Η αρχιτεκτονική της διαγραφής
Πήρες μια γομολάστιχα μεγάλη κι έσβησες
Αυτά που υπήρξαν κι είναι ακόμα εδώ κι αντέχουν
Ανθρώπους, κτίσματα και ιστορίες.
Είδες μονάχα αυτά που ήθελες μέσα στο χώρο
Και με τ’ άλλα, κι ας ήταν μάρτυρες ζωής σκληρής
Ενός σχεδόν αιώνα, να αναμετρηθείς δεν άντεξες.
Έσβησες αυτούς που πόνεσαν πολύ
Γιατί πικρός ο πόνος, δεν αντέχεται
Έσβησες τ’ αγκαθερά, τους στεναγμούς
Και ωραιοποίησες τις αναμνήσεις.
Έσβησες, έσβησες, και μες στον άδειο χώρο
Μεγάλωσες χωρίς ενδοιασμούς τα άλλα
Τα μικρά, τ’ ανώδυνα και τα ‘ντυσες
Με λυρικούς συλλαβισμούς και χρώματα
Τάχα απ’ την παράδοση με έγνοια σου φερμένα.
Πώς μπόρεσες αυτά που φτερουγίζουν
Προς τον ουρανό με μάτια χίλια
Αετώματα ψηλά να χαίρονται το φως
Παράθυρα στην αγορά του γίγνεσθαι
Στραμμένα συνεχώς να αφουγκράζονται
Που τη φωνή τους μέχρι τώρα μ’ αξιοπρέπεια
Χαμηλά την κράτησαν
Να μην τα δεις, να μην ακούσεις έστω ψίθυρο;
Αυτά όμως τα ακυρωμένα, τα σβησμένα σου και
Από τη λησμονιά του χρόνου και τη φθονερή ανάσα του
Ακόμα μια φορά σβησμένα
Θα σκάσουνε μια νύχτα το επίχρισμα του ανώδυνου
Του λυρικού σου εγωκεντρισμού την αποσιώπηση
Κι όλα μαζί έξω στο φως θα ορμήσουνε σαν διαδήλωση
Να διεκδικήσουν τα οφειλόμενα
Αφού υπήρξαν, έδρασαν, έγραψαν ιστορία
Ζυμώθηκαν με των πολλών τα δάκρυα,
Γνώρισαν επιτάξεις, κακουχίες, φυλακές
Και ξεπροβόδισαν για πάντα
Ανθρώπους που την ευτυχία ονειρεύτηκαν
Κι εγώ που ακόμα είμαι εδώ
Και τον καημό τους αφουγκράστηκα
Της αναστήλωσης και των συνθέσεων
Την αρχιτεκτονική θα σχεδιάσω τώρα.
Το έσω γίγνεσθαι