φορές ότι χρειάζεται να διαλέξει ανάμεσα στο ρόλο που της έχει επιφυλαχτεί και στο ρόλο που την ελευθερώνει. Να δει τα προβλήματα της κοινωνίας, μέσα στην οποία ζει, να «νιώσει» ό,τι στο κοντινό ή μακρινότερο περιβάλλον της γίνεται.
[…]
«Πες μας ένα τραγούδι. Ξέρετε, τραγουδάει πολύ όμορφα», λέει η δασκάλα μου η καλή και κοιτάζει προς κάτι λίγους μεγάλους που ήταν καθιστοί σε καρέκλες καφενείου στην πρώτη σειρά. Όλοι οι άλλοι ήταν όρθιοι. Άρχισα να τους κοιτάζω έναν έναν. Ας ήταν σχεδόν καλοκαίρι, φορούσαν σκούρα ρούχα. Κοστούμια μαύρα ή γκρίζα, άσπρα πουκάμισα και μαύρες γραβάτες. Οι όρθιοι πίσω ήταν γονιοί οι περισσότεροι, ντυμένοι αλλιώς, πιο χρωματιστά, πιο ελαφρά. Οι δικοί μου έλειπαν. Η μάνα είχε ρωτήσει τι ώρα θα τελειώσουμε όταν με πήγε, ο πατέρας στην αιώνια δουλειά. Πελάγωσα, ποιοι είναι αυτοί;
«Ποιο να πω, κυρία Βέτα;»
«Όποιο θέλεις. Θα δείτε, θα δείτε», έλεγε και ξανάλεγε στους μαυροφορεμένους.
Κλείνω τα μάτια, και… «Πού πέταξε τ’ αγόρι μου, πού πήγε, πού μ’ αφήνει, χωρίς πουλάκι το κλουβί, χωρίς νερό η κρήνη…»
Για πότε βρέθηκα στον αέρα με μια αεροπλανική κίνηση, στα χέρια της δασκάλας, για πότε προσγειώθηκα, απαλά κιόλας, έξω απ’ τον αυλόγυρο, στο ρέμα πλάι στο σχολείο, για πότε έβγαλε από την τσέπη το μαντιλάκι της λέγοντάς μου «Μάζεψε όσο περισσότερο χαμομήλι μπορείς, καρδούλα μου. Μόνο κεφαλάκια. Και μην το κουνήσεις από δω μέχρι να φανεί η μάνα σου». Τους άκουγα να τραγουδούν, να τυμπανίζουν, να φωνάζουν, να γκαρίζουν, κι όλο ξεμάκραινε το άκουσμα, όλο ξεμάκραινα κι εγώ, όλο γέμιζε το μαντίλι.
[…]
Απόσπασμα από τη «Γιορτή», σελ 17-18.
Η ανάγκη του ανθρώπου να ανατρέχει στο παρελθόν και ιδιαίτερα στην παιδική του ηλικία, στα χρόνια της αθωότητας, προκειμένου να ξεφεύγει έστω και πρόσκαιρα από τη σκληρή πραγματικότητα που επιβάλλει ο σύγχρονος τρόπος ζωής, φαίνεται να είναι ο πρωταρχικός στόχος του πεζογραφήματος. Παράλληλα, ζωγραφίζεται η εικόνα του κόσμου που μαγεύει το παιδί, σκιαγραφείται η απλοϊκή λαϊκή ψυχή, η συμπεριφορά της οποίας καθορίζεται από τους κανόνες της κοινωνικής πραγματικότητας, κρίνεται η ανεπάρκεια του εκπαιδευτικού συστήματος και καυτηριάζεται η υποκρισία του δικτατορικού καθεστώτος.
Η συγγραφέας βλέπει τον εξωτερικό κόσμο με διαύγεια. Αν και υπάρχουν ορισμένα σημεία του κειμένου που φορτίζουν ιδιαίτερα τον αφηγητή, κατορθώνει να τα αποδώσει αρκετά συγκρατημένα, χωρίς εξάρσεις και μελοδραματισμούς.
Τελικά η αγάπη, η ευαισθησία και ο βαθύς ανθρωπισμός είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του βιβλίου της Φωτεινής Στεφανίδη. Η αλήθεια της, με τον εύκαμπτο, χαμηλό τόνο γραφής που υιοθετεί, γίνεται οικεία και ψηλαφητή.
Η ζωγράφος Φωτεινή Στεφανίδη έχει δώσει αρκετά δείγματα γραφής, απευθυνόμενη κυρίως σε ενήλικες, μέσα από αφηγήματα ελληνικών μύθων, σημειώματα για τους μήνες του χρόνου σε ηλεκτρονικές εφημερίδες, μικρής έκτασης δοκίμια για εικαστικά και ποίηση, καθώς και κριτικές λογοτεχνικών βιβλίων και εκθέσεων. Έχουν εκδοθεί οκτώ βιβλία με κείμενά της, από τα οποία τα τέσσερα παιδικά· το αυτοβιογραφικό της έργο Παπούτσια με λουράκι γράφτηκε τα τελευταία δύο χρόνια. Μερικοί από τους τίτλους των αφηγημάτων του βιβλίου: Το ξύπνημα, Το γάλα, Το κρακ, Το μυστήριο και ο γύψος, Θαμμένος κόσμος, Η εκδρομή, Ταπεινότητες, Μικρό στενό καλοκαίρι.
Η Ιφιγένεια Μαστρογιάννη είναι συγγραφέας