Στην κυρία Έλλη Γιωτοπούλου Σισιλιάνου
Τρεις φίλοι, ακόμα χειμώνας ήταν και ώρα πέντε που βραδιάζει, βγήκαμε να περπατήσουμε στο κουκουναρόδασος στο Κομπίτσι της Κέρκυρας. Είχε ήδη σκοτεινιάσει και μακριά πίσω από το σύδεντρο ο ορίζοντας κρατούσε ακόμα ένα ίχνος φωτός. Από παιδί περπατούσα κοιτώντας χάμω, λες και ψάχνω το θησαυρό που έπεσε από κάποιου απρόσεκτου την τσέπη! Έτσι και τώρα, καθώς επιστρέφαμε, πρόσεξα ότι οι πέτρες πάνω στο δασικό δρομάκι όπου περπατούσαμε έφεγγαν.
«Για δείτε» είπα. «Λες και εκπέμπουν φως από μέσα τους αυτά τα χαλίκια. Πρώτη φορά βλέπω κάτι τέτοιο. Και δεν είναι να πεις έχει φεγγάρι. Μόνα τους φέγγουν». Δεν θυμάμαι αν εντυπωσιάστηκαν οι φίλοι μου όσο εγώ. Το σχολιάσαμε ακόμα λίγο αλλά χωρίς ιδιαίτερη επιμονή. Ύστερα πήγαμε ο καθένας σπίτι του. Είχε για τα καλά νυχτώσει.
Το βράδυ σκέφτηκα πάλι τις φωτεινές πέτρες. Θραυστό υλικό από νταμάρι, ακανόνιστο σχήμα, ταπεινός ασβεστόλιθος έμοιαζε. Κι έξαφνα ήρθε στο νου μου ο Κοντορεβυθούλης. Τέτοια θα ήταν, πετραδάκια μαγικά που εκπέμπουν φως ακόμα και μες στο σκοτάδι, που του έδειξαν το δρόμο του γυρισμού. Χάρηκα που η φύση μου πρόσφερε μίαν απόδειξη για του μύθου το αληθές και εξέλαβα το γεγονός ως ανταμοιβή για την ενίοτε οξυμένη φαντασία μου.
Πέρασε καιρός, διηγήθηκα δυο τρεις φορές το περιστατικό σε φίλους, κι ύστερα έμεινε ξεχασμένο σε κάποια γωνία του μυαλού μου. Μέχρι που, πρόσφατα, ήρθε στα χέρια μου ένα βιβλίο, δώρο πολύτιμου ανθρώπου, της κυρίας Έλλης Γιωτοπούλου που έχω τη χαρά να γνωρίζω προσωπικά. Η κυρία Γιωτοπούλου Σισιλιάνου υπήρξε παιδική φίλη της μητέρας μου στα μικρά τους χρόνια. Πρόσφατα, σε πολύ προχωρημένη ηλικία, αφού με περνάει περίπου 30 χρόνια, έγραψε ακόμα ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο με τίτλο «Η Ζωγραφική της Ιταλικής Αναγέννησης από τις πηγές», που εκδόθηκε από το Μουσείο Μπενάκη μόλις φέτος. Το βιβλίο αυτό το περίμενα με μεγάλη λαχτάρα, επειδή ήξερα το θέμα του από την ίδια την συγγραφέα και μου είχε κινήσει το ενδιαφέρον. Τώρα που το διάβασα δικαιώθηκα. Είναι εξαιρετική μελέτη, τεκμηριωμένη απολύτως με μεγάλη προσήλωση στις πηγές, η οποία αναφέρεται στο πώς αποτιμούσαν οι συγκαιρινοί τους μεγάλους ζωγράφους της Ιταλικής Αναγέννησης. Οπότε, ίσως να αποτελεί και έναν οδηγό, ώστε σήμερα να μπορούμε να αποτιμήσουμε τη σύγχρονή μας τέχνη, όταν πολλές φορές μας φέρνει σε αμηχανία. Η μελέτη αυτή είναι μάλιστα γραμμένη σε μίαν αξιοζήλευτη δημοτική γλώσσα. Το τονίζω αυτό, επειδή, είχα διαπιστώσει, κάποτε που έγραφα τεχνικά κείμενα, ότι η καθαρεύουσα είναι ένα πολύ εύχρηστο γλωσσικό εργαλείο για τη συγγραφή επιστημονικών κειμένων. Εδώ κατάλαβα ότι είναι το χάρισμα του συγγραφέα και η άριστη γνώση της γλώσσας, που του επιτρέπει να χειρίζεται την δημοτική αποτελεσματικά και σε άλλα είδη γραπτού λόγου πλην του λογοτεχνικού.
Γύρω στη μέση η μελέτη αναφέρεται στον Leonardo da Vinci. Η κορύφωση της Αναγέννησης και του βιβλίου. Ενθουσιάστηκα. Θαύμασα. Υποκλίθηκα. Και, αίφνης, διαβάζω ότι, εκτός από τις άλλες εξαιρετικές αρετές των έργων του, τα χρώματα του Leonardo είχαν μια ιδιαίτερη φωτεινότητα. O καλλιτέχνης χρησιμοποιούσε ένα ορυκτό που, ως σκόνη, έμπαινε στα διάφορα χρώματα λεγόταν biacca και έδινε αυτήν τη φωτεινότητα.
Δεν μπορώ να υπολογίσω πόσο ακαριαία ήρθαν στο νου μου τα πετραδάκια του Κοντορεβυθούλη, εκείνα του δάσους με τις κουκουναριές στο Κομπίτσι και η biacca του Da Vinci. Δεν ξέρω να διατυπώσω με πόση χαρά συσχέτισα το εύρημα ενός παραμυθιού, τον άνθρωπο-καλλιτέχνη-μύθο, την τυχαία παρατήρησή μου και την επιστημονική πληροφορία μιας μελέτης. Ήταν μια μαγική στιγμή όταν συντελέστηκε στο μυαλό μου αυτή η εξαιρετικά απλοϊκή συνδυαστική επιφοίτηση. Αυτή τη μαγεία θέλησα να καταθέσω με τούτες τις λίγες λέξεις, τις οποίες αφιερώνω σε όσους είναι επιρρεπείς στην μαγεία των μύθων, των παραμυθιών και της Τέχνης και ιδιαίτερα στην αγαπημένη μου κυρία Έλλη Γιωτοπούλου ως ευχαριστία για το βιβλίο της που λάμπει.