ΤΟ ΤΣΑΛΑΚΩΜΕΝΟ ΜΑΝΤΗΛΙ
Όλο έκλαιγε μέσα στον διάδρομο και έπνιγε τον ήχο μ’ ένα τσαλακωμένο μαντήλι. Της ζήτησα να μου εξηγήσει τον αριθμό των εποχών και κείνη έδειξε τα δέντρα της αυλής που της είχαν αφήσει ουλή από καμένα δάση. Στα πόδια, στα χέρια, παντού πουά σημάδια.
Μα, είπε με κάποια συστολή στη ραγισμένη της φωνή:
-Αυτό που με πόνεσε περισσότερο, όταν σήκωνε χέρι πάνω μου ήταν το τρελό βλέμμα του που τρέμιζε σαν πυριφλεγής ήλιος πριν τη μεγάλη έκρηξη.
Εννοώντας το βλέμμα ενός μανιακού, που τύχαινε να είναι ο αδερφός στα λόγια, κενός στις πράξεις.
Της κανόνισα ένα ραντεβού με γιατρό, θα ακτινοσκοπούσε τα σπασμένα παΐδια της, θα βολιδοσκοπούσε την προβολή της κακοποίησης στην ψυχή, αλλά αποτραβήχτηκε τρομαγμένη λέγοντας ότι το τραύμα ήταν ολότελα παιδικό και εκείνη σήκωνε πάνω της σαράντα χρόνια ζωής ή μισό αιώνα παρά δέκα χρόνια ως επαγγελματίας στην υποδοχή της βίας, σχεδόν είχαν ξεχαστεί τα περιστατικά, μονολογούσε ξύνοντας ασυναίσθητα τις πληγές της.
Της έφραξα τον δρόμο -εκεί στον αναθεματισμένο διάδρομο. Έπιασε τον λαιμό και μου’ δειξε πως ήταν, όταν την έπνιγε μπροστά σε κόσμο χωρίς κανένας να πάρει χαμπάρι. Χρειαστήκαμε κύματα για να τη συνεφέρω απ’ το χρονισμένο ναυάγιο και της άνοιξα τη βρύση του νιπτήρα για να την παρηγορήσω. Αφού για να φτιαχτεί θάλασσα δεν αρκεί το δέσιμο ήλιου με νερό και αλάτι, αλατίσαμε έτσι με ακατέργαστο νιτρικό κάλιο τις γωνίες του ύπνου για να διώξουμε τους καλικαντζάρους -που είχαν όλως τυχαίως το μουσούδι του βασανιστή- ευελπιστώντας σε μια λύτρωση τύπου Deus ex machina.
Εν τέλει απ’το πολύ σκάλισμα του παρελθόντος έπεσε από την καμινάδα του μυαλού αυτό που δε θα’ πρεπε να ανασαλέψει. Ήρθε ξανά «εκείνος» οργισμένος και κόκκινος Άγιος Βασίλης. Τώρα, αυτή πνιγόταν στα αλήθεια -στο κλάμα. Είχε φτάσει το νερό από τη βρύση έως πάνω στο ταβάνι. Το οξυγόνο σωνόταν. Φύσηξε εκείνος δύο πάγους -τα χέρια του- που συνθλίβουν και τη βρήκαμε σε εμβρυϊκή στάση μετά από τριάντα χρόνια μέσα στον οριζόντιο καταψύκτη με το καπάκι που’ πεσε για έναν υπνάκο πάνω της σα στρώμα.
Εκείνο το χάραμα το θυμάμαι καλά, μου’ χε βάψει τα μάτια με αίμα. Ήμουν σίγουρη ότι δεν ήταν δικό μου. Τότε, νόμισα ότι η παιδική ηλικία έσκισε τα χείλη της ύπαρξης απ’το κρύο. Χωρίστηκε η ψυχή στα δυο. Η μία νεκρή πάγωσε, η άλλη ξεπάγωσε και προχώρησε ανάμεσα στο ανίδεο πλήθος…
[Τώρα, ξέρω τίνος ήταν ο διάδρομος και γιατί το μαντήλι δε διπλώθηκε επιμελώς μέσα στην τσέπη…]