Η ΒΑΦΩ
«Βάφωωω…
Ρούχα και πανωφόριααα…
Βελέντζες και κυλίιιμιααα…
Παλιά χαλιάαα…Κουβέεερτες
Όλα τα βάφωωωω…»
Γυρνούσε, σπρώχνοντας ένα τρίτροχο καρότσι, την μισή τότε Αθήνα. Δεκαετία του 50. Πήγαινε και στα Τουρκοβούνια, εκεί στα υψώματα που ακόμα υπήρχαν πρόβατα και μποστάνια, η Βάφω. Καμπανιστή η φωνή της ηχούσε από χιλιόμετρο μακριά, καθώς διαφήμιζε το επάγγελμά της.
«Βάφωωωω!». Όλο και κάποια νοικοκυρά την φώναζε, με ίδια ένταση φωνής, απαντώντας στο πρωινό της κάλεσμα. Έτσι έκλεινε η Βάφω της δουλειές της. Τα παιδιά της γειτονιάς κορόιδευαν, φορές, και φώναζαν κι εκείνα «Βάφωωω», κρυμμένα πίσω από τους θάμνους, πριν καλά καλά φανεί η ίδια. Μα εκείνη τους γελούσε και σημασία δεν έδινε.
«Έχω τη Βάφω αύριο» ήταν συνηθισμένη κουβέντα στις αυλές, ανάλογα την εποχή του χρόνου. «Άλλα θα βάψει εδώ κι άλλα θα πάρει».
Ακαθορίστου ηλικίας η Βάφω. Έβαζε το κεφάλι κάτω, με κεφαλόδεσμο σφιχτοδεμένο πάντα, κι έβαφε έξω στις αυλές, μες σε δοχεία από λαμαρίνα -εκείνα τα μεγάλα της πλύσης- ό,τι της έδιναν. Τα μεγάλα κομμάτια τα έπαιρνε με το καρότσι και τα έφερνε έτοιμα μετά από μια βδομάδα. Πολλά λόγια δεν είχε. Με τη νοικοκυρά μόνο το χρώμα είχαν να διαλέξουν.
Μέσα στην πληρωμή ήταν και το γεύμα της ημέρας και μία κούπα κρασί απαραιτήτως. Κι αν έμενε ως αργά για να τελειώσει, έπαιρνε και το βραδινό μαζί της. Το μεροκάματο, στο χέρι με το σχόλασμα. Καμιά φορά, αντί για χρήμα έπαιρνε κρέας, τυρί, γάλα και ζαρζαβατικά από τα μποστάνια. Και αν δεν έπιανε το χρώμα με την πρώτη, είχε το χρέος να το ξαναβάψει.
Εκείνο το πρωί, μέσα Νοέμβρη, περίμενε τη Βάφω η Μερόπη. Έπρεπε να στρώσει πριν μπει για τα καλά το κρύο. Κανονισμένο ήταν και είχε βγάλει τις παλιές βελέντζες, της πεθεράς της που ήταν ξεβαμμένες, από την αποθήκη. Μα η Βάφω δεν ακούστηκε.
«Έ κάτι θα της έτυχε και πώς να ειδοποιήσει», σχολιάστηκε στη γειτονιά με καλοσύνη η απουσία. Πέρασε η επόμενη και η παράλλη, άφαντη η Βάφω.
«Βρε, λες να ‘παθε κάτι; Να αρρώστησε; Με τούτα τα καυτά νερά μες στο χειμώνα, μες στο τριανέμι…». Κανείς δεν ήξερε πού να την ψάξουν, κανείς δεν γνώριζε τα οικογενειακά της. Τέταρτη μέρα που δε φάνηκε και ήρθε ο χωροφύλακας. Άρχισε να ρωτάει πόρτα πόρτα. Πότε την είδαν τελευταία μέρα, σε ποιο σπίτι, τι τους είπε, αν είχε στεναχώρια ή σεκλέτι…
Κανείς δεν ήξερε να πει. Του πήραν όμως λόγια οι γυναίκες, με κουλουράκι και καφέ. Τσίπουρο -«απαγορεύεται εν ώρα υπηρεσίας»- που του πρόσφεραν, δεν ήπιε.
Μίλησε όμως. Είχε παιδί η Βάφω και αυτός, ο γιος της που είχε φτάσει τα σαράντα, ήτανε λίγο, πώς να πούμε… «πειραγμένος». Τον είχε μοναχή της μεγαλώσει, πατέρας δεν υπήρχε απ’ την αρχή. Έμεναν σε μια χαμοκέλα στα προσφυγικά της Αλεξάνδρας. Είχε μια πίσω αυλή κι εκεί έβαφε και άπλωνε τα ρούχα. Εκεί τη βρήκαν, με το κεφάλι μες στον κάδο με το χρώμα. Ο γιος της άφαντος μέχρι τώρα και τον ψάχνουν. Είχε δει ο γείτονας δυο μέρες το καρότσι της δουλειάς δεμένο με αλυσίδα έξω απ’ το σπίτι. Χτύπησε δυο τρεις φορές την πόρτα, τίποτα. Πήγε στη χωροφυλακή να το αναφέρει.
«Αχού την έρμη, τέτοια δουλευταρού και τίμια γυναίκα να πάει έτσι. Από το χέρι του παιδιού της…», είπε η Μερόπη «μεγάλο κρίμα» κι έκανε το σταυρό της δακρυσμένη.
Στο σπίτι που είχε κάνει το τελευταίο της μεροκάματο, καρφώσανε στο κοτετσόσυρμα του κήπου μια μπλε και άσπρη πινακίδα οι νοικοκυράδες: «Οδός Βάφω». Βάζανε και μια γλάστρα οχτωβρίνια -έτσι τα έλεγαν τότε τα χρυσάνθεμα- ανήμερα της Πολυσπορίτισσας κι ανάβανε ένα καντήλι εις μνήμην. Έμεινε η πινακίδα και μετά, όταν χτίστηκε αντιπαροχή η πολυκατοικία.
Πάνε όλοι αυτοί οι άνθρωποι, από καιρό έχουν φύγει. Τώρα κανείς δεν ξέρει τι σημαίνει: «οδός Βάφω». Γι’ αυτό κι εγώ επινόησα τούτη την ιστορία, για να ‘χει μίαν εξήγηση το όνομα του δρόμου.