Κεφάλαιο 3
Ήταν ένα παγωμένο και πολύ υγρό πρωινό. Είχα δει την πάχνη να κρέμεται έξω απ’ το μικρό μου παράθυρο, που είχε γίνει λες και κάποιος καλικάντζαρος έκλαιγε πάνω του όλη νύχτα και το χρησιμοποιούσε για μαντήλι. Τώρα την έβλεπα απλωμένη πάνω στους γυμνούς φράχτες και στο αραιό χορτάρι να κρέμεται σαν άτεχνος ιστός αράχνης από κλαδάκι σε κλαδάκι κι από φύλλο σε φύλλο. Να κρέμεται γλοιώδης από κάθε κάγκελο κι από κάθε πόρτα. Ήταν τόσο πυκνή η ομίχλη, που η ξύλινη πινακίδα του ταχυδρομείου που έδειχνε το δρόμο προς το χωριό μας – και δεν τη λάβαιναν ποτέ υπόψη γιατί ποτέ δεν έφταναν μέχρι εκεί- ήταν αθέατη για μένα, μέχρι να πλησιάσω πολύ κοντά της. Κι όταν την ξεχώρισα μες στο ψιλόβροχο, η αγχωμένη μου συνείδηση την είδε σαν φάντασμα που με καλωσόριζε στο δρόμο μου προς τις Πλωτές Φυλακές.
Η ομίχλη πύκνωνε κι άλλο καθώς κατευθυνόμουν προς τα βαλτοτόπια, έτσι, τα πράγματα έμοιαζαν να έρχονται αυτά κατά πάνω μου αντί να τα πλησιάζω εγώ. Αυτό ήταν φοβερό για έναν ένοχο νου. Τα μονοπάτια, τα αναχώματα και τα χαντάκια ξεπρόβαλλαν απότομα μπροστά μου από το πουθενά κι ήταν σα να φώναζαν με τη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια: «Να ένα αγόρι που κρατά μια κρεατόπιτα που δεν είναι δικιά του! Σταματήστε το!»
Ένα κοπάδι φάνηκε να καλπάζει ξαφνικά προς το μέρος μου. Τα μάτια των ζώων καρφώθηκαν πάνω μου* από τα ρουθούνια τους έβγαινε αχνός που σα να σχημάτιζε τη λέξη «Κλέφτη!». Ένα μαύρο βόδι με άσπρη λαιμαριά – που στην ταραγμένη μου συνείδηση φαινόταν κάπως σαν παπάς- με καθήλωσε με το επίμονο βλέμα του και κούνησε αργά το κεφάλι, κάνοντάς με να κλαψουρίσω δυνατά: «Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς, κύριε! Δεν το’ κλεψα για μένα!». Μετά από αυτό το βόδι κατέβασε το κεφάλι, ξεφύσηξε ένα σύννεφο ατμού απ’ τη μύτη του κι εξαφανίστηκε κλωτσώντας με τα πισινά του πόδια και ανεμίζοντας την ουρά του.
(….)
Περπατούσε πάνω κάτω κουτσαίνοντας και καμπουριάζοντας, σα να μην έκανε τίποτα άλλο όλη νύχτα εκτός από το να κουτσαίνει και να καμπουριάζει – περιμένοντάς με. Ήταν σίγουρα φριχτά παγωμένος. Περίμενα σχεδόν να τον δω να πέφτει κάτω και να πεθαίνει μπροστά στα μάτια μου από το φονικό κρύο. Τα μάτια του έδειχναν επίσης φριχτή πείνα, τέτοια που μου φάνηκε πως θα μπορούσε να φάει τη λίμα που του έδωσα, αν δεν είχε δει και το πακέτο με το φαγητό. Αυτή τη φορά δε με αναποδογύρισε για να μου πάρει ό, τι είχα, αλλά μ’ άφησε όρθιο καθώς έλυνα το πακέτο και άδειαζα τις τσέπες μου.
«Τι είναι μέσα στη μποτίλια, μικρέ;» ρώτησε.
«Μπράντι» είπα.
Είχε κιόλας καταβροχθίσει αρκετο απ’ τον κιμά με πολύ παράξενο τρόπο – πιο πολύ σα να ’κρυβε κάπου κάτι βιαστικά, παρά σα να ’τρωγε – τον άφησε όμως για να πιει λίγο ποτό. Έτρεμε τόσο δυνατά, που μόλις κατάφερνε να κρατάει το λαιμό της μποτίλιας στο στόμα του χωρίς να τον κομματιάζει.
«Θαρρώ πως έχετε πυρετό» είπα.
«Ναι, αγόρι μου» απάντησε.
«Αυτό είναι το κακό εδώ πέρα» του είπα. «Πλαγιάσατε στους βάλτους κι αυτοί είναι γεμάτοι τρομερούς πυρετούς. Και ρευματικά επίσης.
«Θα φάω να χορτάσω πριν με σκοτώσουν οι βάλτοι» είπε. «Θα το κάνω αυτό, ακόμα κι αν είναι να με κρεμάσουν αμέσως μετά σε καμιάν αγχόνη σαν κι αυτή εκεί πέρα. Και θα τον νικήσω τον πυρετό, βάζουμε στοίχημα;»
Καταβρόχθισε τον κιμά, το κρέας που είχε το κόκαλο, το τυρί και την κρεατόπιτα* όλα μεμιάς. Και, καθώς έτρωγε, όλο κοιτούσε ερευνητικά τριγύρω προσπαθώντας να διαπεράσει με το βλέμμα την ομίχλη και συχνά σταματούσε – σταματούσε ακόμα και τα σαγόνια του – για ν’ αφουγκραστεί. Κάποιος πραγματικός ή φανταστικός θόρυβος, κουδουνίσματα και ήχοι από το κοπάδι στο βαλτοτόπι πέρα στο ποτάμι, τον έκαναν ν’ αναπηδά. Ξαφνικά είπε:
«Δεν με πρόδωσες, ε; Δεν έφερες κανέναν μαζί σου;»
«Όχι, κύριε! Όχι!»
«Ούτε σ’ ακολούθησε κανένας χωροφύλακας;»
«Όχι!»
«Εντάξει» είπε. «Σε πιστεύω. Θα ήσουν ένα μικρό παλιόσκυλο στ’ αλήθεια, αν σ’ αυτή την ηλικία που είσαι γινόσουν η αιτία να κυνηγήσουν ένα δυστυχισμένο φουκαρά που βρίσκεται τόσο κοντά στο θάνατο και στον τάφο!»
Κάτι κροτάλισε μες στο λαιμό του, σα να ’χε ένα ρολόι που ετοιμαζόταν να χτυπήσει την ώρα εκεί μέσα. Και σκούπισε τα μάτια του με το βρόμικο, κουρελιασμένο του μανίκι.
Ένιωσα λύπη για τη μοναξιά του* και, καθώς τον παρακολουθούσα να ηρεμεί λίγο λίγο αποτελειώνοντας την πίτα, βρήκα το θάρρος να του πω:
«Χαίρομαι που σας άρεσε…»
«Τι είπες;»
«Είπα, χαίρομαι που σας άρεσε η πίτα».
«Φχαριστώ γιε μου, φχαριστώ».
Είχα παρακολουθήσει ένα μεγάλο σκύλο που είχαμε κάποτε να τρώει το φαΐ του. Και τώρα παρατηρούσα τη μεγάλη ομοιότητα που είχε ο τρόπος του σκύλου με τον τρόπο αυτού του ανθρώπου. Ο άνθρωπος έτρωγε με τεράστιες απότομες δαγκωματιές, ακριβώς όπως κι ο σκύλος. Κατάπινε, ή μάλλον κατέβαζε πολύ γρήγορα, αμάσητη, την κάθε μπουκιά. Και, καθώς έτρωγε, έριχνε λοξές ματιές δεξιά κι αριστερά, σα να φοβόταν πως θα ’ρθει κάποιος να του τ’ αρπάξει όλα.
(…)