«Τρίτος όροφος, τέταρτη πόρτα δεξιά, η καφέ γραμμή στο διάδρομο σας οδηγεί στο γραφείο του διευθυντή. Να πάρετε κουπόνι προτεραιότητας, ακόμη κι αν δεν υπάρχει άλλος στην αναμονή. Κουπόνι άλφα για απαντήσεις και βήτα για αιτήματα». Μιλάει με απίστευτη ταχύτητα η υπάλληλος στο γραφείο υποδοχής, λες και τα έχει ηχογραφημένα στο κεφάλι της. Στρέφεται αμέσως στον επόμενο με ανέκφραστο βλέμμα. Καταλαβαίνω πως είναι ανώφελο να ζητήσω διευκρινίσεις. Στέκομαι για λίγο αμήχανη και σφίγγω το φάκελο με τα δικαιολογητικά μου. Νιώθω να ασπρίζουν τα δάχτυλά μου από την πίεση στο κόκκινο χαρτόνι.
Μπαίνω στο ασανσέρ. Βγαίνω στον τέταρτο. Προχωράω, τρίτη πόρτα. Σωστά: τέσσερα για τον όροφο και τρία για την πόρτα, καλά θυμάμαι. Δεξιά, πράγμα εύκολο· οι δεξιόχειρες κινούνται αυθόρμητα με πρώτη επιλογή προς τα δεξιά. Ανοίγω την πόρτα, κι άλλος διάδρομος. Ακολουθώ την καφέ γραμμή. Με τα χρώματα τα πάω πολύ καλά, δεν θα έκανα λάθος, αλλά το χρώμα του χώματος με απωθούσε πάντα. Χτυπάω την πόρτα του γραφείου όπου καταλήγει η καφέ γραμμή. Δεν απαντά κανείς και μπαίνω διστακτικά. Ανοιχτό μπεζ οι τοίχοι, το μάρμαρο στο δάπεδο ίδιο χρώμα, καφετιές οι καρέκλες, πρώην λευκές οι περσίδες.
Ο διευθυντής με κοιτάζει με νυσταλέο βλέμμα. Υπονοεί ένα βαριεστημένο «τι θέλετε» καθώς σηκώνει το κεφάλι του να με κοιτάξει. Το ύφος του με περιφρονεί απροκάλυπτα. Κάνω να ανοίξω το φάκελό μου. Μα τι έχω πάθει; Τρομάζω. Κόκκινος ήταν, πώς…Δε θα διάλεγα ποτέ καφετί χρώμα εγώ! Τρέμουν τα χέρια μου καθώς του δείχνω το έγγραφό μου. Έχετε έρθει σε λάθος γραφείο», μου λέει αδιάφορα και σκύβει στην οθόνη του. «Μα… ακολούθησα…» ψελλίζω. «Δεν είστε η μόνη που χάνεται», χαμογελάει χαιρέκακα. Τα δόντια του είναι καφετιά. Νομίζω πως πεθαίνω από ασφυξία.
Η γραφειοκρατία είναι από χώμα, ουρλιάζω χωρίς ν’ ακούγεται η φωνή μου και ξυπνάω κάθιδρη.