Οδός Μαντζάρου, ανάμεσα 36 και 38.
Έχουν περάσει πάνω κάτω 60 χρόνια. Η σιδερένια πόρτα με τον λιτό διάκοσμο είναι πάντα εκεί. Κρατάει το χρώμα της ακόμα, ένα ανοιχτό γκρίζο. Δε σκούριασε, δε σκέβρωσε, δε σάπισε. Λες και το σύμπαν σεβάστηκε τον κύριο Πρόδρομο, που είχε στεγάσει τον επαγγελματικό του χώρο σ’ εκείνο τον διάδρομο πλάτους ενός μόλις μέτρου, πρώην ακάλυπτο ανάμεσα σε δυο οικοδομές που στέγαζαν κατοικίες και καταστήματα.
Ο κύριος Πρόδρομος Μιχαηλίδης, ο γείτονας των παιδικών μου χρόνων, ο «πάντα εκεί» σκυμμένος στο βάθος του μακρόστενου εργαστηρίου του, ο «πάντα εκεί» μέσα στις μυρωδιές του δέρματος και του βερνικιού, ο «πάντα εκεί» ανάμεσα σε ράφια από παπούτσια μόλις επισκευασμένα ή προς επισκευή, έμαθα όταν μεγάλωσα, είχε σπουδάσει δυο παιδιά με τον κόπο του.
Από τον κύριο Πρόδρομο αγόραζα κανένα γραμματόσημο για τη νόνα* μου -τότε είχαμε ταχυδρομικά κουτιά παντού- ή και τσιγάρα για τη μάνα μου -δυο μάρκες γνωστές της εποχής είχε μονάχα. «Έ-κατίνα», με υποδεχόταν, όταν έμπαινα και έκρυβα με το λιγνό μου σώμα το λιγοστό φως που έμπαινε από την ανοιχτή σιδερένια πόρτα. Εκείνο το «έ» μπροστά από το «Κατίνα» δεν ήταν της προσφωνήσεως, όπως λέμε «έ, που πας;». Ήταν κάτι σαν χρονική αύξηση και το έβαζε σχεδόν σε κάθε λέξη που άρχιζε με σύμφωνο. Ήταν το έψιλον του παρελθόντος χρόνου ενός ανθρώπου που είχε παρελθόν αλλού και κάποτε το είχε φέρει εδώ, σ’ αυτό τον στενό διάδρομο που χώριζε το κτίριο της οδού Μαντζάρου 36 από εκείνο της οδού Μαντζάρου 38. Το «ε», σκέφτομαι τώρα, εξήντα χρόνια μετά, ήταν η πιο άυλη, ελαφριά και τρυφερή αποσκευή στην προσφυγική πορεία του Πρόδρομου Μιχαηλίδη. Ήταν ο ήχος της λαλιάς του τόπου της καταγωγής του, ήταν η μουσική της γλώσσας που άκουγε παιδί.
Μπορεί να είχε αυτό το «ε» και μια χροιά τρυφερότητας προς το παιδί που ήμουν τότε. Ή έτσι νομίζω τώρα, όταν βλέπω την κλειστή σιδερένια πόρτα. Τώρα που, κλειστή από χρόνια αλλά αμετάβλητη, φυλάει μνήμες που αξιολογούνται με χρονοκαθυστέρηση και ανοίγει με κλειδί εκείνο το «ε» της χρονικής αύξησης και του νόστου -του κύριου Πρόδρομου και του δικού μου.
*Νόνα ήταν η γιαγιά για τα παιδιά της γενιάς μου στην Κέρκυρα.