ΤΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ
Ήρθε ένα περιστέρι στο μπαλκόνι μου
Τόσο αθώο μου φάνηκε κι ωραίο
που άπλωσα -αθώα κι εγώ- το χέρι
ψίχουλο προσφέροντάς του εμπιστοσύνης
«Όλο καλές προθέσεις είστε οι άνθρωποι»
μου αντιγύρισε με τα φτερά του θυμωμένο
«ποιος σας πιστεύει πια!»
Πέταξε
κι έμεινα με το χέρι αμήχανα απλωμένο
σαν τον επαίτη ταπεινής ελεημοσύνης
Πάνε οι καιροί
που χόρταινε με ψίχουλα η προσδοκία
Πάνε οι καιροί
που κόμιζαν κλάδους ελαίας
και τα περιστέρια