Στον Ορφέα
Αγαπητέ μου Ορφέα,
Δεν έχω τώρα πια άλλο τρόπο να επικοινωνήσω μαζί σου εκτός απ’ αυτόν, αν τύχει από κάπου να δεις την επιστολή μου ή κάποιος φίλος σου να σε πληροφορήσει.
Σ’ έχασα εδώ και καιρό και κοπήκαν όλα τα γεφύρια μ’ αυτές τις συνθήκες που ζούμε τελευταία. Πριν ένα μήνα, όταν επιτρεπόταν ακόμα η κυκλοφορία, σ’ αναζήτησα όπου μπορούσε να βάλει ο νους μου πως είσαι, αλλά μάταια. Κλεισμένη μέσα τόσες μέρες με πεσμένη διάθεση, μέρες σκοτεινές με βροχή, κρύο κι αγέρα – τώρα τελευταία έσκασαν μύτη οι λιακάδες τ’ Απρίλη – σε είχα στη σκέψη μου συνεχώς κι άκουγα την αγαπημένη μου πια μουσική, τη θεία μουσική που άκουσα δυο χρόνια πριν. Δε μου φεύγει απ’ το νου αυτή η συνάντηση στον υπόγειο σταθμό. Τρέχοντας πέρασα από μπροστά σου, γιατί είχα καθυστερήσει. Εντύπωση φευγαλέα: ένας μουσικός με φλάουτο, πολύ αδύνατος, να τον φυσήσεις να πέσει, μάλλον κακοντυμένος με τα λίγα μαλλιά πιασμένα πίσω αλογοουρά, μπροστά του ανοιγμένη η θήκη για το ελάχιστο αντίτιμο. Δεν είχα καιρό για τέτοια και προσπέρασα βολίδα για την κυλιόμενη ανόδου. Αυτός ο σταθμός του ηλεκτρικού με ταλαιπωρεί, γιατί πρέπει πρώτα να κατεβώ τη μεγάλη σκάλα, να διασχίσω το σκοτεινό υπόγειο χώρο και ν’ ανέβω πάλι με την κυλιόμενη να πάρω το τρένο για το κέντρο. Δεν είχα φτάσει καν στο τρίτο σκαλί της, όταν οι νότες σου με πρόλαβαν. Ένα θερμό κύμα παλλόμενο με τύλιξε. Ξάφνιασμα δυνατό η μουσική σου που μου φάνηκε οικεία. Μινουέτο του Μπαχ, αναρωτήθηκα και στρέφοντας προς τα πίσω το σώμα μου, κόντεψα να πέσω. Μπράβο! σου φώναξα αυθόρμητατότε, θυμάσαι; Έκανα μόνο μια χειρονομία επιβράβευσης και συνέχισα.
Σ’ έβρισκα κάθε μέρα σχεδόν στον υπόγειο χώρο του σταθμού ανάμεσα στις δυο σκάλες, ανόδου και καθόδου, με τις ωραίες μουσικές σου, Shostakovich, Mozart, Schubert, Vivaldi.–Ποιος θα τα εκτιμήσει εδώ αυτά, σου είπα μια μέρα και συ χαμογελώντας αχνά: –Είναι πολύ ταιριαστά, κλασική στον υπόγειο.– Παίξε και κάτι δικό μας, σου ζήτησα, Χατζιδάκι ας πούμε. Κι από τότε μόλις μ’ αντίκριζες, άλλαζες το ρεπερτόριο και με υποδεχόσουν με το «Χάρτινο το φεγγαράκι». Έγινε ο κωδικός μας, καλωσόρισες σαν να μου έλεγες. Τα θυμάμαι όλα τώρα και δακρύζω, γιατί δεν ήμουν συνεπής στις υποσχέσεις μου. Φταίει το ταξίδι μου. Δε σε προειδοποίησα για την αναχώρηση και την επιστροφή και κλονίστηκε η εμπιστοσύνη που με τόσες συζητήσεις πετύχαμε. Δε χρειάζεται είπα να το ανακοινώσω, δε θ’ αργήσω να επιστρέψω. Δεν ξέρω αν φταίει αυτό για την ολική σου εξαφάνιση, αλλά με πονά αυτή η σκέψη.
Είχαμε τόσες ιστορίες να πούμε ακόμα ο ένας στον άλλον και μου φαίνεται πολύ μακρινή η μέρα που θα συναντηθούμε ξανά και αν…
Θυμάσαι τη μέρα που καθίσαμε στα σκαλιά; Ήταν η πρώτη φορά που κάθισα κάτω σ’ ένα μέρος που συνεχώς ανεβοκατέβαιναν πόδια. Εκείνη τη μέρα μου ζήτησες ένα τσιγάρο, μόλις έκανες το διάλειμμα.– Μα δεν έχω, Ορφέα, εγώ δεν καπνίζω, απάντησα. Πήρα θάρρος τότε και έθεσα χωρίς περιστροφές το θέμα που με απασχολούσε από καιρό, γιατί έβλεπα τα πρόωρα χαλασμένα δόντια σου μπροστά, το ωχρό σου πρόσωπο, το ισχνό κορμί σου. – Κάνεις χρήση; σε ρώτησα.–Όχι, όχι, μου είπες με έμφαση, παλιά ήταν αυτό. Και ήρθε η κουβέντα στα βάσανα του καθενός. – Έχω πέσει κι εγώ κάτω και σηκώθηκα πάλι, σου είπα, και τόσες αρρώστιες σοβαρές και τις νίκησα. Να μη σε πάρει η κάτω βόλτα πάλι. Γιατί να παίζεις φλάουτο εδώ, ενώ αλλού έπρεπε να ’σαι με τέτοιες σπουδές σε ωδείο. Έμεινες σιωπηλός τότε για λίγο και μετά βούρκωσες. Και μου διηγήθηκες τη δική σου ζωή, μέσες- άκρες. Πως έχασες τους δυο γονείς κι αυτό σου στοίχισε πολύ, γιατί έμεινες μόνος. Πως έχασες και τη δουλειά στην οικοδομή κι έμεινες άφραγκος. –Μα στην οικοδομή γιατί, πώς βρέθηκες εκεί, σε ρώτησα. Με πήρε ο πατέρας μου να συνηθίσω πάλι τη ζωή, μου εξήγησες. Κατάλαβα. Και είδα στα μάτια σου τις ενοχές γι’ αυτούς. Σε κέρασα καραμέλα και σου κράτησα το χέρι για λίγο. –Εγώ δεν μπορώ να πάρω τη θέση της μάνας σου, αλλά θα είμαι αδερφή σου, αν θέλεις, αν με χρειάζεσαι, κι εσύ μου είπες ότι ήταν η πιο γλυκιά κουβέντα που άκουσες.
Περνούσα τρέχοντας τις επόμενες μέρες, γιατί με πίεζαν οι υποχρεώσεις και η δουλειά. Θέλω να το ξέρεις αυτό. Δε σε ξεχνούσα, ούτε ένιωθα οίκτο. Είχα την έννοια σου, αλλά ήθελα να είμαι διακριτική. Δεν ήθελα να χωθώ στη ζωή σου. Ξέρω πως δεν το πίστευες πια πως έγραψα και για σένα. Αυθόρμητα το είπα μια μέρα: Έχω γράψει κάτι για σένα και δε δημοσιεύτηκε ακόμα, μα θα το φέρω να το δεις. –Αλήθεια; Με ρώτησες και τα μάτια σου μού γελούσαν. Μα ούτε την επόμενη, ούτε τη μεθεπόμενη σου το έδωσα. – Το ξέχασα, είπα τη μια φορά και την άλλη μόνο χαιρέτησα βιαστικά, όταν πέρασα. – Έχω γράψει και κάτι στίχους για σένα Ορφέα. Και πάλι τίποτα δε σου έφερα. Είχα μετανιώσει που το είπα, γιατί στην εφημερίδα συμμετείχαμε τρεις στην έρευνα και τα σχόλια των άλλων δεν μου άρεσαν και δεν ήθελα να πληγωθείς. Μα και το ποίημα «Απόγνωση» ήταν για όλα τα παιδιά, τον Ζακ, τη Βάνα και τους άλλους.Για σένα «παίζει φλάουτο στο σταθμό» έγραψα μόνο και δε μου άρεσε τώρα πια.
Έχω πάει παντού. Πήγα στη Δροσοπούλου, στην απεξάρτηση. Με σταμάτησαν στην πόρτα. – Δεν έχουμε κανέναν Ορφέα εδώ, μου είπαν τελεσίδικα. Πήγα και στην πλατεία στο κέντρο και με τα πόδια μετά ανέβηκα μέχρι το Οικονομικό, γιατί ήξερα τι συμβαίνει εκεί . Ευχόμουν να μη σε βρω εκεί κι αυτό ήταν ελπίδα και αγωνία μαζί. Να μάθω κάτι για σένα, αλλά να μην είσαι μαζί τους ήθελα. Συνάντησα το φίλο σου το Βαγγέλη εκεί και κάτι μασημένα μου είπε γέρνοντας, για δομή αστέγων. Δεν το πιστεύω. Εσύ είχες το φλάουτο και το σπίτι σου, τι έγινε; Ορφέα πού να βρίσκεσαι τώρα και γιατί χάθηκες;
Δεν έχω άλλο τρόπο να σ’ αναζητήσω τώρα πια, παρά μόνο την επιστολή αυτή κι ελπίζω κάποιος να ξέρει κάτι για σένα και να σε φέρει κοντά μου. Και δε θα πας ξανά πια στο υπόγειο. Μαζί θα ανεβούμε Ορφέα αυτή τη φορά. Έχω καλά σχέδια για σένα.
Η αδερφή σου Εύα Κ.
Υπέροχο!!!