Τόσες μέρες πέρασαν κι αυτό το κόκκινο, σαν το χυμένο ζωντανό αίμα, δε φεύγει απ’ τα μάτια μου. Λαμπρή αντανάκλαση του κόκκινου της δύσης πάνω στα τζάμια. Και το τελευταίο μας φιλί, με το γυαλί ανάμεσα, μού καίει τη μνήμη. Ποτέ δεν φαντάστηκα αυτή την εκδοχή του αποχαιρετισμού μας. Όλα τα ρόδα, τα ρουμπίνια, τα κατακόκκινα σπασμένα ρόδια πάνω στο γυαλί, κι αυτό ήταν η τελευταία μας συνάντηση. Τη διέκοψε βίαια το παρατεταμένο κουδούνισμα. Τέλος! Να φύγουν οι επισκέπτες. Έτσι λοιπόν ήταν γραφτό ν’ αποχαιρετιστούμε με την Αγάπη μου, την πληγωμένη Αγάπη. Γραφτό; Εγώ που δεν πίστευα σε ειμαρμένη και μοίρα κι ας ήτανε στιγματισμένα τα κατάστιχα της οικογένειας, κι ας ήτανε κι αυτά μέσα στη θεματολογία των θεατρικών σπουδών μου .
Είχαμε διαφωνήσει έντονα με τον πατέρα μου να πάει την Αγάπη σε ίδρυμα, «μοναδική λύση», όπως μου έλεγε τότε, πριν φύγω. Είχαμε τσακωθεί για τα καλά με δυνατές φωνές και χτυπήματα πόρτας. Και υποχώρησε, όταν είδε πως θα έφευγα χωρίς να του μιλήσω. Μου υποσχέθηκε πως θα είναι για δυο μονάχα μήνες, μέχρι να δει τι θα κάνει με τις υποχρεώσεις του. «Ησύχασε γλυκιά μου, δεν είναι απ’ τα συνηθισμένα, ακόμα και το όνομά του, « Το σπίτι μας». Έχει και κήπο με τριανταφυλλιές που λατρεύει η γιαγιά σου. Της διάλεξα δωμάτιο στο ισόγειο για να τις βλέπει και να βγαίνει εύκολα για έναν περίπατο. Συμφώνησε, της αρέσει». Τα πράγματα όμως ήρθαν αλλιώς, γιατί ως γνωστό, χίλιοι δυο παράγοντες μπορούν ν’ αλλάξουν υποσχέσεις και όρκους. Έτσι οι δυο μήνες έγιναν εφτά και έβδομος ο Μάρτης με την πανδημία μάς τη φύλαγε.
«Αγάπη» άρχισα να τη φωνάζω όταν ήμουν πέντε χρονών περίπου ακούγοντας και τον πατέρα μου να την αποκαλεί κυρά-Αγάπη. Μέχρι τότε, πότε γιαγιά , πότε μαμά τη φώναζα. Μερικές φορές με διόρθωνε με την ήρεμη γλυκιά φωνή της: « γιαγιά, να με φωνάζεις, αφού γιαγιά σου είμαι». Άλλοτε πάλι δεν έλεγε τίποτα, μόνο χαμογελούσε.
Ο πατέρας μου άργησε να συνέλθει μετά το δυστύχημα. Έχασε τη δουλειά του και πέρασε πολλές πικρές μέρες. Η Αγάπη δίπλωσε τότε τον πόνο της και τον έκλεισε σ’ ένα κουτί. Του παραστάθηκε σαν δική του μάνα. Ήταν πάντα εκεί, βράχος για κείνον και για μένα, τα παιδιά της, όπως μας έλεγε, σε όλα τα καθημερινά, τα πρακτικά, τα δύσκολα, τις αρρώστιες, τις σκοτεινές μέρες, αλλά και τις μικρές χαρές, καθώς εγώ μεγάλωνα και η ζωή ξαναμπήκε σπίτι μας. Αυτά άρχισα να τα συνειδητοποιώ εκεί γύρω στα δεκαεφτά μου.
Με τη γιαγιά μου πάντα συζητούσαμε για διάφορα θέματα και μου αφηγούνταν υπέροχες ιστορίες, αλλά μόνο απ’ τα μικράτα της και ιστορίες άλλων. Στην εφηβεία άρχισα να τη βομβαρδίζω με ερωτήσεις, να ζητώ διευκρινήσεις, να απαιτώ. Τότε αρχίσαμε σιγά-σιγά μαζί ν’ ανοίγουμε όλα τα μυστικά κουτιά της, το ένα μέσα στο άλλο. Πρώτα για το τροχαίο και την απώλεια της μάνας μου, ύστερα για το δυστύχημα στο μεταλλείο και το θάνατο του γιού της και ύστερα για τον άντρα της που έχασε στα βουνά με τον εμφύλιο κι έμεινε χήρα στα 22 της μ’ ένα μικρό αγόρι αχρόνιστο κι ένα άλλο στην κοιλιά, τη μάνα μου. Αυτά τα ήξερα μέσες άκρες, καθώς έκανα ερωτήσεις, όπως όλα τα παιδιά, αλλά οι απαντήσεις τους μέχρι τότε ήταν σύντομες και αόριστες.
Γύριζαν απ’ τον παιδίατρο. Τον πατέρα μου τον πήρε ο ύπνος στιγμιαία στο τιμόνι και δεν είδε το θάνατο που παραφύλαγε στο σταματημένο φορτηγό -ποτιστικό του δήμου στην άκρη του δρόμου. Στιγμιαία! Και μπήκε η δεξιά πλευρά του κάτω απ’ την αριστερή του άλλου αυτοκινήτου. Στιγμιαία κι αυτόματα κι η μάνα μου που βρέφος με κρατούσε αγκαλιά δίπλωσε το σώμα της και μ’ έσωσε. Ο πατέρας μου τότε τρελάθηκε και δεν ήθελε τη ζωή του. Ένιωθε ένοχος, δολοφόνος. Τον κράτησαν τα αδέρφια του, οι φίλοι, μα προπαντός η Αγάπη, η μάνα της γυναίκας του, της δικής του αγάπης και η δική μου ύπαρξη, το παιδί τους. « Εδώ θα μείνεις όσο θες»-το σπίτι ήταν δικό της, αυτή κάτω εμείς πάνω- «όσο να ξαναφτιάξεις τη ζωή σου» Και έμεινε μέχρι που έγινα δώδεκα και πήγα στο Γυμνάσιο. Τότε βρήκε άλλη γυναίκα και έφυγε. Η Αγάπη όμως ήταν πια μάνα του κι είχε την έννοια της.
«Να πάς!» μου είπε με έμφαση, όταν πέτυχα την υποτροφία στο Λονδίνο «Μη σκεφτείς ούτε στιγμή να τα παρατήσεις. Εγώ θα είμαι πολύ καλά εδώ, άλλωστε μ’ αρέσει το σπίτι που θα πάω. Θα έχω και παρέα. Ένας χρόνος αλλαγή και μετά πάλι μαζί». Πάντα έτσι με στήριζε, γιατί ήμουν άτολμη κι αναποφάσιστη. Όταν, μετά τη φιλοσοφική, πέρασα στο Θέατρο, θαρρώ πως χάρηκε περισσότερο κι από μένα και έκαμψε με το γλυκό της λόγο τις αντιρρήσεις του πατέρα μου. «Πόσο τυχερή!» μου είπε, «θα μελετάς το βάθος των ανθρώπων». Είχα αρχίσει τότε να γράφω διαλόγους και κάτι θεατρικά και με συμβούλεψε : « Λίγα, λίγα να λες και στα λίγα όλα να τα πεις». Τι σοφή κουβέντα! Την κράτησα πυξίδα. Η φωνή της, αργή, γλυκιά και σταθερή κι η μεστωμένη σκέψη της μου έδιναν την ώθηση και την ασφάλεια που χρειαζόμουν. Μου φαινόταν σαν Παναγιά βρεφοκρατούσα. Όταν ήμουν νεότερη την ταύτισα με τη Λευκοθέα. « Αγάπη μου», της είπα μια μέρα « είσαι σαν τη θαλασσινή θεά Λευκοθέα, μας έδωσες το μαγικό μαντήλι να περάσουμε το φουρτουνιασμένο πέλαγος» και της εξήγησα το μύθο.
Άργησα, άργησα να γυρίσω. Πρώτα ακινητοποιημένοι στο αεροδρόμιο σαν όμηροι και μετά καραντίνα δυο βδομάδες εδώ.
-Αναποδιές Αγάπη, της είπα με νοήματα έξω απ’ το παράθυρο. Έβαλε τις παλάμες της στο τζάμι σαν να ‘θελε να κρατήσει τα δυο μου χέρια. Με νοήματα μου έλεγε να μην ανησυχώ. Έτσι χαιρετιστήκαμε. Παλάμη με παλάμη, στόμα το στόμα με το γυαλί ανάμεσα. Στον κήπο του « σπιτιού» με τις τριανταφυλλιές, ώρα της δύσης κατακόκκινη, σημαδιακή.
– Αύριο, αύριο, της είπα, όταν ήχησε το κουδούνισμα. Σαν αύριο τους μάζεψαν όλους και η Αγάπη, η γιαγιά και μάνα μου, έσβησε σε λίγες μέρες στο νοσοκομείο χωρίς να την ξαναδώ.