Βιολί και Σωτέ
Βιολί και Σωτέ. Έτσι τους αποκαλούσαμε εμείς οι φίλοι , η στενή παρέα, όχι μουσικοί όλοι, τρεις μόνο, οι δυο έξοχοι βιολονίστες μας και ο Ζοζέφ, ο βιολοντσελίστας. Αν προσθέσω στους μουσικούς και το Λάμπρο, τον τενόρο, εμείς οι άλλοι, η Μαρία η ζωγράφος, ο Γιώργος ο μαθηματικός κι εγώ παλιά συγκάτοικος και η καλύτερη φίλη της Βιολέτας εδώ στην Ελλάδα, ήμαστε απλώς εραστές της καλής μουσικής.
Ο Λάμπρος ο τενόρος, το πειραχτήρι της παρέας, τους βάφτισε έτσι. «Duo violon, το θεϊκό δίδυμο «Βιολί και Σωτέ, », ανήγγειλε μια μέρα τραγουδιστά παρατείνοντας την τελευταία συλλαβή σε μια υψηλή και παιγνιώδη κορώνα. Αποδεχτήκαμε τότε όλοι το όνομα του ζευγαριού με επιδοκιμασίες και γέλια γοητευμένοι απ’ την αντιστροφή και το λανθάνον νόημα, τους φανερούς και κρυφούς υπαινιγμούς. Ήταν η εποχή των μεγάλων ερώτων τους.
Τη Βιολέτα τη γνώριζα ήδη εφτά χρόνια πριν, τις πρώτες κιόλας μέρες που ήρθε από την Αλβανία, απόφοιτος της Μουσικής Ακαδημίας των Τιράνων, πάμφτωχη, με μόνη περιουσία το δεύτερης κατηγορίας βιολί της. Έπαιζε τότε εδώ κι εκεί, ακόμα και στο τρένο, κι ο στόχος της ήταν να αγοράσει ένα καλής ποιότητας, αντίστοιχο με τα προσόντα της, αφού αποφοίτησε με άριστα παμψηφεί απ’ την πατρίδα της και θεωρούνταν εξαιρετικό ταλέντο. Συγκατοικήσαμε και γίναμε φίλες. Η κοπέλα αυτή εκτός από τη φυσική φινέτσα κι ευγένεια, το ήρεμο και γλυκό βλέμμα της, διέθετε το χάρισμα μιας σπάνιας διείσδυσης στην ουσία των πραγμάτων και της ζωής. Ήξερε τί ήθελε και πορευόταν στο στόχο της ήσυχα με σταθερή προσήλωση, κατακτώντας με καθημερινά βήματα τη συνέχιση των σπουδών, την εξέλιξη της μουσικής παιδείας και τη βελτίωση της ζωής της. «Θα αγοράσω σε λίγο το βιολί και θα μπω στην κρατική ορχήστρα», μου εκμυστηρευόταν το όνειρό της. Δούλευα κι εγώ τότε ασταμάτητα. Συναντιόμασταν αργά το βράδυ. Η Βιολέτα με περίμενε με τα καταπληκτικά σωτέ της. Λαχανικά, κρεατικά, μανιτάρια σωτέ. «Είναι μια ευκολία», μου έλεγε. «Κερδίζουμε χρόνο». Εγώ τη βοήθησα στη σύνταξη του βιογραφικού της και στην κατάθεσή του στις διάφορες ορχήστρες. Ήξερε από τότε ότι θα γινόταν σύντομα σολίστ.
Ο Σωτήρης ήταν ήδη όνομα και πρώτο βιολί στην ορχήστρα και ήταν αυτός που την υποδέχτηκε και πρώτος της έδωσε το χέρι με θέρμη, όταν την παρουσίασε ο μαέστρος: «Η Βιολέτα, εξαιρετικό ταλέντο και δεξιοτέχνις». (Τους είχε εντυπωσιάσει στην επιτροπή ακρόασης με την άψογη τεχνική και την αισθαντική ερμηνεία της). Ανέλαβε να την κατατοπίσει σχετικά με το ρεπερτόριο και τις πρόβες. Η έλξη υπήρξε αμοιβαία και σύντομα εξελίχτηκε σε έρωτα. «Πρόσεξε εκεί που πας για τη μουσική. Να ανέβεις ψηλά και μην μπερδέψεις τη δουλειά με τίποτα αγάπες», της είχε παραγγείλει ο πατέρας της, καθώς την ξεπροβοδούσε. «Κάνω το αντίθετο τώρα», μου εκμυστηρευόταν, «αλλά ο Σωτήρης έχει κι αυτός στόχους και φροντίζει για την εξέλιξή μου. Είναι σπουδαίος.» Τον θαύμαζε απεριόριστα.
Σε μερικούς μήνες η Βιολέτα μου ανήγγειλε ότι θα πήγαινε να συγκατοικήσει με τον Σωτήρη, γιατί θα διευκολύνονταν στις πρόβες και θα κέρδιζαν χρόνο. «Άστα αυτά, βάζει ο Έρωτας φωτιά στη μουσική », της είπα. Ένιωθα σαν ορφανή να τη χάσω απ’ το σπίτι μετά από τρία χρόνια ιδανικής συγκατοίκησης, γιατί υπήρχε πάντα συνεννόηση, κάτι που απέρρεε κυρίως από την ευγενική ψυχή της. Για μένα ήταν θείο δώρο, γιατί ποτέ πριν δεν είχα ακούσει τόσο πολύ Mozart, Mentelsson, Sibelius και σονάτες του Bach να παίζονται ζωντανά μπροστά μου, πριβέ. Τραγουδούσαμε κιόλας μερικές φορές. Τραγουδούσε υπέροχα. «Μα δε θα χαθούμε, αφού είμαστε πια φίλες» με διαβεβαίωνε. Δε χαθήκαμε και γίναμε μια μεγαλύτερη παρέα φίλων που συναντιόμαστε πολλές φορές τα βράδια στο σπίτι του Σωτήρη μετά απ’ τις πρόβες τους. Της Βιολέτας, που είχε ανθίσει πια πολλαπλώς, της άρεσε να περιποιείται τους φίλους με τη μαγειρική της, τα σωτέ και τις πρωτότυπες σαλάτες της. Ο Σωτήρης απ’ την άλλη ασκούσε μεγάλη γοητεία στην παρέα και περιστρέφονταν όλοι γύρω του σαν τους πλανήτες γύρω απ’ τον ήλιο. Ήταν ΤΟ ΒΙΟΛΙ, παραδοχή όλων.
Η Βιολέτα όμως αθόρυβα άνοιγε πια τα φτερά της και πετούσε πολύ ψηλά. Δεύτερο βιολί στην αρχή κι αργότερα δυο φορές αντικατέστησε το Σωτήρη, ως πρώτο βιολί, όταν αυτός χειρουργήθηκε αιφνίδια. Τότε έδειξε όλο το ταλέντο και τη δεξιοτεχνία της. Το πρόγραμμα περιλάμβανε το κονσέρτο Νο 2 του Παγκανίνι, τη γνωστή La Campanella, και το κονσέρτο για βιολί και ορχήστρα του Brahms, δυο κομμάτια ταυτισμένα με το Σωτήρη, γιατί τα ερμήνευε δεξιοτεχνικά με όλη την απαιτούμενη ένταση και το δυναμισμό σε σημείο που ολόκληρη η ορχήστρα έμπαινε σε δεύτερο πλάνο και κυριαρχούσε αυτός, το πρώτο βιολί. .Απ’ το δοξάρι του άκουγες τον καλπασμό αλόγου, το δάσος που σείεται, τα πουλιά όλα μαζί, το χλιμίντρισμα. Η Βιολέτα δασκαλεμένη κι από τον ίδιο έδωσε ωστόσο άλλη διάσταση στις ερμηνείες της. Ένα παλλόμενο κύμα με μυστικούς εσωτερικούς κραδασμούς διαδέχονταν τις κοφτές δοξαριές της, τις χαμηλωμένες νότες της άμπωτης, τις τρίλιες και τα τιτιβίσματα ακολουθούσε έκρηξη ηφαιστείου, βροχή, κεραυνός. Μελαγχολική αναχώρηση και διθυραμβική επάνοδος.
Με την επάνοδο του Σωτήρη, έγινε μια μυστηριακή ανύψωση. Ιερουργούσαν στη σκηνή. Ήταν μαζί με την ορχήστρα, αλλά και μόνοι οι δυο τους. Υπήρχε αυτή η σπάνια μέθεξη. Σήκωναν ορχήστρα και ακροατές ψηλά, δημιουργούσαν μοναδικές εμπειρίες αισθητικής απόλαυσης. Ήταν ο Έρωτας που ιερουργούσε, όχι μόνο η δεξιοτεχνία και η συνέπεια στην εκτέλεση. Σύντομα αποφάσισαν να χαράξουν οι δυο τους τη δική τους πορεία. Έγιναν ένα ξεχωριστό duo και άρχισαν περιοδείες στις καλύτερες μουσικές σκηνές, όπερες και θέατρα… Καμαρώναμε γι’ αυτούς, αν και η παρέα σχεδόν διαλύθηκε. Βρισκόμασταν πιο αραιά πια και παρακολουθούσαμε τα κονσέρτα τους από το διαδίκτυο, το γνωστό μας “youtube”.
Όταν κατά διαστήματα επέστρεφαν στη χώρα μας, η χαρά και η περηφάνια μας μεγάλωναν. Σιγά- σιγά όμως καταλάβαμε τη διαφορά. Άλλος αέρας έπνεε πια μεταξύ τους. Γίνονταν νευρικοί και επίμονοι, διόρθωνε συνεχώς ο ένας τον άλλον ακόμα και μπροστά μας, και αυτό προξενούσε θλίψη στην παρέα και ιδιαίτερα σε μένα. Είχε μπει ο ανταγωνισμός, αλλά και η ζήλεια στη μέση, αυτό το φοβερό μικρόβιο και τους ροκάνιζε τον έρωτα καθημερινά. Ο Σωτήρης ιδιαίτερα ευέξαπτος και νευρικός, διέκοπτε συνεχώς τη Βιολέτα κι αυτή, η άλλοτε ήσυχη και χαμηλόφωνη φίλη μου, δε σιωπούσε, δε χαμογελούσε πια, όπως παλιά, αλλά υποστήριζε την άποψή της με επιμονή. Είχε γίνει από καιρό αυτή το πρώτο όνομα. Αν και εμφανίζονταν παντού ως duo, ήταν αυτή τώρα που εισέπραττε τα περισσότερα χειροκροτήματα τις καλές κριτικές και τους επαίνους των ειδικών.
Δέχτηκα το τηλεφώνημά της ένα απόγευμα σαν αστροπελέκι σε αιφνίδια καλοκαιρινή καταιγίδα. «Να έρθω για λίγες μέρες να μείνω εκεί;» με ρώτησε και η φωνή της έτρεμε. Δεν κατάλαβα στην αρχή και νόμισα πως φεύγει μόνος ο Σωτήρης για έξω κι αυτή δεν αντέχει τη μοναξιά. «Όχι» μου είπε κατηγορηματικά, «εγώ φεύγω! Χωρίζουν οι δρόμοι μας, τον αφήνω». Έμεινα άφωνη, γιατί παρά τις εντάσεις που βλέπαμε τελευταία, κανείς μας δεν περίμενε ένα χωρισμό, ούτε κι εγώ που ήξερα καλά την ευγενική και γενναιόδωρη πλευρά της. «Τα φαινόμενα απατούν» μου είπε «και ο καλλιτέχνης δυστυχώς, όσο μεγάλος κι αν είναι, δεν είναι πάντα πλήρης άνθρωπος, δίκαιος και ολοκληρωμένος. Συχνά έχει μεγάλα ελαττώματα και αδυναμίες. Έχεις υπ’ όψη σου τι ήταν ως άνθρωπος ο μεγάλος Μπαχ;» Όχι, δεν ήξερα τότε ακόμα. Μετά το έμαθα, αλλά η πληροφορία αυτή δεν επηρέασε την αγάπη μου στη μουσική του.
Ήρθε ξανά σε μένα με τα λίγα υπάρχοντά της, ακριβά ρούχα τώρα πια, μικροαντικείμενα και το βιολί της. Ήδη είχε ολοκληρώσει τις συνεννοήσεις για τη μετάβασή της στην Αμερική, γιατί και είχε πετύχει μια πλήρη υποτροφία στο Juilliard School της Νέας Υόρκης, πράγμα σπάνιο, αφού είχε διαγράψει ήδη μια θαυμαστή πορεία ως duo και είχε δεχτεί πρόσκληση για μια σειρά ρεσιτάλ στο Lincoln Center. Αυτό αποτέλεσε εξάλλου και ένα από τα σημεία τριβής με το Σωτήρη.
Επικοινωνούσαμε αραιά, αφού ήταν πολύ απασχολημένη με όλες αυτές τις υποχρεώσεις: σπουδές υψηλού επιπέδου, ρεσιτάλ και διδασκαλία. Η παλιά χαρούμενη παρέα διαλύθηκε. Σπάνια συναντιόμαστε σε καμιά μουσική εκδήλωση δυο-δυο και σπάνια τρεις. Εγώ τους πληροφορούσα κυρίως με τα τελευταία νέα της Βιολέτας. Οι συνδετικοί κρίκοι της παρέας, Βιολί και Σωτέ, μάς έλειπαν. Ο Σωτήρης εγκατεστημένος τώρα στο Λονδίνο και η Βιολέτα στη Νέα Υόρκη.
Και να που συνέβη το αναπάντεχο. Ο Σωτήρης βρέθηκε για τρεις μέρες στην Αθήνα προσκεκλημένος για ένα ρεσιτάλ και αυτό φυσικά κινητοποίησε όλη την παλιά παρέα. Ήταν η αγάπη μας γι’ αυτόν και τη μουσική του που μας έσμιξε πάλι και η νοσταλγία όλων μας να ξαναζήσουμε κάτι απ’ τις παλιές μέρες – κι ας έλειπε η μοναδική Βιολέτα. Παρακολουθήσαμε το ρεσιτάλ συγκινημένοι και περήφανοι. Στη σάλα του ξενοδοχείου μετά ο Σωτήρης μας ανακοίνωσε ότι το duo θα έσμιγε ακόμα μια φορά για μια περιοδεία στην Ευρώπη και ύστερα κοιτάζοντας κάπου στο βάθος, σαν να έβλεπε να περνά ξανά το παρελθόν ή σαν να ατένιζε το μέλλον, είπε: « Η Βιολέτα είναι ΤΟ ΒΙΟΛΙ, αυτή μονάχα».