Ένα δοκίμιο συνήθως μας πείθει ή μας γοητεύει. Επειδή το δοκίμιο «Ελλάς, οδηγίες χρήσης» του Πέτρου Χαριτάτου εκτός των άλλων με συγκίνησε, θέλω να εξηγήσω, στον εαυτό μου κυρίως, τον λόγο αυτής της συγκίνησης.
Ο συγγραφέας κάνει μία σοβαρή και εμπνευσμένη απόπειρα να προσεγγίσει την ταυτότητα του Έλληνα και να την ερμηνεύσει συνδυαστικά, μελετώντας την σε τρία επίπεδα, ως ατομική ταυτότητα, ως συλλογική και ως εθνική ταυτότητα. Για να πετύχει ένα τέτοιο δύσκολο εγχείρημα, δεν αρκούν ούτε το ακαδημαϊκό κεκτημένο του συγγραφέα ούτε η αντικειμενική ματιά ούτε η συνθετική σκέψη. Χρειάζεται πρωτίστως ένα ισχυρό και έντιμο κίνητρο. Το βαθύτερο κίνητρο αυτό θα αποκαλυφθεί, σαν επίγευση στην συναισθηματική νοημοσύνη του αναγνώστη, αφού τελειώσει την ανάγνωση -εγώ διάβασα το βιβλίο δύο φορές μέσα σε μία εβδομάδα. Τότε θα προκύψει και η συγκίνηση για την οποία μίλησα ήδη.
Θα ξεκινήσω με μία οδηγία ανάγνωσης του δοκιμίου: να είναι ανεκτικός ο αναγνώστης στην ελλειμματική του δομή. Με προβλημάτισε στην αρχή αυτό το χαρακτηριστικό του κειμένου. Στη δεύτερη ανάγνωση, ωστόσο, δικαιολόγησα τον συγγραφέα. Πώς να μιλήσει με αυστηρά δομημένο λόγο για μια Ελλάδα, που από αιώνες παραπαίει ψάχνοντας την ταυτότητά της; Πώς, όταν αυτή η χώρα κουβαλά χιλιετίες ιστορίας, την οποία οι «νοηματοδότες» της -δανείζομαι τον όρο από το βιβλίο- αξιοποιούν παραλλαγμένη κατά τις σκοπιμότητές τους; Το βιβλίο του Πέτρου Χαριτάτου είναι ένας άθλος μόνο και μόνο επειδή κατορθώνει σε 150 σελίδες να συνθέσει τα τόσα αντικρουόμενα δεδομένα που συναποτελούν μια χαοτική πραγματικότητα. Και η δομή ενός κειμένου, εν τέλει, δεν μπορεί παρά να προσομοιάζει στην ιδιαιτερότητα του θέματος που πραγματεύεται.
Ο συγγραφέας βλέπει την Ελληνική πραγματικότητα από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Από το μικρό καφενείο των Σπετσών και την οπτική γωνία των ντόπιων θαμώνων του ή από την απόσταση του Έλληνα της διασποράς ή με την κριτική θεώρηση του επιστήμονα. Ωστόσο, εκείνο που προκύπτει και που δεσπόζει στο δοκίμιο του Πέτρου Χαριτάτου είναι ο θεραπευτικός χαρακτήρας του.
Πολύ συχνά οι άνθρωποι κατασκευάζουμε ένα μύθευμα, μία αφήγηση του ποιοι είμαστε και γιατί γίναμε αυτοί που είμαστε, ώστε να βολεύουμε την ύπαρξή μας ευκολότερα. Αυτό το μύθευμα μάλιστα το τροποποιούμε και το χρησιμοποιούμε κατάλληλα παραλλαγμένο ανάλογα με τις περιστάσεις. Σε ατομικό επίπεδο, με την ψυχοθεραπεία, αυτή η αφήγηση εαυτού απογυμνώνεται από τα ψεύδη της και εκεί συνίσταται ο θεραπευτικός χαρακτήρας της. Σε μια τέτοια διαδικασία μας εισάγει ο Πέτρος Χαριτάτος, τόσο στο επίπεδο του συλλογικού «εγώ» όσο και στο επίπεδο της εθνικής μας ταυτότητας, η οποία επίσης κυριαρχείται από μυθεύματα. Το «Ελλάς, οδηγίες χρήσης» μας καθοδηγεί, έτσι ώστε να προσεγγίσουμε το γνώθι σ’ αυτόν του Έλληνα αλλά και του Ρωμιού και, σαν καταλύτης, μας ανοίγει δυνατότητες υγειούς αυτοεπίγνωσης.
Με εξαιρετική οξύνοια, διαύγεια, αυστηρότητα αλλά και καλοσύνη επιχειρεί μια ειλικρινή διερεύνηση της ελληνικότητας. Εκεί που διαβάζεις πράγματα χιλιοειπωμένα, αίφνης διατυπώνεται κάτι που σε ξαφνιάζει αλλά συνάμα σε πείθει. Ο συγγραφέας αμφισβητεί, ανατρέπει και αξιολογεί εκ νέου όλα τα στερεότυπα που αναμασάμε διαρκώς, επειδή μας τα επιβάλλουν, σχετικά με το ποια είναι η χώρα μας και ποιοι είμαστε ως Έλληνες.
Είχα πάντα την εντύπωση ότι οι Έλληνες είμαστε ερωτευμένοι με τον τόπο μας. Συνήθως ερωτεύεται κανείς εκείνο που δεν γνωρίζει και όταν το γνωρίσει ο έρωτας μετουσιώνεται σε αγάπη, αν βέβαια πληρούνται οι προϋποθέσεις γι’ αυτήν τη μετάλλαξη. Ίσως έτσι εξηγείται ο έρωτας των Ελλήνων, εντός και εκτός συνόρων, για την πατρίδα, από το γεγονός δηλαδή ότι δεν ορίζουμε ξεκάθαρα τι σημαίνει Ελλάδα και κατά συνέπεια δεν γνωρίζουμε και ποιοι είμαστε ως Έλληνες. Όσο η Ελλάδα αποτελεί μία διφορούμενη υπόσταση, που άλλοτε αποθεώνεται και άλλοτε αυτομαστιγώνεται, δύσκολα ο έρωτάς μας θα μετουσιωθεί σε υγιή αγάπη. Ίσως το βαθύτερο κίνητρο του Πέτρου Χαριτάτου, που τον ώθησε να γράψει το «Ελλάς οδηγίες χρήσης», δεν είναι άλλο από την ανάγκη του να μετουσιώσει σε εποικοδομητική αγάπη τον έρωτά του για τον τόπο του. Κι εδώ εξηγείται και η δική μου συγκίνηση από την ανάγνωση του δοκιμίου. Ένα δοκίμιο που πραγματεύεται την αγωνία του ερωτευμένου να κατανοήσει το αντικείμενο του έρωτά του, μπορεί να συγκινήσει όποιον αναγνώστη μοιράζεται αυτόν τον έρωτα. Και συγκινεί ιδιαίτερα εκείνον που επιθυμεί να αγαπήσει αποτελεσματικά αυτό που θα τολμήσω να αποκαλέσω πατρίδα, σε καιρούς που η λέξη πυροδοτεί αντιπαραθέσεις παράλογες και ακραίες. Και μόνο γι’ αυτό το σπουδαίο κίνητρο αξίζει το βιβλίο να διαβαστεί από πολλούς και είμαι βέβαιη ότι θα συγκινήσει πολύ.
Αγόρασα το βιβλίο, επειδή ο τίτλος του μου θύμισε το σπουδαίο μυθιστόρημα του Georges Perec «Ζωή, οδηγίες χρήσης». Μετά από δύο αναγνώσεις ένιωσα ότι λειτούργησε θεραπευτικά, αφού με βοήθησε να καταλάβω καλύτερα τον τόπο μου, ώστε να μη με πληγώνει τόσο. Μου έδωσε τη χαραμάδα φωτός που χρειάζομαι, για να δω ότι αυτός, ο τόπος μου, έχει τις δυνατότητες να προχωρήσει θετικά στην εξέλιξή του και να διακρίνω τους μηχανισμούς που μεταστρέφουν, κατ’ εξακολούθηση και με πείσμα Σισύφου, αυτήν την θετική δυναμική σε αρνητική.
Δεν μου συμβαίνει συχνά να γράφω βιβλιοπαρουσιάσεις και όταν το κάνω προκύπτει από δική μου προσωπική ανάγκη. Το σύντομο αυτό κείμενο εκφράζει την επιθυμία μου να μοιραστώ μια καλή εκδοτική είδηση και ένα ωφέλιμο και πρωτότυπο πνευματικό έργο. Είναι επίσης το «ευχαριστώ» μου στον συγγραφέα για την πρόκληση, την απόλαυση και τη συγκίνηση που μου χάρισε το βιβλίο του.
|