Κύριε Κώστα Κουτσουρέλη!
Διάβασα το βιβλίο σας, ευχαριστήθηκα και σας γράφω αυτή την επιστολή για να σας ευχαριστήσω με τη σειρά μου. Δεν έχω την ιδιότητα του λογίου, ωστόσο το δοκίμιο «Η τέχνη που αυτοκτονεί» με συνεπήρε. Θαύμασα και την τέχνη της γλωσσικής έκφρασης. Λιτή, καίρια, περιεκτική, ωραία.
Υποθέτω ότι ο τόνος βεβαιότητας που αποπνέει η γραφή σας θα ενόχλησε πολλούς και μπορώ να φανταστώ μερικούς από τους λόγους αυτής της ενόχλησης.
Το βιβλίο σας, που ταξινομεί την ποίηση με ιστορικά, κοινωνικά -μέχρι και ταξικά- κριτήρια, αποτελεί και έναν οδηγό που επιτρέπει να καταρτίσει, όποιος το επιθυμεί, το ψυχολογικό προφίλ ενός ποιητή. Ίσως και το δικό του προφίλ, αν είναι ή θεωρεί ότι είναι ποιητής ο ίδιος. Όμως δύσκολα αντέχουμε τον καθρέφτη της ψυχής μας, ιδίως αν τον κρατά μπροστά μας κάποιος άλλος. Να, λοιπόν, ο πρώτος λόγος της πιθανής ενόχλησης για μια κατηγορία αναγνωστών. Και είναι πολλοί εκείνοι που γράφουν ποίηση, είτε εκδίδονται είτε όχι.
Αναφέρεστε επίσης στα περί την ποίηση πάθη, όπως τα εκδοτικά δεδομένα, τα νέα ήθη που έφερε η «πολλά υποσχόμενη» δημιουργική γραφή, την αμφίβολη απόσταση και αμφίθυμη στάση της κριτικής και την αμφιλεγόμενη αντικειμενικότητα των κριτικών. Κρίνετε τη στάση πολλών ποιητών, που αδιαφορούν αν το έργο τους αγγίζει το αναγνωστικό κοινό. Σχολιάζετε την εσωστρέφεια των ποιητικών παρουσιάσεων, τον πληθωρισμό των βραβεύσεων και τις ευκολίες δημοσιότητας που η εποχή εξασφαλίζει στους ποιητές.
Ο τρόπος με τον οποίο πραγματεύεστε τα παραπάνω, τεκμηριωμένος αλλά και με μια πινελιά ειρωνικής αιχμηρότητας, είναι βέβαιο ότι μπορεί να προκαλέσει ενόχληση σε όσους -και είναι πολλοί- ανήκουν στο περιβάλλον της ποίησης. Αν εγώ σας δίνω δίκιο, άλλοι, που εμπλέκονται επαγγελματικά ή από καθέδρας με αυτά τα περί την ποίηση πάθη, πιστεύω ότι πολύ θα ήθελαν να σας αντικρούσουν. Επειδή, όμως, αυτό δεν θα τους είναι εύκολο, πιθανόν θα θυμώσουν.
Γνωρίζουμε όλοι ότι αυτό που διαβάζουμε μας τέρπει, κυρίως όταν κάποιος διατυπώνει κάτι που προϋπάρχει μέσα μας αδιαμόρφωτο. Και εγώ, που είχα μία συγκεχυμένη και διαισθητική ιδέα για το τι είναι η ποίηση σήμερα, βρήκα μέσα στο βιβλίο σας την τοποθέτηση που γύρευα στο ημίφως της ανεπαρκούς κατάρτισής μου. Αποκόμισα γνώσεις που δεν είχα, χωρίς να με κουράζει η παράθεσή τους, αφού τις αξιοποιείτε με ελκυστικό τρόπο για να πετύχετε το στόχο σας, δηλαδή να στηρίξετε την τοποθέτησή σας σχετικά με την ποίηση. Διάβασα το βιβλίο σας, τολμώ να πω με βουλιμία, και δεν με κούρασε καθόλου. Είναι δε βέβαιο ότι θα το ξαναδιαβάσω.
Να εξομολογηθώ σ’ αυτό το σημείο ότι εδώ και 22 χρόνια γράφω -πεζά τα πρώτα χρόνια, πεζά και ποίηση τα δεύτερα. Η ανάγκη μου για ποιητική έκφραση προέκυψε ταυτόχρονα με την κρίση το 2010, σε όψιμη ηλικία και εντελώς απρόβλεπτα. Τον τίτλο της ποιήτριας, τον φέρω με μεγάλη δυσκολία, σχεδόν με ντροπή, αλλά κάποτε μου επιβάλλεται έξωθεν επειδή ζω σε μικρό τόπο.
Οπότε, το βιβλίο σας ήταν, και σε εντελώς προσωπικό επίπεδο, πολύτιμο για μένα. Στο «Η τέχνη που αυτοκτονεί» είδα τις στιχουργικές μου απόπειρες με άλλο μάτι -το δικό σας- ταυτίστηκα συχνά με την οπτική σας, η φυσική μου ταπεινότητα βρήκε την δικαίωσή της και ήταν σαν να πέρασα, ως επίδοξη ποιήτρια, από ψυχαναλυτικό ντιβάνι. Συνεπώς η ανάγνωση του βιβλίου σας λειτούργησε και ως εργαλείο αυτογνωσίας, επομένως και θεραπευτικά. Προσδοκώ, μάλιστα, να επηρεάσει θετικά και τις ποιητικές μου δοκιμές.
Η ποίηση, θεωρώ, θα έπρεπε να ενδιαφέρει ένα ευρύτατο φάσμα ανθρώπων, γράφοντες και αναγνώστες, ως έντεχνη θεραπεία σε συλλογικό και ατομικό επίπεδο﮲ έτσι έχει λειτουργήσει, νομίζω, σε καιρούς περισσότερης αυθεντικότητας και λιγότερης εσωστρέφειας. Γι’ αυτό είμαι βέβαιη ότι το βιβλίο σας είναι πολύ ωφέλιμο για όλους εκείνους που ανησυχούν σχετικά με το τι είναι και πού οδεύει σήμερα η τέχνη αυτή. Εύχομαι από καρδιάς να μακροημερεύσει.