Στ. 57-106 (σχ. 3).
Παιδιά μου, η Αθηνά στη Θήβα κάποτε
μια νύμφη πιότερο απ’ τις συντρόφισσές της αγαπούσε,
του Τειρεσία τη μητέρα, και δε συνέβαινε ποτέ
η μια χώρια να είναι από την άλλη.
Και στις αρχαίες Θεσπιές όταν τα άλογα οδηγούσε
ή στην Κορώνεια,4 όπου το άλσος της υπάρχει το ευωδιαστό
και οι βωμοί της βρίσκονται κοντά στον ποταμό Κουράλιο,
όταν λοιπόν ή στην Κορώνεια ή κατά την Αλίαρτο τραβούσε
περνώντας μέσ’ απ’ τους αγρούς των Βοιωτών,
πολλές φορές αυτήν πάνω στο άρμα της την έπαιρνε η θεά.
Και ούτε οι ζεστές παρέες των νυμφών μηδέ και οι χοροί
τής έδιναν χαρά, αν δεν τους οδηγούσε η Χαρικλώ.
Όμως ακόμη και αυτή δάκρυα πολλά την περιμέναν,
έστω κι αν ήτανε η σύντροφος η πιο αγαπητή της Αθηνάς.
Κάποτε, το λοιπόν, αφού ανοίξανε των πέπλων τους τις πόρπες,
στης Ιπποκρήνης 5 του Ελικώνα λούζονταν
τα ολογάργαρα τρεχούμενα νερά.
Μεσημεριάτικη γαλήνη κρατούσε το βουνό.
Λουζόντουσαν κι οι δύο, κι ήταν η ώρα του μεσημεριού
κι απέραντη γαλήνη σκέπαζε εκείνο το βουνό.
Μονάχα ο Τειρεσίας, που μόλις τότε άρχιζε
επάνω στο πιγούνι του το γένι να μαυρίζει,
στον ιερό χώρο γυρόφερνε μαζί με τα σκυλιά του.
Και δίψα ανείπωτη σαν ένιωσε,
ήρθε στης κρήνης το τρεχούμενο νερό ο δύστυχος·
και δίχως να το θέλει, είδε όσα ήταν ανάρμοστο να δει.
Κι η Αθηνά, μόλο που χόλιασε, του είπε:
«Ποιος δαίμονας, ω του Ευήρη γιε, στο δρόμο σ’ έφερε
αυτόν τον αλγεινό, εσένα που τα μάτια σου δε θα τα έχεις πλέον;»
΄Ετσι του μίλησε, και το σκοτάδι της νυχτιάς
πάνω στα μάτια του παιδιού απλώθηκε.
Εστάθηκε αμίλητο, απ’ την οδύνη του τα γόνατά του κόλλησαν
κι η σαστιμάρα τού πήρε τη φωνή. Κι η νύμφη τότε φώναξε:
« Τι έκανες στο παλικάρι μου, σεβάσμια;
Τέτοιες φίλες είστε λοιπόν, θεές, εσείς;
Τα μάτια επήρες του παιδιού μου!
Αχ τέκνο μου ταλαίπωρο, της Αθηνάς τα στήθια και τα λαγόνια
εσύ αντίκρισες, όμως ξανά τον ήλιο δε μέλλει να τον δεις!
Ω, ω εμένανε τη δύστυχη, ω συ βουνό, ω Ελικώνα
που πια δεν πρόκειται ποτέ να σε ξανασιμώσω,
αλήθεια, για τα λίγα που ’δωσες μεγάλα πίσω πήρες.
Κι αν έχασες λίγα ζαρκάδια και ελάφια,
όμως το φως από τα μάτια του παιδιού μου έχεις πάρει».
Και με τα δυο της χέρια τ’ αγαπημένο της παιδί
αγκάλιασε η μάνα, και άρχισε να κλαίει γοερά
όπως οι θρηνολόγες αηδόνες τη μαύρη συμφορά τους.6
Λυπήθηκε τη σύντροφό της η θεά,
και προς αυτήν η Αθηνά τούτα τα λόγια είπε:
«Γυναίκα θεϊκή, όσα ξεστόμισες μες στην οργή σου
πάρε τα όλα πίσω· το γιο σου δεν τον τύφλωσα εγώ.
Γιατί δεν είν’ ευχάριστο στην Αθηνά τα μάτια των παιδιών
ν’ αρπάζει. ΄Ετσι του Κρόνου οι νόμοι τα ορίζουν·
όποιος θα δει κάποιον αθάνατο χωρίς ο ίδιος να το θέλει ο θεός,
με τίμημα μεγάλο τούτο ν’ ανάβλεμμα πληρώνει.
Γυναίκα θεϊκή, αυτό που έγινε πίσω ξανά δεν παίρνεται.
Γιατί οι Μοίρες έτσι έκλωσαν το νήμα της ζωής του
την πρώτη τη στιγμή που συ τον έφερες στον κόσμο.
Τώρα, λοιπόν, του Ευήρη γιε, πάρε την οφειλόμενη αμοιβή σου».7