ΓΙΑ ΟΜΙ
Κάθε Οκτώβρη, μήνα του πένθους μου, ξαναζώ τα γεγονότα, φέτος όμως ακόμα πιο έντονα. Βρήκα και την παλιά κασέτα με το σπαραχτικό κυπριακό τραγούδι, μια ακριτική παραλογή: «Τέσσερα τζιαι τέσσερα γίνουνται οχτώ / τέσσερα παλικάρκα πάσιν στον πόλεμο…» και ξαναζωντάνεψε η μνήμη .
Πρώτα άκουσα το δυνατό μπαμ! Μεταλλικό βαθύ και υπόκωφο σαν να ‘βγαινε απ’ τα έγκατα μαζί με βουή κι αέρα. Ίσα που πρόλαβα και τράβηξα το δεξί πόδι πίσω. Το φανάρι για τους πεζούς είχε μόλις ανάψει κι ετοιμαζόμουν να περάσω απέναντι. Λασκαράτου και Πατησίων γωνία. Το μηχανάκι σύρθηκε και σταμάτησε μπροστά μου με τον αναβάτη του, ένα μελαχρινό παλληκάρι ούτε είκοσι, μπλεγμένο ανάμεσα σε ρόδες και τιμόνια στραπατσαρισμένα. Αυτόματα έσκυψα να κάνω κάτι.- «Μήηη!» ακούστηκε μια απαγορευτική φωνή δίπλα μου. Σταμάτησα. Ένας ηλικιωμένος με μπερέ με πρόσταξε. « Μην τον ακουμπάτε, δεν πρέπει.» «α για-όμι!»1 βόγκηξε το παλληκάρι , αναδεύτηκε, ξέμπλεξε τα πόδια του, σύρθηκε κι άλλο μπροστά μου, έκανε μια κίνηση να σηκωθεί και ξανάπεσε κάτω βογκώντας με κλειστά μάτια. Γονάτισα δίπλα του και τον ακούμπησα απαλά στο χέρι. « Πονάς πολύ;» τον ρώτησα. Είδα τώρα ένα μικρό αυλάκι αίματος δίπλα στο αυτί να κυλά στο λαιμό του και να στάζει στο κράσπεδο. Ξέπνοα σαν αναστεναγμό πρόφερε « για αχ! »2. -«Μην κουνιέσαι!», πρόσταξε ξανά ο ηλικιωμένος. Κι άλλες πολλές φωνές ακούγονταν από γύρω, το μακρύ και το κοντό τους « Πώς έγινε;», «Ποιος έφταιγε;», «Τηλεφώνησαν στο Ε.Κ.Α.Β;» Τότε πρόσεξα το πλήθος που μαζεύτηκε γύρω μας.
Από μακριά ακούστηκε η σειρήνα του ασθενοφόρου, καθώς η τροχαία ήταν ήδη μπροστά μας, ρύθμιζαν την κυκλοφορία κι απομάκρυναν τον κόσμο. Πήγα να σηκωθώ. Το παλληκάρι μου κράτησε το χέρι αδύναμα. « Ώωωου» βγήκε βαθύ παρατεταμένο βογκητό. Του χάιδεψα τα μαλλιά και σηκώθηκα. « Ευτυχώς, που δεν έσκασε η μποτίλια», είπε πάλι ο ηλικιωμένος με τον μπερέ. Τότε είδα λίγο πιο κει τη γνωστή μπλε μποτίλια υγραερίου που είχε κυλήσει απ’ το μηχανάκι και ύστερα το σταματημένο τζιπ, στραπατσαρισμένο λίγο στη μούρη. Ο οδηγός του εξηγούσε χειρονομώντας ζωηρά πώς έγιναν τα πράγματα και πως δεν έφταιγε αυτός. Έδειχνε την κατεύθυνσή του, από Λασκαράτου και τόνιζε ότι ξεκίνησε σωστά, ενώ το μηχανάκι από Πατησίων μάρσαρε την τελευταία στιγμή και πέρασε με κόκκινο. Πηγαινοερχόμουν μ’ ένα τρέμουλο στο κορμί μια δεξιά και μια αριστερά ν’ ακούσω τι λέει αυτός και να δω πώς σήκωναν οι τραυματιοφορείς το νεαρό. Κατέφτασαν κι άλλοι της τροχαίας. Έβγαλαν μπλοκάκι και κάλεσαν τους μάρτυρες. Μια κυρία με έδειξε λέγοντας ότι εγώ ήμουν μάρτυρας κι αυτή ήρθε μετά. «Ναι, εγώ», τους είπα και γύρισα να δω τον μπερεδάκια και τους άλλους που ήταν μαζί μου στο φανάρι. Άφαντοι όλοι. Λίγοι περίεργοι παρακολουθούσαν από μακριά. Ο τζιπάκιας με πλησίασε και προσπάθησε να με συμβουλέψει τι να πω. « Θα δώσετε στοιχεία και αργότερα η κατάθεση» είπε ο τροχαίος. Είδα το ασθενοφόρο έτοιμο να ξεκινήσει. Τους παρακάλεσα να με πάρουν ως συνοδό μαζί τους. -« Και τι του είστε εσείς;», – « πείτε πως είμαι αδερφή του ». Μου έκαναν τη χάρη. Έδωσα τα στοιχεία μου στον αστυνόμο και μπήκα στο ασθενοφόρο.
Το παιδί ξαπλωμένο τώρα στο φορείο, δεμένο με τη ζώνη βογκούσε σιγά. Κάθισα κι εγώ δίπλα στο νοσοκόμο αμίλητη. Οι διαπεραστικοί ήχοι της σειρήνας μου έσκιζαν το μυαλό και μου ανακάτευαν το στομάχι. Ήταν σαν τα θρηνητικά ουρλιαχτά των σκύλων που άκουγα τα τελευταία βράδια και είχα μια περίεργη αίσθηση πως είχα ξαναζήσει τη σκηνή. –« Έχει διαδήλωση στο κέντρο, θα πάμε από πάνω», μ’ ενημέρωσε ο νοσοκόμος, εννοώντας ότι αλλάζουμε τη διαδρομή και θα πάμε από τον περιφερειακό, για να βγούμε στον Ευαγγελισμό. Αναστατώθηκα. Όλη η χώρα ήταν ανάστατη τα τελευταία χρόνια με την οικονομική κρίση, τις μειώσεις μισθών, την ανεργία και τη βαριά φορολογία, αλλά η Αθήνα ήταν καμίνι. Συλλαλητήρια και διαδηλώσεις καθημερινά αυτόν τον Οκτώβρη του 2012, καταστροφές, εμπρησμοί. Οι άνθρωποι καίγονταν.
Θα ‘χε περάσει μια ώρα που περίμενα μόνη στο σαλόνι της πτέρυγας των χειρουργείων και εμφανίστηκε μια νοσοκόμα οδηγώντας μπροστά μου έναν πολύ μελαψό άντρα με ρούχα της δουλειάς, λίγο γκριζαρισμένα μαλλιά και πρόσωπο χαραγμένο από ρυτίδες. «Ο πατέρας του» σκέφτηκα. « Η κυρία από δω θα σου πει». Ήταν μαζί του» με παρουσίασε η νοσοκόμα και γυρνώντας σε μένα: « Πείτε του ανθρώπου τι έγινε, ο αδερφός του είναι, και μετά μπορείτε να φύγετε».
Ο άνθρωπος άρχισε να πηγαινοέρχεται με αγωνία. –« Μα καθίστε να ηρεμήσετε λίγο», του είπα, « όλα θα πάνε καλά». Κάθισε στην άκρη της πολυθρόνας και σιγά-σιγά με τις ερωτήσεις μου, αλλά κι από μόνος του ξεδίπλωσε την ιστορία τους: Αιγύπτιοι από την Νταμιέτα. «Ντόμιατ» έλεγε και ξανάλεγε και είδα κι έπαθα να καταλάβω πως είναι η αρχαία πόλη στο δέλτα του Νείλου που εμείς τη λέγαμε Δαμιέττη. Απ’ τα φτωχά μέρη της Αιγύπτου με πολλούς μετανάστες προς την Ευρώπη τα τελευταία χρόνια. Άνοιξα επί τόπου το κινητό και τη βρήκα στο χάρτη. Τα ελληνικά του βαριά, αλλά αρκετά καλά για να συνεννοηθούμε. Αυτός ήταν ο μεγαλύτερος της οικογένειας με τέσσερα αγόρια κι ένα κορίτσι και ήρθε πρώτος στη χώρα μας. Έμενε στο Κερατσίνι και ήταν αλιεργάτης. -« Ο Άντελ είναι ο μικρός, εγώ τον έφερα εδώ» μου είπε και δάκρυσε. Σηκώθηκε πάλι κι άρχισε να πηγαινοέρχεται. «Μάσιρον σέγια, χάζον σέγια»3 μουρμούριζε συνεχώς. Μου είπε και για το δεύτερο γιο που με πολλές δυσκολίες κι αφού θαλασσοδάρθηκε βγήκε τελικά στην Ιταλία και δουλεύει εκεί. Ο τρίτος έμεινε κάτω να φροντίζει μάνα και κόρη, αφού είχαν χάσει τον πατέρα τους εδώ και χρόνια.- «Πριν λίγες μέρες έφυγε από μένα. Τον χτύπησαν πολύ μια νύχτα κακοί άνθρωποι. Φοβήθηκε. Τον έστειλα σε δικό μας άνθρωπο στη Δροσοπούλου, Κυψέλη. Καλό άνθρωπο, έχει μαγαζί». Πάνω σ΄αυτά τα χέρια ήρθε και ο « καλός άνθρωπος», το αφεντικό του μικρού. Υποψιαζόμουν ότι είπε στο παιδί να πάει γρήγορα την παραγγελία και τον έβλεπα με καχυποψία, το αγαθό του βλέμμα όμως και η έγνοια του μου άλλαξαν τη διάθεση.
Όταν φάνηκαν στην πόρτα η νοσοκόμα μαζί με τον χειρουργό που φορούσε ακόμα τη χειρουργική στολή, κατάλαβα αμέσως. Ένα μαύρο χέρι μου έσφιξε την καρδιά και το δωμάτιο σκοτείνιασε. Ο αδερφός του, ο Αχμέτ, άρθρωσε μόνο ένα « για αχ! αχ!» και ύστερα χωρίς φωνή μόνο μ’ ένα Ωωωω επαναλαμβανόμενο κουνώντας το κεφάλι άρχισε ένας βουβός θρήνος. Οι δυο μελαψοί άντρες θρηνούσαν σιωπηλά. Ένιωσα ξένη στον πόνο τους, περιττή, και σηκώθηκα να φύγω. «Σόκραν, σόκραν4, φχαριστώ» μου είπε ο Αχμέτ καθώς τους άφηνα. Ο πόνος του όμως ήταν και δικός μου μ’ έναν τρόπο, γιατί μου θύμισε « οικεία κακά», πάλι Οκτώβρη μήνα.
«…………………………….πάσιν στον πόλεμον
……………………………………………………………
« Γυρεύκουν να’ βρουν βρύσην απάνω στο βουνό
Τζ’ ήβρασιν έναν λάκκον των εκατό ορκών
Ερίξαν το λαχνίν τους πκοιός έν να κατεβεί
Τζιαι5 έπεσεν η μοίρα πα στο μικρόν παιδί
……………………………………………….
Εβγάρτε με αδέρφια μου γιατί είδα το νερόν
Εν κότζινο τζιαι μαύρον μα τζιαι φαρματζιερόν
Ώσπου να τον τραβήσουσιν τζιαι να τον βκάλουσιν
Οι όφεις τζιαι τα φίδκια τον μισοφάασιν
Να πείτε τζιαι της μάνας μου στα μαύρα να ντυθεί
Γιατί τον γιον της τον μιτσίν6 δεν θα τον ξαναδεί»
Το σιγοτραγουδούσα σαν μοιρολόγι καθώς γυρνούσα σπίτι μέσα απ’ τους σκοτεινούς δρόμους.
Μα δεν είναι πόλεμος μου έλεγε η αντίρρηση μέσα μου, αλλά τελικά πόλεμος ήταν.
1.Ωχ μάνα μου
2. Αδερφέ μου
3. Κακοτυχία, κακή μοίρα
4. Ευχαριστώ
5 Τζιαι = Και στην κυπριακή διάλεκτο
6.τον μιτσίν = τον μικρό
Πολυ όμορφο και πολυ αληθινό το αφήγημα αυτό με συγκινήσε βαθύτατα….
Μεγάλωσα στο Κερατσίνι και γνώρισα πολλους Αιγύπτιους από την Ντομιάτα. Ηταν όλοι τους πολύ ησυχοι και καλοί άνθρωποι και εργάζονταν πάρα πολυ σκληρά….Οι περισσότεροι δουλευαν για να φτιάξουν τα δικά τους ψαράδικα στην πατρίδα τους και να σπουδάσουν τα παιδιά τους. Αρκετες φιλιες κρατησαν πολλα χρόνια. Μας έδειχναν φωτογραφιες της οικογένειας τους και μέσω αυτών παρακολουθησα μερικά πιτσιρικια να μεγαλώνουν και να γινονται γιατροι…..
Σας ευχαριστώ πολύ και χαίρομαι που σας συγκίνησε.
Καίτη Παυλή