Τη χώρα μου τη λένε Ψευτονία. Ο κάθε κάτοικος φορά μια μάσκα με ζωγραφισμένο ένα χαμόγελο, ένα οπτικό ψέμα να κρύβει ένα βλοσυρό πρόσωπο. Οι ζωγράφοι των μασκών είναι ψεύτες, που ξέρουν τη βλοσυρή αλήθεια κάτω από τις μάσκες. Ο κάθε κάτοικος μέχρι να δύσει ο ήλιος, γυρίζει σε μέρη που δεν τα βλέπει ο ήλιος, όπως οι αίθουσες, οι στοές, τα υπόστεγα. Συναντά συμπολίτες ίσως πιο ψεύτες και συνομιλούν αλληλοψευδόμενοι.
Ένας δάσκαλος διδάσκει στα μαθητούδια το μάθημα «Η Ψευδής Αλήθεια» και λέει:
«Οι Ψευτονοί είναι όλοι ψεύτες, άρα ό,τι λένε είναι ψέμα.
Εγώ είμαι Ψευτονός, άρα ψεύτης, δηλαδή ό,τι σας λέω είναι ψέμα.
1ο Συμπέρασμα: Αφού είμαι ψεύτης σας είπα ψέμα πως οι Ψευτονοί είναι ψεύτες
και άρα ισχύει το αντίθετο, δηλαδή οι Ψευτονοί λένε την αλήθεια.
2ο Συμπέρασμα: Μα αφού συμπεραίνεται πως λέω την αλήθεια, τότε
σας είπα αλήθεια πως οι Ψευτονοί είναι ψεύτες και ό,τι σας λένε είναι ψέμα.»
Έτσι, τα παιδιά επιλέγουν να γίνουν ψεύτες γιατί η Αλήθεια τους πονοκεφαλιάζει. Και αφού ο πυρήνας της γης τείνει να γυρίζει αντίστροφα, θα λένε πια τη δύση ανατολή.
Κάθε μέρα οι Ψευτονοί, φορώντας τη μάσκα με το ψεύτικο χαμόγελο, μάχονται ποιος θα πει τα πιο απίστευτα ψέματα – σε μέρη που δεν τα βλέπει ο ήλιος, το φως της αλήθειας.
Τη νύχτα ο κάθε κάτοικος επιστρέφει στο σπίτι φορτωμένος με ένα σωρό ψέματα που του έχουν αραδιάσει οι άλλοι ψεύτες, μα είναι ευτυχισμένος γιατί τους φόρτωσε με δικά του. Γυρίζει στο σπίτι και υποψιάζεται την κυρά να τον έχει απατήσει με τον γείτονα τον ψεύτη. Τη ρωτά «Γιατί το σουτιέν σου είναι πεταμένο στον καναπέ; Με απατάς καθόλου, όταν λείπω;» Του απαντά με έτοιμο το ψέμα «Είμαι παστρικιά¹, το έβγαλα για πλύσιμο!»
Όλοι βολεύονται, με τον ένα να πλακώνει στα ψέματα τον άλλο. Όλοι τρισευτυχισμένοι, ζουν αρμονικά. Λίγο συγχύστηκαν οι έφηβοι ψεύτες στην αρχή και είπαν το χιόνι λευκό.
Στο εμπόριο της Ψευτονίας θριαμβεύει το ψέμα, αφού αυτός που πουλάει λέει χοντρά ψέματα κι αυτός που αγοράζει κάνει πως τα πιστεύει μα όμως τον πληρώνει με κάλπικο παρά. Όσο για τις «εκπτώσεις», αυτές είναι η επιτομή της ψευτιάς! Οι δικηγόροι θάβουν με φτυάρι την αλήθεια, οι βουλευτές εξευγενίζουν το ψέμα με τα ‘θα’, ‘θα’ και οι λογιστές κρύβουν τα κέρδη 96 γράφοντας 69. Στη χώρα μας μόνο τα ψευδοτάβανα είναι αληθινά.
Η κυβέρνηση δεν παρατάει τον θρόνο, παρόλο που είναι νεαρή, γιατί, λέει, κρατώντας τους αγκώνες του θρόνου παθαίνουν αγκύλωση τα χέρια της, επομένως δεν ξεκολλούν.
Οι πολίτες μιμούνται σαν πίθηκοι τα ψέματα της κυβέρνησης και μηχανεύονται δικά τους ψέματα, συνηθέστατα σε κάθε δήλωσή τους, γραπτή ή προφορική, στη φορολογία, σε τελωνεία, σε δικαστήρια. Οι γυναίκες μακιγιάρονται και δηλώνουν χαμηλότερη ηλικία. Ωστόσο, η κυβέρνηση είναι στοργική, αφού όταν ο πολίτης τη μιμείται και λέει ψέματα δημοσίως, παίρνει δάνειο για το σπίτι του, με ευκολία να πληρώνει και με ψεύτικη δόση.
Έτσι η ζωή κυλά απρόσκοπτα, με το κράτος και τους πολίτες σε ‘αδήλωτη’ συμπαιγνία.
Εγώ είμαι το μαύρο πρόβατο σε ολόκληρη τη χώρα Ψευτονία, γιατί δεν μπορώ να πω ψέματα. Δένεται η γλώσσα μου και στράγγιζε το λαρύγγι μου. Μου ανεβαίνει εμετός. Άδικα θα τους έλεγα, όπως ο Σοφοκλής, είπε «όταν λες την αλήθεια, ποτέ δεν κάνεις λάθος». Αν τους πω το κυπριακό ρητό «το ψέμα έχει κοντά πόδια, δεν πάει μακριά, ούτε αντέχει στον χρόνο» θα πουν «το ψέμα έχει ψηλά ξυλοπόδαρα και πάει μακριά». Έτσι, αντί να βγαίνω σε μέρη ανήλια χωρίς φως αλήθειας και να συναντώ ένα κόσμο να με λούζει με ψέματα, κλείνομαι στο σπίτι και γράφω ποιήματα για τον ήλιο, την αλήθεια.
Αλίμονο μου. Πολλοί ψεύτες με απειλούν αφόρητα. Μου χτυπούν την πόρτα για να με προειδοποιήσουν ότι κινδυνεύω, γιατί εμποδίζω την κυβέρνηση που τους ορίζει να λένε ψέματα δημοσίως για να τους δίνει οικιστικό δάνειο. «Ωραίο ψέμα λέτε!», τους απαντώ.
Όμως, ως άνθρωπος, αντιλήφθηκα τη σχέση αλληλεξάρτησης των πάνω ψευταράδων με τους κάτω. Ήθελα να εναντιωθώ προς το καθεστώς αυτό, αλλά πώς να εναντιωθώ και να στερήσω το δικαίωμα κάθε ψεύτη να εξασφαλίζει οικιστικό δάνειο για το σπίτι του;
Τους άκουσα και έπρηξα από τα ψέματά τους. Αχ, να μπορούσα να τους κερνούσα μπόλικο κρασί, θα μου έλεγαν αλήθειες, όπως έλεγε και ο αρχαίος ποιητής Αλκαίος. Μα πού να βρω τόσο κρασί για μυριάδες κόσμο; Τέλος πάντων… έφυγαν ικανοποιημένοι, όμως τώρα αρχίζει να με περιλούζει ιδρώτας καυτός… διότι ενώ ήμουν αμέτοχος, έγινα ξαφνικά ένοχος ή συνένοχος. Ως συνάνθρωπος λύγισα κι ανέχτηκα τα ψέματά τους για να έχουν κρατικό οικιστικό δάνειο. Ναι, με την ανοχή μου τους χάρισα το δικαίωμα να συνεχίζουν να λένε ψέματα και να δικαιώνουν την ονομασία Ψευτονία της χώρας μας. Ναι, στην γη Ψευτονία, οι ψεύτες γίνονται πλουσιότεροι και οι φιλαλήθεις φτωχότεροι.
Ο κόσμος της Ψευτονίας ποθεί να εξαπατείται, ομαδικώς και κατά μόνας. Λέω, λοιπόν, στον εαυτό μου, όπως ο Γάιος Πετρώνιος: «ας τον, τότε, να εξαπατιέται»! Ψεύδεται πως είναι «Α! Κατάλληλος», μα είναι… «ακατάλληλος»! Με παρηγορεί η σκέψη πως εγώ, ως ‘μαύρο πρόβατο’, είμαι ένα σπανίζον είδος, ενώ οι ψεύτες είναι απλώς αρνιά-κουράδια²!
-
παστρικιά : α) η μανιώδης με την καθαριότητα γυναίκα και β) η πόρνη
-
α) σκατό, περίττωμα, και β) κοπάδι αιγοπροβάτων (στα κρητικά)
Ο Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδης είναι Πρόεδρος Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου – ΕΛΚ
Αντιπρόεδρος Συνδέσμου Πολιτισμού Ελλάδας Κύπρου – ΣΠΕΚ
Και σε σας χτυπάνε την πόρτα οι ψευτονοι; Σιγά μην φοβηθούμε …