Ξημέρωμα στην Ιντλίμπ
Τόσος σωρευμένος πόνος
Σε ερείπια πόλεων οδύνη τόση
Κραυγές, οιμωγές, θάνατος
Και πατημασιές πολέμου πάλι;
Ξύπνησα με φοβερές βροντές και λάμψεις
Κι άκουσα του παιδιού το κλάμα:
-Ο ουρανός στο κεφάλι μας πέφτει μάνα
Το σπίτι μας γέμισε καπνούς
Δε βλέπω, ν’ ανασάνω δε μπορώ πια
Πού με τραβάς μάνα, που με πας
Αχτένιστη και ξεμαντίλωτη, πού με σέρνεις;
Τους φίλους μου δεν πρόλαβα να χαιρετήσω.
Πού πήγε το χτες; Πού πάμε τώρα;
Για το σχολειό μου δεν είν’ αυτός ο δρόμος.
Φοβάμαι, μάνα, μη με τραβάς έτσι…
Πώς να απεικονίσεις την Άβυσσο;
Με τα δάκρυα του παιδιού
Πώς να γραφτεί το ποίημα
Και ποιος απ’ τους πολέμαρχους θ’ ακούσει;
Από τα βάθη του χρόνου
Οι ποιητές αναχωρούν θλιμμένοι
Αμετάβλητα μένουν τα πάθη.
Μεταλλάξεις
Τώρα η ζωή ανάποδα
Γύρισε αλλιώς το νόμισμα
Και ξαναϊδωμένα όλα
Απ’ τη μεριά του σκοτεινού
Απ’ του εχθρού το μέρος.
Αλλάζει πάλι ο άνθρωπος
Αλλιώς αλλάζει
Το παλιό φλούδι σπάζει
Σαν του φιδιού το δέρμα
Κι αναδύεται από μέσα
Όχι αυτός που προσδοκούσες
Χρόνια
Μα ένας άλλος άγνωστος
Απρόσωπος και αποστειρωμένος.
Πώς με λέξεις μόνο τώρα
Να πληρωθεί η εγγύτητα;
Και πώς «εξ αποστάσεως» η συνουσία;
Κι εγώ σ’ ένα κουκούλι
Πιο κλειστό τώρα μπαίνω
Μεταξοσκώληκα ή κάμπιας
Δεν το ξέρω, αφού καιροφυλακτεί
Αλλοσούσουμος πάλι ο καιρός
Ο σκοτεινός κι απρόβλεπτος
Παραμονεύει στη γωνιά
Και γρήγορα τα πιόνια αλλάζει
-Παίξε, μου λέει, τώρα!
Με ό,τι στα χέρια σου έχεις
Παίξε.