Το έβλεπες με την πρώτη ματιά. Ήταν ένα ασυνήθιστο τρίο, όχι για τη σύνθεσή του -νέος μπαμπάς με κιθάρα περασμένη λοξά, νέα μαμά, μωρό στο μάρσιπο στην αγκαλιά της με το πρόσωπο προς τα έξω-, αλλά για τον τρόπο τους, τη στάση τους, την ενδοσυνεννόησή τους, -με ματιές μόνο και ανταλλαγή νευμάτων- την αύρα που εξέπεμψαν αμέσως μόλις μπήκαν στο βαγόνι και πριν ακουστεί η κιθάρα, κιθάρα όμορφη, κλασική. Τέτοια κιθάρα στο τρένο;
Τα ρούχα τους ό,τι φορούν όλοι οι νέοι, τζιν και οι δυο τους, με άσπρο πουκάμισο το αγόρι, με κόκκινο μακό το κορίτσι, αλλά πάνω τους άστραφταν. Όλη η παρουσία τους φωτίζονταν από ένα φως εσωτερικό, από μια ευγένεια στις κινήσεις άλλου καιρού και τόπου.
Στάθηκαν λίγο μόλις μπήκαν, και καθώς το τρένο ξεκινούσε ο μπαμπάς μίλησε και χαμογέλασε σκύβοντας μπροστά στο μωρό τους, η μαμά το χάιδεψε τρυφερά στο κεφάλι, ύστερα κοιτάχτηκαν στα μάτια, συντονίστηκαν λες, και μ’ ένα νεύμα της κοπέλας σαν να του έλεγε πάμε, ξεκίνησαν.
Εισαγωγή εξαιρετική- διασκευασμένη κάπως με μεγαλύτερη διάρκεια- ταιριαστή σε ιδιαίτερους χώρους, όπως οι παλιές μπουάτ. Χατζιδάκης- Γκάτσος, ο Κεμάλ: «Στης ανατολής τα μέρη μια φορά κι έναν καιρό…» , ένα αγαπημένο τραγούδι. Φωνή βαθιά, εσωτερική σαν χάδι και το κορίτσι δεύτερη σιγανή, ραγισμένο γυαλί.
Πάντα με γοήτευαν αυτοί οι πλανόδιοι μουσικοί. Οι μουσικοί του δρόμου στη βουερή και σκοτεινιασμένη πόλη μας, θαρρώ πως είναι δώρο εξ ουρανού και η μουσική τους με κιθάρες, ακορντεόν, σαξόφωνα, βιολιά και φλάουτα είναι μια αναπάντεχη χαρά. Μια δέσμη ακτίνων με όλα τα χρώματα της ίριδας φωτίζει ξαφνικά τους δρόμους , διαλύει τους ψηλούς οικοδομικούς όγκους και κάνει τους ανθρώπους πιο ανάλαφρους. Οι μουσικοί των τρένων του Η.Σ.Α.Π όμως, αν δεν είναι βέβαια απλώς επαίτες και κακοί μουσικοί, είναι κάτι ιδιαίτερο καθώς ξαφνικά εισβάλουν σε κάποια στάση στο βαγόνι προσκομίζοντας απρόσμενες μουσικές, μελαγχολικές, λυπητερές, παθιάρικες ή δυνατές με ζωηρούς ρυθμούς. Με κιθάρες συνήθως και ακορντεόν , καμιά φυσαρμόνικα σπάνια και σπανιότατα βιολί. Οι νότες τους ταξιδεύουν μαζί μας στο βαγόνι, σπάζουν τα στεγανά του και ξεχύνονται απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα προς τα έξω, δημιουργώντας σε χρόνο ντε τε ένα άλλο σύμπαν.
Αυτό εδώ το τρίο όμως είχε άλλη ποιότητα. Μια γλυκιά μελαγχολία απλώθηκε στο βαγόνι με τη μουσική και το τραγούδι τους. Ένα σύννεφο μελωδίας και αρμονίας αιωρήθηκε στο χώρο και μας πήρε μαζί του. Δεν ήμασταν πια μουντοί, αγχωμένοι, θυμωμένοι ο ένας με τον άλλο. Η συγκίνηση ήταν έκδηλη στα πρόσωπα κάποιων. Σταμάτησαν την εξερεύνηση στο κινητό τους και τη συζήτηση μεταξύ τους, άφησαν τα σκοτεινά δωμάτια της σκέψης τους και προσηλώθηκαν στο τραγούδι με τρυφερότητα κι ευγνωμοσύνη. Μερικοί άλλοι βέβαια παρίσταναν τους ασυγκίνητους και με αδιαφορία κοίταζαν έξω από το παράθυρο ή ίσια μπροστά τους, ίσως για να μην πληρώσουν ένα ελάχιστο αντίτιμο για το υπέροχο δώρο που τους προσφέρθηκε. Εγώ ωστόσο διέκρινα τη μεταβολή που συντελέστηκε εντός τους από μικρές αδιόρατες λεπτομέρειες στη μάσκα του προσώπου τους: ένα στιγμιαίο κλείσιμο των ματιών, το ίσιωμα των ρυτίδων και τη μεταβολή των χρωματικών τόνων επάνω τους, καθώς μεταβλήθηκαν σε ηχοτρόπια.
Τελειώνοντας το πρώτο μέρος του προγράμματος με το τραγούδι και ενώ πολλοί από μας έδειχναν πια την ευχαρίστησή τους με μικρά σχόλια θαυμασμού και επιδοκιμασίας, ο εξαιρετικός κιθαρίστας συνέχισε τώρα μ’ ένα καπρίτσιο του Τάρεγγα. Το κορίτσι με το μωρό κινήθηκε σιγά ίσια στο στενό διάδρομο που ευτυχώς αυτή τη μέρα δεν είχε στρίμωγμα. Περπατούσε απλώς έχοντας κρεμασμένο στο χέρι της ένα μικρό πλεχτό καλάθι. Δε μιλούσε, δε κοίταζε παρακλητικά, δε στεκόταν εκβιαστικά επάνω μας, όπως αυτοί που επαιτούν. Λίγοι όμως της έριχναν κάτι.
Έπιασα κουβέντα μαζί της. Επαίνεσα τον τρόπο και το παίξιμό τους και χωρίς να ρωτήσω, επειδή κατάλαβε την απορία μου : «αποφασίσαμε να κάνουμε για λίγο κάθε μέρα αυτή τη βόλτα στην πόλη», μου είπε, «γιατί δεν είμαστε μόνο τραγουδιστές και μουσικοί, είμαστε και συλλέκτες ήχων και φωνών». «Δηλαδή κάνετε κάποια μελέτη, κάποια εργασία, γράφετε κάτι;» ρώτησα.
Χαμογέλασε αινιγματικά και συνέχισε τη διαδρομή στο βαγόνι. Κι έτσι όπως περνούσε δίπλα μου είδα κρεμασμένο στο καλαθάκι της και το μικρό φορητό μαγνητόφωνο.
Ανατρεπτικό το μικρό σε έκταση διήγημα της κ.Κ.Παυλή (άρτιο όμως δομικά,μορφολογικά και με θέμα-αφήγημα επίκαιρο).
Ο Αιφνιδιασμός έγκειται στο γεγονός ότι στο τραίνο της Ζωής και καθημερινά όλοι παρατηρούν και παρατηρούνται και τα πράγματα δεν είναι ποτέ όπως φαίνονται.Επίσης ότι στη γκρίζα εκδοχή που κυριαρχεί γύρω υπάρχουν παράθυρα αισιόδοξα διαφυγής και αντίδρασης.
Εύγε.