Τούτες τις μέρες της Άνοιξης που γίναμε αίφνης τρεις κλεισμένοι μέσα στο σπίτι, περπατώ σε τεντωμένο σκοινί καθημερινά. Σιγανοπερπατώ, κινούμαι σιωπηλά, αναστέλλω κάθε επιθυμία για ωραίες απολαύσεις. Πώς να ισορροπήσω όμως ανάμεσα στα δύο άκρα; Ο Μαύρος μου, σκύλος και όχι άλογο, ζώο προϊστορικό και σύντροφος από παλιά, τελευταία εξαγριώθηκε. Δεν τον χωράει το σπίτι αυτές τις μέρες. Πηγαινοέρχεται συνεχώς μέσα-έξω, καθιστικό-βεράντα, με βαριές πατημασιές σκυλοβρίζοντας. Άλλαξε τελείως συμπεριφορά από τη μέρα που εισέβαλε απ’ το παράθυρο ακάλεστος ο άλλος, αυτός ο ξ, έτσι τον ονόμασα από το αρχικό τού «ξένος», η μεταμοντέρνα εκδοχή τού απειροελάχιστα μικρότατου όντος και μη όντος, «υπάρχει λες κι ύστερα δεν υπάρχει», ο παμπόνηρος αόρατος δολοφόνος.
Ο τεράστιος Μαύρος μου παραξενεμένος στην αρχή, οσφραινόταν συνεχώς τον αέρα του σπιτιού συστρεφόμενος, κυνηγώντας την ουρά του. Μα τώρα τελευταία είναι εκτός ελέγχου. Έγινε απαιτητικός και πότε βρυχάται σαν λιοντάρι, πότε γρυλίζει θρηνώντας σαν μοιρολογίστρα. Με κοιτά στα μάτια με ένταση και είναι σαν να μου φτύνει στα μούτρα όλη την τρυφεράδα και στοργή που του πρόσφερα. Δεν τον χορταίνω με τίποτα και οι απαιτήσεις του με ξεπερνούν. Εγώ τον καλοπιάνω με στίχους παλαιϊκούς: «Ένας μαύρος, παλιόμαυρος, χίλιω χρονώ κοντιάρης». Αυτός τίποτα. Απαιτεί βόλτες έξω συνεχώς. Του κανόνισα δυο, μια πρωί και μια απόγευμα, αλλά δεν ικανοποιείται και με τρομοκρατεί με τους ίσκιους του. Έχει αποκτήσει την υπερφυσική ικανότητα ν’ απλώνει τεράστιους ίσκιους καθώς πηγαινοέρχεται σ’ όλο το σπίτι τις νύχτες. Άλλοτε μοιάζουν με νυχτερίδες στο ταβάνι, άλλοτε με φίδια κυματιστά στους τοίχους και άλλοτε αθόρυβοι παγκολίνοι σέρνονται στο χαλί. Πανάρχαιοι φόβοι ξυπνούν.
Ο άλλος, ο εισβολέας ξου, ευέλικτος και αιωρούμενος, ιπτάμενος όμως όχι, γιατί καθώς είπανε οι επιστήμονες, φτερά δεν έχει. Παραμένει ωστόσο συνεχώς υποψία, αόρατη παρουσία και απειλή και επομένως ανεξέλεγκτος, ο δολοφόνος. Εγώ είμαι ο ξένιος οικοδεσπότης κι αυτός με θέλει ξενιστή. Πώς να βιωθεί λοιπόν αυτή η συγκατοίκηση, τον ένα να υπηρετώ, τον άλλον ν’αποφεύγω; Ποιον πρώτα ν’ αντιμετωπίσω; Αμφιθυμία φοβερή δοκιμάζει τη συνείδησή μου συνεχώς.
Πρέπει όμως να ομολογήσω ότι απ’ την άλλη μ’ αυτές τις συνθήκες διαβίωσης έχει προαχθεί η ικανότητα διαλογισμού και η έσω φιλοσοφημένη ζωή μου. Σκέπτομαι συνεχώς κάνοντας τις καθημερινές δουλειές σε αργό ρυθμό και προσέχοντας την κάθε λεπτομέρεια. Καθαρίζω και καθαρίζομαι σχολαστικά σκεπτόμενη παραλλήλως. Ο Μαύρος μου με συνεφέρνει τέλος, γιατί δεν του αρέσει η αφηρημάδα μου. Μαγειρεύω ανακατεύοντας με την ξύλινη κουτάλα μου σκεπτόμενη πάλι και επινοώντας σενάρια αποφυγής του ξου. Καίω τέλος το φαγητό, γεμίζει το σπίτι καπνούς, αλλά δε στεναχωριέμαι, γιατί έτσι αυξάνονται οι πιθανότητες αποφυγής του. Ο Μαύρος τότε αμολάει υστερικές κραυγές, γιατί τον ενοχλούν οι καπνοί του καμένου. Διευρύνω τα χρονικά όρια της κάθε δραστηριότητας θεωρώντας ότι κερδίζω απλώνοντας τη δράση μου στο χρόνο, ενώ το αντίθετο συμβαίνεικαι με θλίψη διαπιστώνω τέλος ότι τέλειωσε κι αυτή η μέρα χωρίς να προλάβω τα όσα ήθελα. Απελπίζομαι και ψάχνω να βρω μια λύση, να συμβιβάσω τα ασυμβίβαστα. Ανοίγω τα βιβλία μου, πλην όμως δίχως ηρεμία, τα μάτια μου ακινητούν στην ίδια αράδα κι ο νους μου αλλού τρέχει. Τα βράδια πια κατάκοπη και ψυχικό ράκος ταξιδεύω στους δρόμους της άλλης χώρας, «ξένη» κι αυτή, φεϊς μπουκ τη λένε και παριστάνει το βιβλίο, αλλά μικρή σχέση με τα βιβλία έχει. Χώρα μυστήρια και σκοτεινή, οι φίλοι νάναι αγνώριστοι κι οι ξένοι να παριστάνουν το φίλο. Πώς να οικειωθώ το ανοίκειο;
Στο λίγο ύπνο μου τις νύχτες ονειρεύομαι τον Τειρεσία. Τον επισκέπτομαι στα υποχθόνια δώματα του Άδη και του ζητώ πληροφορίες και τι μέλλει γενέσθαι. Αυτός με σεργιανάει σε ατέλειωτους διαδρόμους σκοτεινούς και περνούν δίπλα μας σκιές πολλές αγνώριστες. Προσπαθώ ν’ αναγνωρίσω γνωστούς κι αγαπημένους μου ανθρώπους και μόλις νομίσω πως κάποιον βλέπω, αυτός χάνεται κι εγώ ξυπνώ κάθιδρη χωρίς παρηγοριά. Με τρώει η αγωνία για τους πραγματικούς μου φίλους. Ο ξου όμως με παραμονεύει παντού, ο ξου και τα ξουξάκια του τ’ αμέτρητα. Τι συγκατοίκηση είναι αυτή, θα με τρελάνει.
Κατέφυγα λοιπόν κι εγώ στην πιο «επαναστατική» μου λύση, λύση αξιοκατάκριτη το ξέρω, μα αυτή η συγκατοίκηση άλλο δεν υποφέρεται. Θα επιχειρήσω έξοδο, όχι στην πόλη, στο βουνό θα πάω. Τώρα που χαλάρωσε κάπως η απαγόρευση θα πάρω τα μάτια και τον Μαύρο μου να πάμε. Επιστρέφουμε. Κλειδώνουμε λοιπόν το σπίτι με τον ξου και τα ξουξάκια μέσα και φεύγουμε, αναχωρούμε για τη φύση. Εκεί εγώ κι ο Μαύρος μου με χορταράκια και νερό ίσως να φτιάξουμε μιαν άλλη αγέλη, αν προλάβουμε.